Μουρμούρας: Γιατί είναι έτος επανεκκίνησης το 2014

Εκτιμήσεις για πρωτογενές πλεόνασμα μεταξύ 150 και 800 εκατ. φέτος μεταφέρει ο σύμβουλος Σαμαρά Γ. Μουρμούρας, σε ομιλία του. Κρίσιμη η μείωση του κόστους δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Υπέρ συντηρητικού μοντέλου στους πλειστηριασμούς.

  • του καθηγητή Γιάννη Μουρμούρα*
Μουρμούρας: Γιατί είναι έτος επανεκκίνησης το 2014

Τα δεδομένα που διαμορφώνονται για την οικονομία το 2014 αναλύει ο καθηγητής Γ. Μουρμούρας στην ομιλία του στο 14ο συνέδριο Prodexpo, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα στις 2-3 Οκτωβρίου: 

 

Είναι αλήθεια ότι η Διπλή Κρίση των τελευταίων ετών, δημοσιονομική και τραπεζική, έπληξε βαρύτατα όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Κάποιοι όμως κλάδοι έχουν δεχθεί δυσανάλογο πλήγμα, όπως ο κλάδος του real estate.

Από τη μια μεριά η βαθιά και παρατεταμένη ύφεση, από την άλλη η πιστωτική ασφυξία των τραπεζών συν η υπερφορολόγηση των ακινήτων (στο όνομα της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης) οδήγησαν στο πάγωμα της αγοράς ακινήτων, με τα γνωστά αποτελέσματα: τεράστια πτώση των τιμών των ακινήτων (πάνω από 30% από την αρχή της κρίσης), τεράστια αποθέματα απούλητων κατοικιών και επαγγελματικών χώρων (250.000), ελάχιστη συναλλακτικότητα, αλματώδη αύξηση της ανεργίας και υποαπασχόλησης στον κλάδο κ.λπ.

Είμαι σίγουρος ότι όλοι στην αίθουσα αντιλαμβάνονται ότι το βασικό προαπαιτούμενο για την ομαλή επαναλειτουργία της αγοράς ακινήτων - έστω και σε ένα χαμηλότερο σημείο ισορροπίας - είναι η σταθεροποίηση σε μακροοικονομικό επίπεδο, με άλλα λόγια να βάλουμε ένα τέλος στα δίδυμα ελλείμματα, να μπει φρένο στην ελεύθερη πτώση της οικονομίας και να αρχίσει έτσι η ανάκαμψη - ανάπτυξη, καθώς επίσης να πετύχουμε και την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Σκοπός μου σήμερα εδώ είναι να παρουσιάσω και να εξηγήσω γιατί οι μακροοικονομικές προοπτικές προεξοφλούνται πλέον θετικές για τη χώρα μας, γιατί - μετά λόγου γνώσεως - είμαι αισιόδοξος ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα στο κοντινό μέλλον επηρεάζοντας έτσι θετικά και την πορεία του κλάδου σας.

Πιο συγκεκριμένα θα εξηγήσω: Α) Τι σημαίνει η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος το 2013. Β) Γιατί είναι εφικτή η πολυπόθητη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2014. Γ) Γιατί είναι δυνατόν να επιτευχθεί η έξοδος του ελληνικού δημοσίου στις διεθνείς αγορές για δανεισμό με λογικά επιτόκια μέσα στο 2014 και τι σημαίνει αυτό για τη στεγαστική πίστη και γενικότερα για τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας.

Ξεκινώ, πρώτον, με το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης. Η πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού μέχρι σήμερα είναι πολύ ικανοποιητική, έχουμε υπερακοντίσει τους στόχους και όλα δείχνουν ότι είναι εφικτή στο τέλος του έτους η δημιουργία πρωτογενούς πλεονάσματος. Οι διάφορες εκτιμήσεις κυμαίνονται από 150 μέχρι και 800 εκατ. ευρώ, και αυτό χωρίς να συνυπολογίζεται το ποσό του 1,5 δισ. ευρώ από την επιστροφή των κερδών των άλλων κεντρικών τραπεζών από τη διακράτηση των ελληνικών ομολόγων. Τι σημαίνει αυτή η πολύ θετική εξέλιξη;

Πολύ απλά ότι σε συνδυασμό με το +6,3% του ΑΕΠ, κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα που έχουμε το 2013 στην Ελλάδα, το υψηλότερο στην Ε.Ε. των 27, δεν υπάρχει κανένας λόγος για νέα εισπρακτικά μέτρα, τα οποία θα μειώσουν παραπέρα το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και θα εμποδίσουν την ανάκαμψη (το +6,3% του ΑΕΠ, κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα είναι η καλύτερη απόδειξη της μεγάλης δημοσιονομικής προσαρμογής που έγινε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, η καλύτερη απόδειξη ότι έχει επιτευχθεί μόνιμη βελτίωση στα δημοσιονομικά μας και αποτελεί το ισχυρό μας χαρτί στον νέο γύρο διαπραγματεύσεων με τους δανειστές μας που ξεκίνησε πριν από λίγες μέρες).

