Η Νέα Δημοκρατία έχει αποδείξει ότι μπορεί να συνεργαστεί ακόμη και με αντίπαλα κόμματα και ως εκ τούτου εξασφαλίζει την πολιτική σταθερότητα που έχει ανάγκη η χώρα στις 21 Σεπτεμβρίου, υποστηρίζει ο πρώην υπουργός και υποψήφιος βουλευτής Αττικής, κ. Μάκης Βορίδης. Αντιθέτως, εκτιμά ότι η υπερψήφιση ΣΥΡΙΖΑ εγκυμονεί κίνδυνο νέων εκλογών, καθώς η ηγεσία του δεν ξεκαθαρίζει ποια είναι η στρατηγική συμμαχιών του.
Σε κάθε περίπτωση, υποστηρίζει ότι η νέα κυβέρνηση πρέπει να είναι σταθερή και με προοπτική, γεγονός που εξασφαλίζεται μέσα από προγραμματικές συγκλίσεις, τις οποίες δεν βλέπει δυνατές μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ. Παρ' όλα αυτά, εκτιμά πως αν η ψήφος του λαού υποδείξει έναν μεγάλο συνασπισμό, η ΝΔ έχει ξεκάθαρα αποδεχθεί μια τέτοια προοπτική, παραχωρώντας ακόμη και την πρωθυπουργία. «Το βάρος φεύγει από εμάς και πέφτει στον ΣΥΡΙΖΑ», καταλήγει.
Υπογραμμίζει ότι η ευθύνη της νέας κυβέρνησης δεν εξαντλείται μόνον στην εκτέλεση των όρων του μνημονίου, για το οποίο υπογραμμίζει ότι «όλοι έχουν δεσμευθεί τουλάχιστον ρηματικώς», αφήνοντας αιχμές κατά του ΣΥΡΙΖΑ για το παράλληλο πρόγραμμα και τις υποσχέσεις επαναδιαπραγμάτευσης. Σύμφωνα με τον ίδιο, ζητήματα όπως η εγκληματικότητα, η λαθρομετανάστευση, η δικαιοσύνη και η παιδεία, τα οποία ελέγχονται σε μικρότερο βαθμό από το μνημόνιο, αποτελούν προτεραιότητες.
Όσον αφορά ειδικότερα στο μεταναστευτικό κατηγορεί ευθέως την πολιτική ΣΥΡΙΖΑ, πως «υποσχέθηκε ταξιδιωτικά έγγραφα» χωρίς όρους και προϋποθέσεις προς τους μετανάστες, εκτρέποντας τη ροή προς τη χώρα μας. «Τους είπαμε: Ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Μοιράζουμε και χαρτιά. Κι αυτοί ήρθαν».
Χαρακτηρίζει τα κέντρα κράτησης μεταναστών ως μια αναγκαία πρακτική ελέγχου -η οποία παραδέχεται ότι στις παρούσες συνθήκες δεν θα μπορούσαν να διαχειριστούν τον όγκο λαθρομεταναστών-, ώστε το κράτος να μπορεί να αποδώσει status στους συγκεκριμένους ανθρώπους αλλά και να προστατεύει αποτελεσματικά από κινδύνους για τη δημόσια υγεία και την ασφάλεια.
Σε ό,τι αφορά στο μνημονιακό σκέλος των υποχρεώσεων της χώρας, σημειώνει πως η επόμενη κυβέρνηση οφείλει να εφαρμόσει σωστά τους όρους, ώστε να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. «Πέρα από τη δημοσιονομική προσαρμογή, ποιος θα εφαρμόσει αξιόπιστα και σωστά το τμήμα που αφορά στις μεταρρυθμίσεις;» αναρωτιέται, εξηγώντας πως αν δεν επιτύχει η προσπάθεια, θα επιτρέψουμε σε νέα δημοσιονομική πίεση και στον φαύλο κύκλο επιβολής πρόσθετων φόρων.
Παραδέχεται ότι «η ταχύτητα προσαρμογής στις μεταρρυθμίσεις είναι μεγάλο θέμα» και υποστηρίζει πως το λάθος των προγραμμάτων για την ελληνική οικονομία ήταν ότι υπήρξαν πολύ επιθετικά. Αναφέρει επίσης ότι όταν έχουν συσσωρευτεί κακές πρακτικές επί μακρόν, ευλόγως η κοινωνία αντιστέκεται. Ωστόσο καταγράφει στα θετικά τον δρόμο που έχει διανύσει η ελληνική πολιτεία τα τελευταία χρόνια στον τομέα των μεταρρυθμίσεων.
Ως άμεση προτεραιότητα, πέρα από τα βασικά βήματα στην οικονομία που περιλαμβάνουν την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και την εκμετάλλευση όποιων αναπτυξιακών πόρων, βάζει τη βελτίωση της δομής του Δημοσίου, γιατί μ' ένα «κακό» Δημόσιο, ούτε η ιδιωτική οικονομία μπορεί να λειτουργήσει.