Ο τεχνολογικός αναχρονισμός της Εφορίας

Πώς η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με την εφορία μπορεί να αποδειχθεί αντιπαραγωγικό μέτρο που δεν θα αυξήσει τα δημόσια έσοδα. Τα προβλήματα, οι εισαγωγείς και η ανάγκη επιτόπου ελέγχων. Γράφει ο Κ. Μαρκάζος.

  • του Κων/νου Μαρκάζου*
Ο τεχνολογικός αναχρονισμός της Εφορίας

Η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών και η αποστολή στοιχείων στη ΓΓΠΣ (Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων) με τις αντίστοιχες τεχνικές προδιαγραφές, έχουν νομοθετηθεί με διάφορους νόμους και υπουργικές αποφάσεις τα τελευταία χρόνια.

Ο νόμος-μήτρα είναι ο 1809/88, ο οποίος συλλειτουργούσε με τον ΚΒΣ και αναφέρεται από τον διάδοχο ΚΦΑΣ, έχει τροποποιηθεί πολλές φορές. Πιο πρόσφατες νομοθετικές ρυθμίσεις είναι (ενδεικτικά) ο Ν. 3943/2011, οι ΠΟΛ 1220/12 και 1221/12, ενώ υπάρχουν σε εκκρεμότητα και δύο υπουργικές αποφάσεις για τον μορφότυπο των τιμολογίων και την μηνιαία υποβολή συγκεντρωτικών τιμολογίων.

Χρειαζόμαστε την σύνδεση των ταμειακών;

Όσοι υποστηρίζουν την διασύνδεση των ταμειακών μηχανών, την αποστολή ηλεκτρονικά στοιχείων στο Υπουργείο σε μηνιαία βάση, την ηλεκτρονική σήμανση των τιμολογίων, την αναβάθμιση των μηχανισμών και την προσαρμογή των μηχανογραφικών συστημάτων των επιχειρήσεων, θεωρούν «έγκλημα προμελετημένο» την μη υλοποίηση των μέτρων και κατηγορούν το Υπουργείο Οικονομικών για ολιγωρία έως συνέργεια συγκάλυψης συμφερόντων (1).

Το ερώτημα είναι αν η διασύνδεση των ταμειακών θα αυξήσει τα φορολογικά έσοδα. Κανείς δεν έχει παρουσιάσει κάποια ανάλογη διεθνή πρακτική σε άλλες χώρες. Ως χώρα έχουμε αποδείξει ότι η επιβολή καθολικών κανόνων τυπικής εφαρμογής απέτυχε, ενώ και η διεθνής εμπειρία υποδηλώνει ότι χώρες με πολυδαίδαλη νομοθεσία τείνουν να έχουν υψηλά επίπεδα διαφθοράς και φοροδιαφυγής.

Χωρίς να παραγνωρίζεται η ανάγκη είσπραξης ΦΠΑ και σύλληψης φορολογητέας ύλης στις έκτακτες καταστάσεις που διέρχεται η ελληνική κοινωνία, πρέπει να επισημανθεί ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να αποκλίνει από τις κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ και να επιβάλλει περισσότερες επιβαρύνσεις στις επιχειρήσεις της από αυτές που ισχύουν σε άλλες χώρες.

Μέχρι σήμερα δεν έχει δημοσιοποιηθεί καμία μελέτη κόστους/οφέλους. Ακόμα και αν δεχθούμε αυτό που (αντι)γράφεται σε όλους τους νόμους ότι «δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του Κρατικού Προϋπολογισμού», παρά την οργάνωση και τις υποδομές που χρειάζονται, το κόστος αναβάθμισης μηχανισμών και συστημάτων για τις επιχειρήσεις ανέρχεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ. Το ότι οι εισαγωγείς και οι κατασκευαστές ταμειακών μηχανών στην Ελλάδα έχουν έτοιμες τις νέες ταμειακές μηχανές που μπορούν να διασυνδεθούν με τη ΓΓΠΣ, αυτό δεν μπορεί να είναι κριτήριο για να επιβαρυνθούν εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις.

Υπάρχουν και μερικοί που ονειρεύονται ένα υπερυπολογιστή, ο οποίος θα είναι on line συνδεδεμένος με χιλιάδες επιχειρήσεις και ταμειακές μηχανές. Το όφελος της on line διασύνδεσης υποτίθεται ότι είναι η άμεση είσπραξη του ΦΠΑ. Ακόμα και το Οικονομικό Επιμελητήριο πιστεύει «η διαδικασία της άμεσης καταβολής του ΦΠΑ στην Πολιτεία σε πραγματικό χρόνο κατά τη διενέργεια των οικονομικών πράξεων θα συμβάλει αποφασιστικά στη μείωση της φοροδιαφυγής». Ακόμα και αν αυτό ήταν τεχνικά εφικτό, που δεν είναι, αυτός θα ήταν ο ισχυρότερος λόγος για να εκδοθούν λιγότερες αποδείξεις που θα αφαιρούσαν σε real time χρόνο μετρητά από το ταμείο της επιχείρησης.

