Εδώ και μέρες επιμένουμε ότι το πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης με την Ευρώπη είναι κυρίως πολιτικό. Το «κοινό ανακοινωθέν» του έκτακτου Eurogroup δεν κόλλησε σε κάποιους αριθμούς, αλλά στις πολιτικές διατυπώσεις, καθώς αμφότερες οι πλευρές θέλουν να διασώσουν το γόητρό τους.
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα αρνείται να αποδεχτεί οιαδήποτε διατύπωση περί παράτασης του προγράμματος, τεχνική ή άλλη, γνωρίζοντας ότι αυτό θα τη φέρει σε σύγκρουση με την αριστερή πτέρυγα του κόμματος, πιθανότατα και με τους Ανεξάρτητους Έλληνες.
Όμως, οι Γερμανοί, κάποιες χώρες του Βορρά, αλλά όπως φαίνεται και οι κυβερνήσεις του Νότου που βρέθηκαν σε πρόγραμμα (Ισπανία, Πορτογαλία) δεν θέλουν καμία διατύπωση που θα δημιουργούσε την αίσθηση ότι η Ελλάδα «κέρδισε με τσαμπουκά» διαφορετική μεταχείριση.
Το πρόβλημα είναι πιο σοβαρό από ό,τι φαίνεται. Η συναίνεση σε ένα αμοιβαία αποδεκτό «πολιτικό πλαίσιο» αποτελεί προϋπόθεση για να ξεκινήσει η ουσιαστική διαπραγμάτευση σε επίπεδο αριθμών. Χωρίς μια πολιτική συμφωνία, δεν υπάρχουν περιθώρια τεχνοκρατικών συζητήσεων.
Κι ο χρόνος μετράει αντίστροφα.
Εντούτοις, δεδομένου ότι η Ευρώπη έχει κι άλλα θέματα να επιλύσει, με κυρίαρχο σήμερα το ζήτημα της Ουκρανίας και τις σχέσεις με τη Ρωσία, θα ήταν παράδοξο να υποθέσουμε ότι υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ, αλλά και οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα αφήσουν να εξελιχθεί σε πραγματικό δράμα μια υπόθεση στην οποία υπάρχουν σημεία σύγκλισης (μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων, αλλαγή μέτρων που δεν έχουν αποδώσει, μείωση της λιτότητας υπέρ της ανάπτυξης), μεταξύ των δύο πλευρών.
Όσοι, δε, συγκρίνουν την υπόθεση της Ελλάδας με όσα συνέβησαν στην Κύπρο διαπράττουν ένα σημαντικότατο λάθος. Στην Κύπρο το πρόβλημα ήταν οι τράπεζες και το κόστος αποκατάστασής του ήταν αδύνατον να το αναλάβει η Κυπριακή Δημοκρατία. Κάποιος έπρεπε να πληρώσει τον λογαριασμό.
Στην περίπτωσή μας, ο λογαριασμός υπάρχει ήδη. Και η μακροπρόθεσμη πληρωμή του προϋποθέτει την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ. Τυχόν έξοδος θα σημάνει πτώχευση της χώρας και αναγκαστικά πολύ μεγάλο κούρεμα του χρέους της.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραγνωρίσουμε τον κίνδυνο ενός ατυχήματος, με δεδομένους και τους χρονικούς περιορισμούς, ούτε και τη σημασία της πολιτικής αντιπαράθεσης που παρατηρούμε.
Ο διάβολος κρύβεται στις λέξεις και για να μην κυριαρχήσει, πρέπει και οι δύο πλευρές να φερθούν με ρεαλισμό.
Όπως πολύ σωστά λέει ο κ. Βαρουφάκης, η Ευρώπη έφτασε ως εδώ με συμβιβασμούς.
Δεν είμαι όμως καθόλου σίγουρος για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο κυβερνητικός εταίρος του θα «αντέξουν» τους ωφέλιμους συμβιβασμούς που χρειάζεται η χώρα.
Θα ήταν π.χ. η κυβέρνηση πρόθυμη να δεχτεί πάγωμα ορισμένων εξαγγελιών της που φέρνουν σε δύσκολη θέση την άλλη πλευρά, προκειμένου να αποσπάσει πάγωμα του υφιστάμενου προγράμματος και ρευστότητα ολίγων μηνών (μέσω ELA και εντόκων) ώστε να καταθέσει ολοκληρωμένη πρόταση για την επόμενη ημέρα;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα ίσως αποδειχτεί κρίσιμη για τις επόμενες 15 μέρες...