Επιπλέον, το πρωτογενές πλεόνασμα θα ενεργοποιήσει τις αποφάσεις του Eurogroup του Νοεμβρίου 2012 για τη λήψη μέτρων ανακούφισης του χρέους. Αυτό με τη σειρά του θα βοηθήσει στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας, που μαζί με το πρωτογενές πλεόνασμα και την ανάκαμψη, όλα μαζί θα οδηγήσουν σε σημαντική πτώση των spreads, βασική προϋπόθεση για να βγούμε και πάλι στις αγορές για δανεισμό.

Δεύτερη ερώτηση: πού βασίζονται οι αισιόδοξες εκτιμήσεις για το τέλος της ύφεσης και την επιστροφή στην ανάκαμψη το 2014; Απάντηση: σε δύο βασικά επιχειρήματα:

Α) Στην «ψυχρή» αλήθεια των αριθμών που δείχνουν τα εξής:

1) Μια σημαντική επιβράδυνση της ύφεσης το 2013. Το Q2 ήδη είχαμε ύφεση -3,8% από την προβλεφθείσα στο - 4,6%, καλύτερα επίσης θα πάνε τα Q3 και Q4 2013, το Q3 λόγω αυξημένου τουρισμού τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο, το Q4 λόγω εξόφλησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου, μεγαλύτερης εκταμίευσης από το ΠΔΕ λίγο πριν από το τέλος της χρονιάς αλλά και λόγω πολύ χαμηλής βάσης σύγκρισης το Q4 του 2012.

2) Αλλά επίσης και από το γεγονός ότι έχουμε σημαντική βελτίωση στην τάση μιας σειράς πρόδρομων δεικτών, όπως ο δείκτης PMI για τη μεταποίηση, η συνέχιση των εξαιρετικών επιδόσεων στον τουρισμό και το 2014, η αναμενόμενη βελτίωση στη ναυτιλία, η σημαντική συρρίκνωση του εμπορικού ελλείμματος μέσω της αύξησης των εξαγωγών, ο δείκτης προσλήψεων και προοπτικών απασχόλησης. Με δυο λόγια, έχουμε σταθεροποίηση των προσδοκιών.

Β) Το δεύτερο επιχείρημα υπέρ της ανάκαμψης το 2014 είναι ποιοτικό μεν, αλλά με χειροπιαστά αποτελέσματα, και εδράζεται στην ξεκάθαρη αντίληψη που έχει η σημερινή κυβέρνηση, και μάλιστα σε ανώτατο επίπεδο, του ίδιου του κυρίου πρωθυπουργού, ότι ταυτόχρονα με τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις διαρθρωτικές αλλαγές χρειάζονται μέτρα ανάκαμψης για να φρενάρει η ύφεση και να περάσει η οικονομία σε τροχιά ανάπτυξης. Μέτρα για την ανάκαμψη, το ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ βαθιάς ύφεσης και της διατηρήσιμης ανάπτυξης.

Εξηγώ: Όλοι συμφωνούμε ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας και της δημόσιας σπατάλης, πάταξη της φοροδιαφυγής, η απελευθέρωση των αγορών, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων κ.λπ.) είναι απαραίτητες για τη δημιουργία ενός σύγχρονου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος χωρίς στρεβλώσεις. Οι μεταρρυθμίσεις λοιπόν που υλοποιούνται σήμερα μέσα από το Πρόγραμμα Προσαρμογής είναι εκ των ουκ άνευ και θα πρέπει να υλοποιηθούν στο ακέραιο χωρίς καθυστερήσεις.

Το πρόβλημα όμως είναι ότι οι διαρθρωτικές αλλαγές θέλουν χρόνο για να αποδώσουν και να ξεκλειδώσουν το εγκλωβισμένο αναπτυξιακό τους απόθεμα, να συμβάλουν στην ανταγωνιστικότητα κόστους και να φέρουν ανάπτυξη. Όσο στο μεταξύ η ύφεση επιμένει, τόσο δυσκολότερο είναι να προχωρήσουν αποτελεσματικά οι πιο πάνω διαρθρωτικές αλλαγές.