Τι συμβαίνει με τις αποδείξεις λιανικής

Η έκδοση αποδείξεων λιανικής και η συνεπακόλουθη καταγραφή των εσόδων επιχειρήσεων και επαγγελματιών είναι κρίσιμος παράγοντας επιτυχίας είσπραξης των φόρων. Συχνά η απόφαση για έκδοση απόδειξης λαμβάνεται μετά την ερώτηση-κλειδί «με ή χωρίς (ΦΠΑ)» και με την συναπόφαση του καταναλωτή.

Οι σκέψεις για παροχή φοροαπαλλαγών στον αγοραστή για να απαιτήσει απόδειξη είναι αλυσιτελείς. Πάντα αυτός που δεν θέλει να εκδώσει απόδειξη θα μπορεί να παρέχει ένα μεγαλύτερο οικονομικό κίνητρο. Σαν τον Αχιλλέα με την χελώνα, το κράτος θα βρίσκεται διαρκώς πίσω γιατί διαφέρει το σημείο εκκίνησης. Αν δώσει έκπτωση φόρου μικρότερη από το ποσό του ΦΠΑ, ο καταναλωτής έχει κίνητρο να μην ζητήσει απόδειξη. Αν το Κράτος είναι γενναίο και θυσιάσει το σύνολο του ΦΠΑ, πάλι μπορεί να δοθεί έκπτωση από τον πωλητή και πάνω από 23%, γιατί γλυτώνει και φόρο εισοδήματος. Αν το Δημόσιο δώσει μεγαλύτερα κίνητρα, τότε θα έχει χάσει περισσότερα από την έκδοση της απόδειξης από το μην είχε εκδοθεί ποτέ.

Το πρόβλημα δεν είναι με τις συναλλαγές που καταχωρούνται, αλλά για αυτές που δεν εκδίδονται καθόλου αποδείξεις, ή εκδίδονται σε διαφορετικές αξίες από τις συμφωνημένες. Ακόμα και αν λειτουργήσει ένα on-line ή off-line σύστημα που θα καταγράφει τις συναλλαγές, τι εμποδίζει τον επιχειρηματία να μην κόψει απόδειξη; Η φοροδιαφυγή γίνεται εκτός βιβλίων. Η αντιμετώπιση αυτού του θέματος δεν λύνεται με διασύνδεση των μηχανών, αλλά απαιτεί ριζική αναδιάταξη του φορολογικού μηχανισμού ελέγχου. Η ηλεκτρονική αποστολή στοιχείων δημιουργεί ψευδαίσθηση ελέγχου. Κάλλιστα μπορεί κάποιος να είναι «εντάξει» διαβιβάζοντας στοιχεία στην ΓΓΠΣ και ταυτοχρόνως να φοροδιαφεύγει.

Εφορία χωρίς εφοριακούς

Η διαδεδομένη αντίληψη ότι θα πρέπει να αποφεύγουμε την επαφή του εφοριακού με την επιχείρηση γιατί υπάρχει κίνδυνος διαφθοράς, είναι παγκοσμίως καινοφανής και τελικά ακυρώνει τον φορολογικό έλεγχο.

Υποστηρίζεται ότι «αν τα στοιχεία από τις ταμειακές μηχανές ήταν καταχωρημένα ηλεκτρονικά στη ΓΓΠΣ, δεν υπάρχει κανένας λόγος της φυσικής παρουσίας των ελεγκτών για τον έλεγχο» και δεν θα υπάρχει λάδωμα (Δρυμιώτης). Προφανώς και υπάρχουν φοροδιαφεύγουσες επιχειρήσεις και διεφθαρμένοι εφοριακοί, αλλά το να γίνονται έλεγχοι μόνο εξ' αποστάσεως μάλλον θα τιμωρήσει περισσότερο τους τίμιους.

