Οι δυο (νέοι) μοχλοί ανάπτυξης της παραγωγής

Χωρίς υψηλή επινοητικότητα και απορροφητικότητα προϊόντων έρευνας και ανάπτυξης, η βιομηχανία μιας χώρας είναι καταδικασμένη στην καλύτερη περίπτωση να φυτοζωεί. Tα προβλήματα των αναδυόμενων οικονομιών. Γράφει ο Φ. Μπαρτολομέ.

  • του Φερνάντο Μπαρτολομέ*
Οι δυο (νέοι) μοχλοί ανάπτυξης της παραγωγής

Οι παραδοσιακοί συντελεστές παραγωγής δεν χρειάζονται συστάσεις. Είναι κατά κύριο λόγο το κεφάλαιο, η ποσότητα της διαθέσιμης εργασίας και η γη όπου εγκαθίσταται μία παραγωγική επιχείρηση. Τα τελευταία χρόνια, όμως, για να υπάρξει κινητοποίηση του κεφαλαίου και ποσότητας εργασίας, κρίνεται απαραίτητη και η ύπαρξη επινοητικότητας.

Εξάλλου, όπως μαθαίνουμε από την οικονομική ιστορία, η τελευταία ήταν υπεύθυνη σε ποσοστό 88% για την αύξηση της παραγωγικότητας που σημειώθηκε από το 1909 έως το 1949.

Αυτό είναι άλλωστε και το εύρημα μελέτης που συνέταξε ο Ρόμπερτ Σόλλοου το 1957 και εξασφάλισε έτσι το βραβείο Νόμπελ της οικονομίας.

Οι αναγνώστες του διαπρεπούς οικονομολόγου θα ενθυμούνται ότι αποκάλεσε το εύρημά του «τεχνολογική αλλαγή» –όρος που συμπεριλαμβάνει ο,τιδήποτε αποδίδει περισσότερη παραγωγή με τις ίδιες διαθέσιμες ποσότητες κεφαλαίου και εργασίας. Είναι έτσι αυτονόητο ότι στον ορισμό Σόλλοου περιλαμβάνονται σημαντικές εφευρέσεις, όπως η μηχανή εσωτερικής καύσης και οι όποιες βελτιώσεις στην οργάνωση των επιχειρήσεων και στην αποδοτικότητα των γραμμών παραγωγής τους.

Ο ίδιος ο Σόλλοου, εξάλλου, με αφορμή το ξέσπασμα της κρίσης, είχε δηλώσει πριν μερικά χρόνια ότι αυτή η τελευταία ουδόλως θα επηρεάσει τις τεχνολογικές αλλαγές. Είναι δε σαφές ότι αυτές συνεχίζουν να προχωρούν ακάθεκτες. Το ίδιο υποστηρίζουν και άλλοι παρατηρητές του επιχειρηματικού γίγνεσθαι, που πιστεύουν ότι οι δυνάμεις ενίσχυσης της παραγωγικότητας απέχουν πολύ από τού να έχουν εξαντληθεί.

Οφείλουμε παρόλα αυτά να παρατηρήσουμε ότι πολλές από τις εταιρείες που καθιστούν αυτή την αλλαγή εφικτή, φαντάζουν αρκετά αναιμικές. Από τις σχεδόν 500 μεγάλες επιχειρήσεις που εξετάστηκαν από την συμβουλευτική εταιρεία McKinsey, το 34% εκτιμά πως θα δαπανήσει λιγότερα σε έρευνα και ανάπτυξη (Ε&Α) φέτος, ενώ μόλις το 21% πιστεύει ότι θα δαπανήσει περισσότερα.

Ιστορικά, η δαπάνη για Ε&Α μεταβαλλόταν μαζί με το εισόδημα και μάλιστα σε μεγαλύτερο βαθμό: για κάθε δύο ποσοστιαίες μονάδες που χάνει η ανάπτυξη, η δαπάνη για Ε&Α χάνει τρεις. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αυτά που περικόπτονται πρώτα σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι τα πιο μακροπρόθεσμα σχέδια, δηλαδή αυτά που οδηγούν στα μεγαλύτερα τεχνολογικά άλματα.