Ενδεικτικό παράδειγμα είναι η πρόσφατη απελευθέρωση στον κλάδο των εμπορευματικών μεταφορών (φορτηγά ΔΧ), δηλαδή, αν και το άνοιγμα της αγοράς ολοκληρώθηκε και τα κόμιστρα μειώθηκαν, η σαρωτική ύφεση και η ανεπαρκής ζήτηση στην οικονομία δεν έφερε την ώθηση που περίμεναν οι αναλυτές στον κλάδο. Τουναντίον, όταν υπάρχει ζήτηση , όπως π.χ. στον τουρισμό με την κρουαζιέρα, η άρση του cabotage είχε θετικότατες επιδράσεις.

Με άλλα λόγια, υπάρχει θέμα ζήτησης όταν μιλάμε για την ανάκαμψη μιας οικονομίας που βρίσκεται σε βαθιά ύφεση. Αυτό εξηγεί και τον διεθνή μαραθώνιο του πρωθυπουργού σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Το 2014 θα είναι η χρονιά της συγκομιδής από την εντατική αυτή προσπάθεια, σε ανώτατο επίπεδο τους τελευταίους δεκάξι μήνες.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ήδη το 2012 είχαμε αύξηση του FDI κατά 158%, φτάνοντας τα 3 δισ. δολάρια, ενώ το ίδιο θετική είναι και η φετινή πορεία. Ενδεικτικά αναφέρω μεγάλα projects που έχουν συμφωνηθεί τους τελευταίους μήνες στον κλάδο logistics (Hewlett Packard με ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η επέκταση του container terminal στον Πειραιά από την COSCO), στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (κινέζικη επένδυση ύψους 250 εκατ. καθώς και μία ανάλογη joint venture με ιταλική εταιρεία ύψους 250 εκατ). Επίσης ο αγωγός φυσικού αερίου TAP, ο οποίος θα φέρει πάνω από 1,5 δισ. FDI τα επόμενα χρόνια και χιλιάδες θέσεις εργασίας στη βόρεια Ελλάδα. Ενώ από τον κλάδο του real estate ενδεικτικά αναφέρω τις επενδύσεις της καναδέζικής Fairfax.

Όλα τα πιο πάνω παραδείγματα σηματοδοτούν ότι η Ελλάδα μπαίνει και πάλι στον διεθνή επενδυτικό χάρτη και επιπλέον αποτελούν ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Το FDI μαζί με τις επενδύσεις που συνοδεύουν τις επικείμενες ιδιωτικοποιήσεις (π.χ. σε ΕΥΑΘ, ΕΥΔΑΠ, ΟΛΠ, ΟΛΘ, περιφερειακά αεροδρόμια και μαρίνες, ΔΕΠΑ, ΔΕΗ, Ακίνητα του Δημοσίου) καθώς και τα μεγάλα έργα του ΕΣΠΑ που ήδη τρέχουν αλλά και τις εξαγωγές που βελτιώνονται αποτελούν την κινητήρια δύναμη για την επανεκκίνηση της οικονομίας σήμερα, και την ενεργοποίηση αδρανών ιδιωτικών πόρων αύριο.

Αναμφίβολα, στο πιο πάνω θετικό κλίμα συνέβαλλε σημαντικά και η σταθεροποίηση της εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα με την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με ιδιωτικά κεφάλαια. Με την αναδιάταξη του εγχώριου τραπεζικού χάρτη μέσω συγχωνεύσεων και την ανασυγκρότηση των τραπεζικών ιδρυμάτων που επιχειρείται μέσω των μειώσεων του λειτουργικού τους κόστους και της κατάρτισης επιχειρησιακών σχεδίων για τη διαχείριση των προβληματικών τους δανείων, η ευρωστία των τραπεζών αυξάνεται, γεγονός που δημιουργεί συνθήκες σταθερότητας για την οικονομία.

Ωστόσο, παρά την ευφορία που δημιούργησε η επιτυχής ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού μας συστήματος, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός πως δεν υφίσταται αυτόματη γραμμική συσχέτιση μεταξύ υψηλής κεφαλαιακής θέσης και μεγαλύτερων επίπεδων ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Μάλιστα, το ΔΝΤ εκτιμά ότι θα παραμείνουν στην Ελλάδα οι αρνητικοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης ως και το 2015.