Έλεγχος χωρίς εφοριακούς είναι σαν να θέλουμε στρατό χωρίς στρατιώτες. Ακόμα και στην εποχή της τεχνολογικής επανάστασης που ζούμε, κάτι τέτοιο δεν έχει εφευρεθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να επισκεπτόμαστε τις ΔΟΥ με την παραμικρή αιτία. Κάτω από την πίεση της τόσο μισητής Τρόικας, περιορίστηκε ο αριθμός των εφοριών, με τον γνωστό άτσαλο τρόπο με τον οποίο όμως όλοι είμαστε εξοικειωμένοι. Τα ταμεία των εφοριών (επιτέλους) θα κλείσουν και οι πληρωμές θα μπορούν να γίνονται ηλεκτρονικά, αποφεύγοντας παραλογισμούς να μην δέχονται(!) πληρωμές οι ταμίες των ΔΟΥ σε πολλές περιπτώσεις ή τις Παρασκευές.

Είναι σωστό ότι η ηλεκτρονική οργάνωση της φορολογικής διαδικασίας, ώστε να μην έρχεται σε επαφή ο φορολογούμενος με τον εφοριακό, είναι ένα από τα μέτρα που θα βοηθήσει να απαλλαγούμε από το πελατειακό κράτος, αλλά δεν μπορεί ο έλεγχος να γίνεται μόνο με αντικειμενικά κριτήρια και εξ' αποστάσεως. Υπάρχουν μηχανισμοί ελέγχου και ελεγκτικές διαδικασίες σε όλο τον κόσμο με διάφορους βαθμούς επιτυχίας που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα.

Όταν θα φτάσουμε στο σημείο που δεν θα γνωρίζουμε πού βρίσκεται η εφορία που ανήκουμε, όπως δεν γνωρίζουμε τα γραφεία της ασφαλιστικής που μας ασφαλίζει, και δεν θα αναγκαζόμαστε να στηνόμαστε σε ουρές για απλές μεταβολές στοιχείων, θα καταλάβουμε ότι έχει συντελεστεί μία πρόοδος στην χώρα. Από αυτό το σημείο μέχρι τις ηλεκτρονικές διασυνδέσεις ταμειακών και της ηλεκτρονικής υποβολής των πάντων σε συστήματα που «κολλάνε» και χρειάζονται αναβαθμίσεις (δηλαδή χρηματικές επενδύσεις ενός χρεοκοπημένου κράτους) υπάρχει τεράστια απόσταση.

Τι μπορεί να γίνει με τις κάρτες

Όλοι συμφωνούμε ότι η αύξηση της χρήσης των πιστωτικών καρτών και των ηλεκτρονικών συναλλαγών αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Αυτό δεν απαιτεί καμία πρόσθετη υποδομή για το Κράτος ή κόστος για τις επιχειρήσεις. Όμως η κάρτα αποδείξεων (φοροκάρτα) σαν «όπλο στα χέρια του πολίτη για τη συλλογή των αποδείξεων» αποδείχθηκε άσφαιρο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, μέχρι 28/11/2013 μόλις 50.077 φορολογούμενοι είχαν ενεργοποιήσει 62.390 κάρτες αποδείξεων. Οι συναλλαγές που έχουν καταγραφεί από αυτές τις κάρτες είναι ελάχιστες. Το 2013 έχουν καταγραφεί. συναλλαγές αξίας 18 εκατ. ευρώ, ενώ το 2012 19,8 εκατ. ευρώ. Δηλαδή μία σταγόνα σε ένα ωκεανό συναλλαγών δισεκατομμυρίων ευρώ από εκατομμύρια καταναλωτές. Με τέτοια αποτελέσματα, αποτελεί κρατική σπατάλη ακόμα και η συντήρηση του σχετικού ιστότοπου και η δαπάνη για αυτοκόλλητα και επιστολές του υπουργείου σε χιλιάδες επιχειρήσεις.

Σήμερα ισχύει απαγόρευση για πληρωμή με μετρητά για λιανική πώληση πάνω από €1.500 (άρθρο 20 ν. 3842/2010). Η εφαρμογή αυτού του μέτρου όμως είναι δύσκολο έως αδύνατον να ελεγχθεί στην πράξη. Οι διοικητικές απαγορεύσεις είναι άνευ ουσίας όταν δεν μπορούν να εντοπιστούν, αντιθέτως πλήττουν ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία του κράτους και καθιστούν την πλειοψηφία του πληθυσμού παραβάτες ενός ακόμα νόμου. Τόσοι επαγγελματίες δεν φοβούνται την μη έκδοση απόδειξης, θα διστάσουν να εισπράξουν μετρητά σε καιρούς κρίσης; Θα πρέπει κάποτε να αποφασίσουμε να μην θεσμοθετούμε ακόμα και σωστές σκέψεις αν δεν μπορούμε να διασφαλίσουμε την εφαρμογή του αντίστοιχου νόμου.