Καθώς η δαπάνη των μεγάλων επιχειρήσεων για Ε&Α μειώνεται, η επένδυση σε νέες και καινοτόμες εταιρείες καταρρέει. Ο Samuel Kortum του Πανεπιστημίου της Μινεσότα και ο John Lerner Harvard Business School επισημαίνουν ότι ένα δολλάριο σε εταιρείες υψηλού επιχειρηματικού κινδύνου αποδίδει τόσες ευρεσιτεχνίες όσες αποδίδουν 3 δολλάρια σε Ε&Α. Εντούτοις, στην Αμερική η επένδυση από τους επιχειρηματίες τέτοιων εταιρειών είναι στάσιμη.

Αποθέματα γνώσεων

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι οικονομίες τεχνολογίας αιχμής, όπως η αμερικανική, προοδεύουν επινοώντας νέα προϊόντα και τεχνικές. Από την άλλη πλευρά, οι φτωχότερες χώρες αναπτύσσονται ενσωματώνοντας την τεχνογνωσία που γεννήθηκε αλλού. Ακόμα και εάν επιβραδυνθεί η ροή της καινοτομίας, εξακολουθεί να υφίσταται ένα μεγάλο απόθεμα γνώσης, το οποίο μπορούν να αντλήσουν οι αναδυόμενες οικονομίες. Έτσι, η κρίση φαίνεται πως θα αποτελούσε περιορισμένη απειλή στην πρόοδο της τεχνολογικής αλλαγής στα αναπτυσσόμενα κράτη. Εντούτοις, το συμπέρασμα αυτό ενδεχομένως να είναι πολύ βιαστικό.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες ουσιαστικά μαθαίνουν μέσω της πρακτικής –«learn by doing», όπως συνηθίζουν να λένε οι οικονομολόγοι– κυρίως σε κλάδους όπου παράγονται εμπορεύσιμα προϊόντα που μπορούν να πωληθούν στις διεθνείς αγορές. Αυτοί οι κλάδοι διαθέτουν ευρείες προοπτικές προόδου, καθώς το μέγεθος των διεθνών αγορών επιτρέπει έναν αποτελεσματικότερο καταμερισμό εργασίας και, ως εκ τούτου, σαφώς μεγαλύτερα οφέλη από την εξειδίκευση.

Η κυβέρνηση μιας αναδυόμενης οικονομίας μπορεί επομένως να προωθήσει αυτή την διαδικασία εκμάθησης, διατηρώντας φτηνό το νόμισμά της, γεγονός που αυξάνει τις εγχώριες τιμές των αγαθών σε σύγκριση με τα ξένα, ενθαρρύνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τις εταιρείες να παράγουν περισσότερο. Πρόκειται για μία δοκιμασμένη και επιτυχημένη στρατηγική, η οποία υποστηρίχθηκε από οικονομολόγους, όπως ο Bela Balassa, και αμφισβητήθηκε από άλλους, όπως ο Dani Rodrik του Χάρβαρντ μεταξύ αυτών.

Σε πρόσφατη μελέτη τους, η Caroline Freund και η Martha Denisse Pierola της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνουν ότι τα καταγεγραμμένα εξαγώγιμα άλματα του αναπτυσσόμενου κόσμου συνδέονται συχνά με απότομες υποτιμήσεις νομισμάτων, οι οποίες ενθαρρύνουν την είσοδο σε νέες αγορές και προϊόντα.

Δυστυχώς, τα φτηνά νομίσματα αποθαρρύνουν επίσης τον καταναλωτή των αγαθών, καθιστώντας τις εισαγωγές ακριβότερες. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία εμπορικού πλεονάσματος, το οποίο μπορεί να τεθεί εκτός ελέγχου.

