Η σουηδική εταιρεία είσπραξης χρεών Intrum AB, η οποία δραστηριοποιείται και στην Ελλάδα, είδε τη μακροπρόθεσμη πιστοληπτική της ικανότητα να υποβαθμίζεται βαθύτερα στην κατηγορία «σκουπίδια» από την S&P, εξέλιξη, που όπως σχολιάζει το Bloomberg δημιουργεί περαιτέρω πίεση στην προσπάθεια να διορθώσει τα οικονομικά της.
Η σκανδιναβική εταιρεία εργάστηκε για την απομόχλευση του «τεντωμένου» ισολογισμού της τους τελευταίους μήνες και πριν από δύο εβδομάδες πούλησε 785 εκατομμύρια δολάρια από τα περιουσιακά της στοιχεία σε θυγατρικές της Cerberus Capital Management.
Η πιστοληπτική ικανότητα της Intrum μειώθηκε κατά μια κλίμακα σε BB- από BB τη Δευτέρα, με την S&P να λέει ότι η πώληση αποδυναμώνει τη μόχλευση καθώς «πιέζει» τη δημιουργία κερδών προ τόκων, φόρων και αποσβέσεων.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Intrum, Andres Rubio, δήλωσε στις 25 Ιανουαρίου ότι η εταιρεία παραμένει δεσμευμένη να μειώσει τον δείκτη μόχλευσης στις 3,5 φορές νωρίτερα, εστιάζοντας στην κερδοφορία το 2024 και το 2025. Αυτή τη στιγμή ο δείκτης είναι περίπου 4,4x.
Οι προοπτικές για το χρέος της Intrum είναι πλέον σταθερές μετά την υποβάθμιση, με την S&P να υποστηρίζει ότι αναμένει ότι η εταιρεία «θα συνεχίσει να εφαρμόζει την αναθεωρημένη επιχειρηματική της στρατηγική και ότι το οικονομικό της προφίλ θα σταθεροποιηθεί μετά τη συναλλαγή».
Τα σενάρια που μπορεί να οδηγήσουν σε περαιτέρω υποβάθμιση περιλαμβάνουν πιθανή σημαντική μείωση στη δημιουργία εσόδων, απώλεια ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος έναντι των ομοτίμων ή — λιγότερο πιθανή περίπτωση — επιδείνωση της θέσης ρευστότητας της Intrum εάν δεν είναι σε θέση να «αναχρηματοδοτήσει ενεργά τις σημαντικές λήξεις» έως το 2026, σημείωσε ο οίκος αξιολόγησης.