Θα πρέπει επίσης να προβληματιστούμε για θέσπιση κινήτρων για την χρήση κάρτας, γιατί και εδώ ισχύει ότι ο επαγγελματίας που δεν θέλει να εμφανίσει την συναλλαγή, μπορεί να παρέχει μεγαλύτερα κίνητρα για εξόφληση τοις μετρητοίς. Σήμερα οι πάροχοι καρτών παρέχουν ελκυστικά κίνητρα για την χρήση χρεωστικών και πιστωτικών καρτών. Αν αυτά οδηγήσουν στην πληρωμή με κάρτα, τότε είναι αδιάφορο για την Εφορία η έκδοση απόδειξης. Το άγχος θα έχει μεταφερθεί αλλού. Τα ποσά των συναλλαγών των καρτών θα «προδώσουν» το εισόδημα τόσο του επαγγελματία όσο και του καταναλωτή. Η κάρτα «κόβει» αποτελεσματικότατα και από τις δύο μεριές.

Το σήριαλ της σύνδεσης των ταμειακών

Η σύνδεση των ταμειακών μηχανών με το Υπουργείο Οικονομικών έχει αρκετά μακρά ιστορία, μπόλικο παρασκήνιο και αρκετά ισχυρά οικονομικά κίνητρα. Παρότι υπάρχουν και αντίθετες απόψεις που δεν υποκύπτουν στην κρυφή γοητεία της υιοθέτησης πάσας τεχνολογίας, σπανίως δημοσιεύονται.

Η Ελλάδα πρέπει να εκσυγχρονίσει επειγόντως το θεσμικό πλαίσιο της τήρησης των λογιστικών βιβλίων των επιχειρήσεων και των εκδιδόμενων στοιχείων. Μοιραία το θέμα περιλαμβάνει και τις ταμειακές μηχανές και τις ηλεκτρονικές διασυνδέσεις με το Υπουργείο. Επειδή όσα έχουν νομοθετηθεί στο παρελθόν έρχονται σε αντίθεση με τις διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, τις ευρωπαϊκές οδηγίες και θα πρόσθετα και της λογικής, υπάρχουν διαφωνίες και προβληματισμός για την εφαρμογή νόμων που θα είχαν αντιφάσεις μεταξύ τους.

Υπήρξαν και άρθρα που κατηγόρησαν όσους είχαν διαφορετική άποψη για την σύνδεση των ταμειακών μηχανών σαν διαπλεκόμενους με συμφέροντα (χαρακτηριστικό το άρθρο στο ΒΗΜΑ και δεν ήταν το μόνο). Φαίνεται ότι όταν θίγονται οικονομικά συμφέροντα, κάθε μέθοδος είναι αποδεκτή.

Επίλογος (ελπίζω όχι τραγικός)

Η απαλλαγή από άχρηστες τεχνολογικές επιβαρύνσεις συνιστά πρόοδο και όχι αναχρονισμό. Οι επιχειρήσεις οφείλουν να τεκμηριώνουν την ακρίβεια και αξιοπιστία των λογιστικών συστημάτων, που πρέπει να επιτρέπεται να τηρούνται με κάθε εύλογο τρόπο και όχι διοικητικά ορισμένο, ενώ τα δεδομένα να γίνονται υποχρεωτικά δεκτά από την φορολογική αρχή.

Η κατάργηση των τυπολατριών, ο εκσυγχρονισμός του λογιστικού μας συστήματος και η υιοθέτηση των καλύτερων διεθνών πρακτικών είναι προαπαιτούμενα για να βγούμε από την κρίση. Η χρήση της τεχνολογίας δεν είναι ούτε αθώα, ούτε πανάκεια και συχνά έχει χρησιμοποιηθεί σε λάθος κατεύθυνση.

Η σύνδεση των χιλιάδων ταμειακών μηχανών με φορολογικές αρχές και η «αναβάθμιση» συστημάτων των επιχειρήσεων, είναι παγκοσμίως καινοφανή μέτρα που θα γεμίσουν τις τσέπες λίγων εισαγωγέων μηχανισμών και μερικών εταιρειών λογισμικού χωρίς να προσθέσουν ούτε ένα ευρώ στα ταμεία του Ελληνικού κράτους, ενώ θα επιβαρύνουν εκατοντάδες χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρές.

(1) Α. Δρυμιώτη, Σύνδεση ταμειακών μηχανών με ΓΓΠΣ – Rest in Peace, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 1/12/2013

* Ο κ. Κωνσταντίνος Μαρκάζος είναι οικονομολόγος


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v