Θα μάθει η ΕΚΤ από τα λάθη της, αναρωτιέται η WSJ

Τα λάθη της ΕΚΤ, τα οποία οδήγησαν σε διάψευση των προσδοκιών σε ό,τι αφορά την ευρωπαϊκή οικονομία τα τελευταία χρόνια επισημαίνει σε σημερινό της δημοσίευμά η Wall Street Journal, ενώ προχωρά τόσο σε προβλέψεις για την πορεία στο 2003, όσο και σε συγκεκριμένες ”παραινέσεις” προς τους αξιωματούχους της ΕΚΤ.

Θα μάθει η ΕΚΤ από τα λάθη της, αναρωτιέται η WSJ
Τα δύο τελευταία χρόνια, η ανάπτυξη την Ευρωζώνη ανήλθε σε ποσοστά σημαντικά χαμηλότερα από αυτά που ανέμεναν, στις αρχές κάθε έτους, τόσο οι αξιωματούχοι- υπεύθυνοι για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, όσο και οι αναλυτές, αναφέρει, μεταξύ άλλων, σε δημοσίευμά της η Wall Street Journal.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι οι... ”προγνώστες” έμαθαν από τα λάθη τους, καθώς το 2003 φαίνεται ότι θα τους εκπλήξει δυσάρεστα για ακόμα μια φορά, αναφέρει το δημοσίευμα.

Αν θέλουμε να ανιχνεύσουμε προς τα πού οδεύει η οικονομία της ευρωζώνης, πρέπει να βρούμε τα αίτια που οδηγούν στο ”χάσμα” ανάμεσα στις προβλέψεις και την πραγματικότητα, υποστηρίζει η Wall Street Journal. Αυτό με τη σειρά του, θα μας οδηγήσει στο να δούμε εάν η πολιτική της ΕΚΤ συνάδει με τις παρούσες οικονομικές συνθήκες.

Αν και η αναπάντεχα ασθενής παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη μπορεί να δικαιολογήσει την ”αναπτυξιακή απογοήτευση” στην ευρωζώνη το 2001, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο και για το 2002, επισημαίνεται στο δημοσίευμα της WSJ.

Το κύριο χαρακτηριστικό των επιδόσεων σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη σε παγκόσμιο επίπεδο σε σύγκριση με τις προβλέψεις στην αρχή του έτους είναι η υπέρβαση των προσδοκιών σε ΗΠΑ και Ασία.

Αναλυτικότερα, οι ρυθμοί ανάπτυξης για ΗΠΑ και Ασία ανήρθαν, το 2002, στο 2,4% και στο 2,3% αντίστοιχα, έναντι προβλέψεων για ανάπτυξη 0,9% και 0,6% στις αρχές του έτους. Στην ευρωζώνη ωστόσο, η ανάπτυξη κυμάνθηκε σε επίπεδα 0,5% χαμηλότερα των προβλέψεων.

Οι λανθασμένες κρίσεις που οδήγησαν σε λανθασμένη εκτίμηση της ανάπτυξης στην ευρωζώνη το 2002 είναι, σύμφωνα με την έγκριτη εφημερίδα, τρεις: η υπόθεση ότι η υποτίμηση του ευρώ θα συνεισέφερε σημαντικά στην ανάπτυξη, η υπόθεση ότι η άφιξη των νομισμάτων και χαρτονομισμάτων του ευρώ δεν επέδρασε κατά πολύ στη διαμόρφωση των τιμών, και η αντίληψη ότι η οικονομία, στα τέλη της ”επέκτασης” της δεκαετίας του 1990 ήταν ισορροπημένη.

Αναλυτικότερα, η Wall Street Journal επισημαίνει ότι αν και η εξασθένιση του ευρώ την περίοδο 1999- 2000 βοήθησε σε κάποιο βαθμό την ανάπτυξη στο 2001 και το 2002, η θετική συνεισφορά της υποχώρησης του κοινού νομίσματος ήταν πολύ μικρότερη απ’ ότι περίμεναν οι περισσότεροι.

