Τη διαπίστωσή του πως αντί να αμβλύνονται τα προϋπάρχοντα αντικίνητρα στον κλάδο της νηματουργίας, εντείνονται το τελευταίο διάστημα ολοένα και περισσότερο, αναλύει στο Euro2day.gr ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Επίλεκτος Κλωστοϋφαντουργία Ευριπίδης Δοντάς.
Η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ και ο τερματισμός της «διακοψιμότητας» εκτίναξε το ενεργειακό κόστος κατά 40%, την ώρα που μια ακόμη απειλή ανατίμησης επικρέμεται μέσα στους επόμενους μήνες.
Παράλληλα, ο κ. Δοντάς συνδέει τη βιώσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας με την τόνωση των υπαρχουσών παραγωγικών μονάδων και τη δημιουργία νέων. «Δεν μπορεί να στηριχτεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μόνο σε καφετέριες και φαγάδικα» αναφέρει χαρακτηριστικά, συμπληρώνοντας πως «η άρση των υπαρχόντων αντικινήτρων στις νηματουργίες θα μπορούσε να αποφέρει σε ετήσια βάση έως και 6,5 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία, με τη δημιουργία (άμεσα και έμμεσα) τετρακοσίων χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας».
Τέλος, ο πρόεδρος της Επίλεκτος Κλωστοϋφαντουργία αναφέρεται στην πανδημία του κορωνοϊού, σημειώνοντας τις προκύπτουσες επιπτώσεις για τον κλάδο, τονίζοντας ωστόσο πως το πρόβλημα της ελληνικής νηματουργίας δεν εστιάζεται στη ζήτηση της Ευρώπης, αλλά στο πολύ υψηλό κόστος της.
Κύριε Δοντά, η παρέμβασή σας στο πρόσφατο πρώτο Πανελλήνιο Συνέδριο για το Βαμβάκι στη Λάρισα προκάλεσε αίσθηση. Είχατε μιλήσει για έως και 400.000 νέες θέσεις εργασίας στην Ελλάδα μέσα από την καλύτερη εκμετάλλευση του αγροτικού αυτού προϊόντος.
Είχα αναφέρει πως η άρση των υπαρχόντων αντικινήτρων στις νηματουργίες θα μπορούσε να αποφέρει σε ετήσια βάση έως και 6,5 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία, με τη δημιουργία (άμεσα και έμμεσα) τετρακοσίων χιλιάδων νέων θέσεων εργασίας. Τόνισα, πως σήμερα ούτε το 10% της εγχώριας παραγωγής βάμβακος δεν κατευθύνεται στις ελληνικές μεταποιητικές επιχειρήσεις, ενώ το ποσοστό αυτό παλαιότερα έφτανε το 80% ή ακόμη και το 100%. Και είχα αναφερθεί στα δύο μεγαλύτερα εμπόδια για τη νηματουργία που είναι το πολλαπλάσιο σε σχέση με την Ευρώπη ενεργειακό κόστος και το διπλάσιο μη μισθολογικό κόστος.
Γνωρίζω ότι αυτά είναι πολυετή αιτήματα του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Κλωστοϋφαντουργίας. Νομίζετε ότι η νέα κυβέρνηση θα βελτιώσει τα πράγματα;
Δεν θα ήθελα να πολιτικολογήσω. Τα προβλήματα είναι παλιά, ωστόσο κατά τους τελευταίους μήνες διαπιστώνουμε ότι τα πράγματα επιδεινώνονται αντί να βελτιώνονται. Ας πάρουμε για παράδειγμα το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος. Με στόχο να αντιμετωπίσει η ΔΕH τα δικά της διαρθρωτικά προβλήματα ήρθε και αύξησε την τιμή του ρεύματος προς εμάς κατά περίπου 25%! Και αυτό όταν η σημερινή κυβέρνηση προεκλογικά αναφερόταν στην ανάγκη δραστικής μείωσης του συγκεκριμένου κόστους για τις βιομηχανίες. Και σαν να μην έφτανε αυτό, επιβαρυνθήκαμε με μια επιπλέον αύξηση κόστους της τάξεως του 15% (πέρα από αυτή του 25% της ΔΕΗ) λόγω του ότι η «διακοψιμότητα» έληξε στο τέλος του φετινού Ιανουαρίου. Εμείς από την πλευρά μας είχαμε προειδοποιήσει έγκαιρα τους αρμοδίους πως έπρεπε να έχουμε υποβάλλει αίτημα παράτασης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ουσία είναι πως καθυστερήσαμε χαρακτηριστικά και πως ακόμη και σήμερα συζητούμε το τι μπορούμε κάνουμε από εδώ και στο εξής. Όπως εύκολα μπορεί να αντιληφθεί οποιοσδήποτε, ένα ενδεχόμενο αύξησης κατά 40% στο κόστος της ενέργειας πάνω σε ένα τίμημα που ήταν ήδη ήταν πανύψηλο, είναι παράλογο και εξοντωτικό. Όσο όμως κι αν ακουστεί σαν κακόγουστο αστείο, τα προβλήματα του κλάδου με το κόστος του ρεύματος δεν σταματούν ούτε εδώ.