Ακόμα και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, ο William Cline του Peterson Institute for International Economics, ενός think-tank στην Ουάσινγκτον, εξέφραζε την ανησυχία του ότι το συνδυασμένο πλεόνασμα όλων των χωρών που ακολουθούν αυτή την στρατηγική θα είναι υπερβολικά μεγάλο για να το διαχειριστεί ο πλούσιος κόσμος, ιδίως η Αμερική. Καθώς η Αμερική και η Ευρώπη πασχίζουν να συνέλθουν από την κρίση, οι πολιτικοί τους ενδεχομένως να γίνουν αυστηρότεροι με τις χώρες που κατηγορούν για προστατευτισμό και χειραγώγηση της τιμής του νομίσματός τους.

Η αύξηση της παραγωγικότητας στην παγκόσμια οικονομία βρίσκεται έτσι ενώπιον μιας διττής απειλής. Στον πλούσιο κόσμο κινδυνεύει από την έλλειψη πόρων για καινοτομία, ενώ στον αναπτυσσόμενο κόσμο απειλείται από την απώλεια της ανοχής για ανάπτυξη βασισμένη στις εξαγωγές. Είναι σημείο των καιρών ότι, για να απαντήσει σε αμφότερα τα προβλήματα, ο κόσμος στρέφεται προς το κράτος.

Ο D.Rodrik ισχυρίζεται ότι, εφόσον οι αναπτυσσόμενες χώρες αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την πολιτική του φτηνού νομίσματος, θα μπορούσαν να την αντικαταστήσουν με περιεκτική βιομηχανική πολιτική. Το κράτος θα μπορούσε να επιδοτήσει την μετάβαση από τις παραδοσιακές επιχειρήσεις (όπως είναι οι εξαγωγικές εταιρείες) σε νέες και περισσότερο προσοδοφόρες δραστηριότητες. Πιστεύει ότι η βιομηχανική πολιτική των δεκαετιών του 1960 και του 1970 ήταν περισσότερο επιτυχημένη απ' ό,τι τής αναγνωρίστηκε.

Ακόμα και πριν από την κρίση, ο D.Rodrik προσπαθούσε να αποκαταστήσει την φήμη της βιομηχανικής πολιτικής στα μάτια των συναδέλφων του. Θεωρεί ότι η πολιτική αυτή απέκτησε κακό όνομα επειδή στο παρελθόν οι κυβερνήσεις προσπάθησαν να επιλέξουν πρωταθλητές, ξεχωρίζοντας τους κλάδους ή τις εταιρείες που πίστευαν ότι άξιζαν την υποστήριξή τους. Μερικές φορές τα κατάφερναν, τις περισσότερες όμως κατασπαταλούσαν περιορισμένους πόρους σε αντιπαραγωγικές πρωτοβουλίες.

Ο D.Rodrik διατείνεται πως μία σύγχρονη βιομηχανική πολιτική θα πρέπει να είναι «αγνωστικιστική», προωθώντας ιδέες και μεθόδους τις οποίες η χώρα δεν είχε ξαναδοκιμάσει πρωτύτερα. Αν αποτύχουν ορισμένες από αυτές, η χώρα θα έχει αντλήσει μαθήματα από το πείραμα. Η κυβέρνηση πρέπει να διαφοροποιήσει τα στοιχήματά της να εποπτεύει στενά τα αποτελέσματα και να περικόπτει αλύπητα τις απώλειες. Η βιομηχανική πολιτική δεν μπορεί να επιλέξει πρωταθλητές, αλλά πρέπει να απομακρύνει ταχέως τους αποτυχημένους. Μία καταπληκτική επιτυχία θα αποζημιώσει για τις πολλές απώλειες.

Στην ουσία, ο D.Rodrik ζητά από τους τεχνοκράτες των αναδυόμενων οικονομιών να μιμηθούν τους ριψοκίνδυνους επιχειρηματίες της Silicon Valley. Το πρόβλημα στο επίπεδο αυτό έγκειται στο κατά πόσον κάτι τέτοιο είναι εφικτό σε οικονομίες με σημαντική κρατική παρουσία στην λειτουργία τους.

 

* O Φερνάντο Μπαρτολομέ είναι καθηγητής Μάνατζμεντ στο INSEAD και στο Ισπανικό Ινστιτούτο της Επιχείρησης

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v