Στο χέρι μας είναι να το διαψεύσουμε αυτό, άλλωστε δεν θα είναι η πρώτη φορά που το ΔΝΤ πέφτει έξω στις εκτιμήσεις του. Σε κάθε περίπτωση, η προσπάθεια όλων (ΕΚΤ, ΤτΕ, εμπορικών τραπεζών) θα πρέπει να είναι η όσον το δυνατόν γρηγορότερη επιστροφή σε αύξηση των χορηγήσεων, έτσι ώστε να αποφύγουμε αυτό που στη διεθνή βιβλιογραφία είναι γνωστό ως creditless recovery που συνοδεύεται από εύθραυστους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.

Εκτιμώ ότι με την επανεκκίνηση της οικονομίας το Q1-2014 και τη δημιουργία ενός ελκυστικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος που ήδη πετυχαίνουμε, η ζήτηση για υγιή επιχειρηματικά δάνεια θα αυξηθεί στο προσεχές μέλλον. Κρίσιμο μέγεθος εδώ είναι το κόστος δανεισμού των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, ήδη είχαμε πριν από λίγες μέρες μείωση κατά 1,5 ποσοστιαία μονάδα στα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων - παραμένει όμως υψηλό το κόστος λόγω του πιστωτικού κινδύνου (αυτό συμβαίνει σε όλη την ευρωπεριφέρεια).

Το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων των κρατών-μελών της ευρωπεριφέρειας, και ειδικότερα των μικρομεσαίων, αποκλίνει σε υψηλά επίπεδα, υπονομεύοντας τις προσπάθειες ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας τους. Έτσι, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην ευρωπεριφέρεια δανείζονται ακριβότερα από τις αντίστοιχες του πυρήνα, π.χ. δανείζονται με 5,4% στην Ισπανία, και 6,6% στην Πορτογαλία, με 7% plus στην Ελλάδα, ενώ τα αντίστοιχα επιτόκια για τις γερμανικές ΜΜΕ είναι 3%, και για τις αυστριακές 2,3%.

Επίσης, σε πρόσφατη μελέτη της η ΕΚΤ αναγνωρίζει τον κατακερματισμό της ενιαίας χρηματοπιστωτικής αγοράς στην ευρωζώνη και ότι πράγματι υπάρχουν εμπόδια στην πρόσβαση στην πίστωση σε κάποια κράτη-μέλη της ευρωπεριφέρειας. Έτσι, περίπου το 70%-80% των ΜμΕ που εδράζονται στα κράτη-μέλη του πυρήνα μπορούν να δανειοδοτούνται πλήρως από το τραπεζικό τους σύστημα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις ΜμΕ της ευρωπεριφέρειας είναι στο 30%-50%. Ειδικότερα, για την Ελλάδα, μόλις το 25% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων κατάφερε και έλαβε τα αναγκαία κεφάλαια από τις ελληνικές τράπεζες την περασμένη χρονιά.

Ένα νέο LTRO (φθηνή χρηματοδότηση για τις εμπορικές τράπεζες) από την ΕΚΤ τους αμέσως επόμενους μήνες, η αποκατάσταση του προβληματικού μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής, όπως και η σχεδιαζόμενη έξοδος στις αγορές του ελληνικού δημοσίου μέσα στην επόμενη χρονιά (δουλεύουμε μεθοδικά και με σχέδιο και για αυτό μπορούμε να το συζητήσουμε αναλυτικότερα αν θέλετε αργότερα) θα συμβάλουν στην περαιτέρω αποκλιμάκωση των επιτοκίων και στην αύξηση της ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία και τη στεγαστική πίστη, με δεδομένη την ανάκαμψη της οικονομίας μας.

Αυτό σε συνδυασμό με την εξάλειψη της αβεβαιότητας που θα επέλθει με την ψήφιση του νομοσχεδίου για την ενιαία φορολόγηση ακινήτων, αλλά και την αποφυγή υπερβολών που απειλούν την κοινωνική συνοχή - όπως οι μαζικοί πλειστηριασμοί ακινήτων - χωρίς μάλιστα κανένα οικονομικό όφελος, μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε ότι τα χειρότερα είναι πίσω μας και ότι έρχονται καλύτερες μέρες.

Ειρήσθω εν παρόδω, θεωρώ ότι η επιλογή ενός συντηρητικού μοντέλου για τους πλειστηριασμούς είναι η ενδεδειγμένη λύση, καθώς πέραν όλων των άλλων γνωστών προβλημάτων που θα επιφέρουν, οι μαζικοί πλειστηριασμοί θα ρισκάρουν και την ανάκαμψη το 2014.

* Ο κ. Γιάννης Μουρμούρας είναι οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού και π. υφυπουργός οικονομικών. 


Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v