Πριν από δέκα χρόνια, Κοινοτική Οδηγία έδινε τη δυνατότητα σε 15 κλάδους -μεταξύ των οποίων και στην κλωστοϋφαντουργία- να τους επιστρέφονται οι επιβαρύνσεις που χρεώνονταν από τις εκπομπές ρύπων. Αυτό ίσχυσε και στην Ελλάδα για την κλωστοϋφαντουργία από το 2014, έστω και… κουτσουρεμένα. Όμως, στα πλαίσια της ευρωπαϊκής διαβούλευσης για την δεκαετία 2021-2030 οι κλάδοι από 15 έγιναν οκτώ και μάλιστα αφαιρέθηκε η κλωστοϋφαντουργία λόγω κακών χειρισμών που έγιναν, αυτή τη φορά όχι μόνο από ελληνικής πλευράς. Πάντως, μετά τις αντιδράσεις μας και την παράθεση στοιχείων, έχει ξεκινήσει μια νέα διαβούλευση, το αποτέλεσμα της οποίας αισιοδοξώ πως θα είναι θετικό και έτσι θα συνεχίσει να επιστρέφεται και την επόμενη δεκαετία στην κλωστοϋφαντουργία η επιβάρυνση των ρύπων. Ερχόμενος τώρα στο μισθολογικό κόστος, πέρυσι είχαμε αύξηση 11% στους βασικούς μισθούς και φέτος αναμένεται μια νέα επιβάρυνση. Εμείς δεν αντιλέγουμε σε μια τόνωση των αποδοχών των εργαζομένων μας, αλλά τουλάχιστον ας προχωρήσει η κυβέρνηση σε μια γενναία μείωση του μη μισθολογικού κόστους, το οποίο είναι τουλάχιστον διπλάσιο από αυτό των ανταγωνιστών μας. Κάτι τέτοιο όμως δεν φαίνεται να γίνεται.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ελληνική κλωστοϋφαντουργία είναι μη ανταγωνιστική και ότι αργότερα ή γρηγορότερα αναγκαστικά θα αναγκαστεί να κλείσει.
Θα σας απαντήσω με τη γλώσσα των αριθμών. Με βάση τα αποτελέσματα παλαιότερης μελέτης, το κόστος του ρεύματος είναι για την ελληνική νηματουργία και γενικότερα για μια βιομηχανία μέσης τάσης περίπου 150% υψηλότερο από το μέσο όρο της Ευρώπης, με τη διαφορά αυτή να διευρύνεται περαιτέρω όταν η Ελλάδα συγκρίνεται με μη ευρωπαϊκές χώρες. Το όποιο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας είναι αποτέλεσμα της διαφοράς στο ενεργειακό κόστος. Το τελευταίο, αποτελεί σήμερα πάνω από το 40% της προστιθέμενης αξίας μιας ελληνικής νηματουργίας, ποσοστό που θα έπρεπε να ήταν χαμηλότερο και από το 20%. Θα ήθελα όμως να γενικεύσω το θέμα. Υπάρχει σοβαρό ζήτημα στην Ελλάδα για το πώς η χώρα βλέπει το μοντέλο ανάπτυξής της. Θα έπρεπε να έχουμε κατανοήσει -στην πράξη και όχι στα λόγια- ότι η ανάπτυξη έρχεται από τη σταθερά αυξανόμενη παραγωγή και όχι από την πρόσκαιρα ανοδική κατανάλωση. Επίσης, θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι μια παραγωγική μονάδα μέσης τάσης που είναι έντασης ενέργειας και εργατικής απασχόλησης δεν μπορεί να έχει μέλλον στην Ελλάδα με βάση τις τρέχουσες συνθήκες.
Μας λένε να κάνουμε επενδύσεις για να μειώσουμε το κόστος. Γιατί όμως να ξεκινήσεις μια επένδυση με πολύ χειρότερους όρους σε θεμελιώδη μεγέθη σε σύγκριση με τον Τούρκο, τον Γερμανό και οποιονδήποτε άλλο ανταγωνιστή; Πώς μπορείς να είσαι ανταγωνιστικός, όταν τις ίδιες επενδύσεις για μείωση κόστους μπορούν να τις κάνουν και εκείνοι; Ξεκαθαρίζω λοιπόν τα πράγματα και λέω: Η ελληνική νηματουργία μπορεί κάλλιστα να καταστεί ανταγωνιστική, αν οι αρμόδιοι αντιληφθούν επιτέλους πως πρέπει να άρουν τα υπάρχοντα ισχυρά αντικίνητρα. Θα πρέπει να κατανοήσουν επίσης πως η χώρα χρειάζεται τη διατήρηση-ενίσχυση των υπαρχουσών και τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων. Δεν μπορεί να στηριχτεί η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μόνο σε καφετέριες και φαγάδικα…
Ο κορωνοϊός θα επηρεάσει τη ζήτηση των Ευρωπαίων για νήματα;
Θα έλεγα ναι, καθώς μέρος των πελατών του κλάδου έχει περιορίσει τις παραγγελίες του. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε ότι ακόμη και πριν την εμφάνιση του συγκεκριμένου ιού, από το 2018, η οικονομική κατάσταση στην Ευρώπη είχε αρχίσει να επιδεινώνεται. Ωστόσο, η ζήτηση στη λεγόμενη Γηραιά Ήπειρο -ανεξάρτητα από τις εκάστοτε αυξομειώσεις που παρουσιάζει κατά περιόδους- είναι πάρα πολύ μεγάλη σε σύγκριση με την ισχνή εγχώρια παραγωγή. Το πρόβλημα της ελληνικής νηματουργίας δεν είναι η χαμηλή διεθνής ζήτηση, αλλά το πολύ υψηλό κόστος της. Εκεί πρέπει να εστιάσουμε.