Φαίνεται, ότι λόγω της απουσίας σημαντικών διαρθρωτικών αλλαγών, οι ευρωπαϊκές εταιρίες δεν κατάφεραν να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με τον ”εξωευρωπαικό” ανταγωνισμό. Ως εκ τούτου, ”η ευρωζώνη χρειάζεται τη διολίσθηση του ευρωπαϊκού νομίσματος μόνο και μόνο για να διατηρήσει το μερίδιο στην αγορά”.

Ένας άλλος λόγος των απογοητευτικών, σε σύγκριση με τις προβλέψεις, επιδόσεων της ευρωζώνης στο 2002 είναι και η άφιξη των νομισμάτων και χαρτονομισμάτων του ευρώ, γεγονός που αύξησε τις τιμές.

Η αλλαγή του νομίσματος, αναφέρει η WSJ, επέδρασε διττά στην ανάπτυξη: κατά πρώτον, μείωσε την καταναλωτική δύναμη των ευρωπαϊκών, νοικοκυριών, και κατά δεύτερον οδήγησε σε λανθασμένη αποτίμηση της ”αναπτυξιακής ώθησης” που προέρχεται από την νομισματική πολιτική της ΕΚΤ.

Η ΕΚΤ, σύμφωνα με τη Wall Street Journal, πίστευε ότι η νομισματική της πολιτική για το 2002 ήταν αναπτυξιακή, ενώ στην πραγματικότητα ήταν ουδέτερη, καθώς ο πραγματικός πληθωρισμός ανήρθε σε διπλάσια επίπεδα από τα επίσημα, λόγω της ανόδου των τιμών από την υιοθέτηση του ευρώ, η οποία ”υποτιμήθηκε” από τους ευρωπαίους αξιωματούχους.

Εξάλλου, υπήρχε και η αντίληψη ότι η ευρωπαϊκή οικονομία είναι περισσότερο ”ισορροπημένη” σε σχέση με αυτή των ΗΠΑ, καθώς πιστευόταν ότι οι ισολογισμοί των εταιριών δεν ήταν τόσο ”φουσκωμένοι” όσο αυτοί των εταιριών στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ενώ και το εμπορικό ισοζύγιο εμφανιζόταν ευνοϊκό.

Ωστόσο, ο μεγάλος περιορισμός του κόστους και του δανεισμού των ευρωπαϊκών εταιριών τα τελευταία δύο χρόνια δείχνει με τον καλύτερο τρόπο ότι η οικονομική τους θέση δεν ήταν τόσο ”ρόδινη”, όσο πιστευόταν στο τέλος της δεκαετίας του 1990, γεγονός που οδήγησε σε βαθμιαία αναπροσαρμογή των ισολογισμών τους.

Οι δύο από τους παραπάνω παράγοντες που οδήγησαν σε λανθασμένες προβλέψεις στα προηγούμενα χρόνια- το ”σοκ” για τα εισοδήματα και η αναπροσαρμογή των ισολογισμών των εταιριών, σχεδόν θα εκλείψουν μέσα στο 2003.

Ωστόσο, με τα πραγματικά επιτόκια να είναι πολύ υψηλά και το ευρώ να προσεγγίζει τα όρια του υπερτιμημένου, η ανάκαμψη στο δεύτερο εξάμηνο του έτους θα είναι περιορισμένη, εκτιμά η Wall Street Journal.

Αν και η ΕΚΤ δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις εθνικές κυβερνήσεις, των οποίων οι δημοσιονομικές πολιτικές ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την ”χλιαρή” ανάπτυξη στην ευρωζώνη, μπορεί να χαλαρώσει τη νομισματική της πολιτική, δίνοντας στην Eυρώπη την αναπτυξιακή ευκαιρία που της αξίζει και προετοιμάζοντας το έδαφος για μια ”θετική” έκπληξη αναφορικά με την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας στο 2003, καταλήγει το δημοσίευμα.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v