Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, η αποταμίευση των νοικοκυριών και των μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων που εξυπηρετούν νοικοκυριά (ΜΚΙΕΝ) παρέμεινε αρνητική και ίση με -8,1% το 1ο τρίμηνο του 2024 έναντι -2,2% το 1ο τρίμηνο του προηγούμενου χρόνου, καθώς η τελική κατανάλωση ξεπέρασε εκ νέου το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα.
Σημειωτέον ότι η τελική καταναλωτική δαπάνη τους αυξήθηκε κατά 6,9% σε 38 δισ. ευρώ το 1ο τρίμηνο του 2024, έναντι 35,5 δισ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο το 2023.
Βλέπουμε δηλαδή στην αποταμίευση των νοικοκυριών και των ΜΚΙΕΝ να επικρατεί η ίδια τάση από το 2012, δηλαδή μπήκαμε αισίως φέτος στο 13ο έτος.
Οι εξηγήσεις που δίνονται για το φαινόμενο είναι τρεις. Πρώτον, τα νοικοκυριά δανείζονται χρήματα για να διατηρήσουν και να αυξήσουν την καταναλωτική δαπάνη τους. Δεύτερον, τα νοικοκυριά μειώνουν τις υφιστάμενες καταθέσεις τους. Τρίτον, η έξτρα κατανάλωση τροφοδοτείται από αδήλωτα εισοδήματα.
Τα διαθέσιμα στοιχεία για τα δάνεια προς τα νοικοκυριά δεν δικαιώνουν την πρώτη εξήγηση. Ακόμη, οι καταθέσεις των νοικοκυριών και των ΜΚΙΕΝ αυξήθηκαν κατά 4 δισ. ευρώ περίπου το 1ο τρίμηνο του τρέχοντος έτους σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό και υπερκάλυψαν την αύξηση της τελικής καταναλωτικής δαπάνης που ήταν 2,5 δισ. ευρώ.
Προφανώς, η καταγραφόμενη αρνητική αποταμίευση εξηγείται πειστικά από τα αδήλωτα εισοδήματα της παραοικονομίας. Από τα προσωπικά φροντιστήρια των μαθητών μέχρι τα φακελάκια των γιατρών, τα «μαύρα» των επαγγελμάτων της οικοδομής, του τουρισμού και τόσα άλλα.
Υπενθυμίζουμε ότι η ΑΑΔΕ προχώρησε πέρυσι σε διασταύρωση των δηλωθέντων εισοδημάτων για 3,8 εκατ. φορολογικές δηλώσεις σε αντιπαραβολή με τα διαθέσιμα στοιχεία για δαπάνες και εντοπίσθηκαν 440 χιλ. φορολογούμενοι με αποκλίσεις.
Όπως ανέφεραν τα σχετικά ρεπορτάζ, το δίμηνο Φεβρουαρίου-Μαρτίου, οι ανωτέρω φορολογούμενοι ήταν, ως επί το πλείστον, επαγγελματίες οι οποίοι δήλωσαν εισοδήματα κάτω από 10 χιλ. ευρώ το 2022, αλλά οι δαπάνες τους ήταν πολλαπλάσιες. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι δαπάνες έφθαναν τις 150 χιλ. και 300 χιλ. ευρώ. Κάπου 20 χιλ. εξ αυτών θα καλούνταν να δώσουν εξηγήσεις και κάποιοι ίσως δικαιολογούσαν τις επιπλέον δαπάνες με πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων. Όμως, δεν υπάρχει νεότερη ενημέρωση σχετικά με τις ανωτέρω έρευνες.
Ο πραγματικός αριθμός είναι ενδεχομένως μεγαλύτερος των 440 χιλ. καθώς δεν περιελήφθησαν όλες οι δαπάνες των νοικοκυριών και πολλοί φορολογούμενοι είναι υποψιασμένοι και δεν χρησιμοποιούν πιστωτικές κάρτες κ.λπ. για αγορές όπου μπορούν. Εξηγεί, πάντως, σε σημαντικό βαθμό την αρνητική αποταμίευση των νοικοκυριών καθώς τα αδήλωτα εισοδήματα τροφοδοτούν την κατανάλωση.
Ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας, είχε αναφέρει σε ομιλία του το περασμένο φθινόπωρο ότι το μέγεθος της παραοικονομίας εκτιμάτο στο 21% του ΑΕΠ, με βάση τα στοιχεία του 2021.
Παρά την πρόοδο που έχει γίνει με την επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών σε περισσότερες δραστηριότητες και τη μείωση της «τρύπας» στο ΦΠΑ, δηλαδή τη διαφορά των προσδοκώμενων από τα πραγματικά έσοδα ΦΠΑ, στα 3 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία του 2020, η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει για να φθάσει τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Όμως, για να είναι πιο πειστική η όποια προσπάθεια περιορισμού της φοροδιαφυγής και ευρύτερης αποδοχής σε μια εθισμένη κοινωνία, θα πρέπει να συνοδεύεται από διαφάνεια, λογοδοσία και στόχους και στην πλευρά των κρατικών δαπανών.
Εδώ είμαστε για να καταγράφουμε τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά κάθε προσπάθειας.
Oι απόψεις που διατυπώνονται σε ενυπόγραφο άρθρο γνώμης ανήκουν στον συγγραφέα και δεν αντιπροσωπεύουν αναγκαστικά, μερικώς ή στο σύνολο, απόψεις του Euro2day.gr.