Η κατάρρευση του γερμανικού κυβερνητικού συνασπισμού στις αρχές Νοεμβρίου μπορεί να μην είναι μόνο απόρροια της γενικευμένης δυσαρέσκειας για τον υψηλό πληθωρισμό που έπληξε όλους τους κυβερνώντες στις χώρες της Δύσης αλλά να σηματοδοτεί και το τέλος ενός ξεπερασμένου οικονομικού μοντέλου.
Το γερμανικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 0,3% το 2023 ενώ είναι πιθανό να κινηθεί οριακά χαμηλότερα και το 2024. Την ίδια στιγμή, η βαριά βιομηχανία της χώρας βρίσκεται σε παρατεταμένη κρίση, χτυπημένη από την απώλεια της φθηνής ρωσικής ενέργειας, τη μείωση της ζήτησης και τον υψηλό ανταγωνισμό από την Κίνα.
H Volkswagen κατέληξε σε συμφωνία με τους εργαζομένους για πρωτοφανές πάγωμα μισθών στη Γερμανία και συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού κατά 35.000 ως το 2030. Tον Δεκέμβριο η Bosch ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει σε περικοπές 8.250 θέσεων εργασίας τα επόμενα χρόνια ενώ τον Νοέμβριο η Thyssenkrupp είχε ανακοινώσει σχέδια για «τσεκούρι» σε 11.000 θέσεις εργασίας. Τον Αύγουστο η Daimler ανέφερε ότι θα παγώσει τις προσλήψεις και θα μειώσει τις ώρες εργασίας των εργαζομένων.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και οικονομικό αναλυτή Βόλφγκανγκ Μουντσάου η κρίση της γερμανικής οικονομίας οφείλεται στο ότι η χώρα δεν κατάφερε να κάνει το άλμα από την αναλογική στην ψηφιακή εποχή.
Όπως υποστηρίζει στο βιβλίο του Kaput, η οικονομία της Γερμανίας στηριζόταν στις εξαγωγές και στην επίτευξη μεγάλων εμπορικών πλεονασμάτων. Το πολιτικό σύστημα πριμοδοτούσε τους βιομηχανικούς κολοσσούς της χώρας με αντάλλαγμα τη διασφάλιση καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας. Η Γερμανία παρείχε δίκτυα υποστήριξης για υφιστάμενες εταιρείες αλλά όχι για start-ups. Δεν διέθετε ανεπτυγμένη αγορά venture capital και κεφαλαιακές αγορές που θα τους επέτρεπαν να αναπτυχθούν γρήγορα. Οι επιδοτήσεις κατευθύνονταν σε μεγάλες εταιρείες και όχι σε νέους επιχειρηματίες.
Το αποτέλεσμα ήταν η γερμανική οικονομία να εξαρτάται υπερβολικά από έναν πολύ μικρό αριθμό βιομηχανιών και από το εμπόριο φυσικών αγαθών. Ο τομέας των υπηρεσιών παρέμεινε ατροφικός. Αυτός είναι ο λόγος που η Γερμανία ανέπτυξε στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία για το φυσικό αέριο και την Κίνα στο εμπόριο και τις επενδύσεις.
Η εξάρτηση από έναν μικρό αριθμό παραδοσιακών βιομηχανιών είχε σαν αποτέλεσμα η Γερμανία να μείνει πίσω και τεχνολογικά. Η μηχανή εσωτερικής καύσης, το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο και ο λύχνος υγραερίου ανακαλύφθηκαν από Γερμανούς. Δεν συνέβη το ίδιο και με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, το έξυπνο κινητό και το ηλεκτρικό αυτοκίνητο.
Η χώρα έχει ένα από τα χειρότερα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, oι γιατροί χρησιμοποιούν ακόμα το φαξ και υπάρχουν πολλά μαγαζιά που δέχονται μόνο μετρητά, επισημαίνει στο βιβλίο του ο Μουντσάου.
Σε συνέντευξή του στο Bloomberg την περασμένη εβδομάδα ο Μουντσάου τόνισε ότι η κρίση της γερμανικής οικονομίας δεν είναι κυκλική αλλά διαρθρωτική. Είναι μια κρίση του γερμανικού οικονομικού μοντέλου και όχι μια δημοσιονομική κρίση. «Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι. Πρόκειται για μια οικονομία που στηρίζεται σε ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο γίνεται ολοένα και πιο ξεπερασμένο. Η μεταρρύθμιση του φρένου του χρέους δεν θα το λύσει αυτό» υπογράμμισε ο Μουντσάου αναφερόμενος στις συζητήσεις που έχουν ξεκινήσει στη Γερμανία για τη μεταρρύθμιση του νόμου που περιορίζει τη δυνατότητα των κυβερνήσεων να δανειστούν πάνω από ένα συγκεκριμένο όριο.
«Πριν από 20 χρόνια, την τελευταία φορά που η Γερμανία θεωρούνταν ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης, διατηρούσε ακόμα τα πρωτεία όσον αφορά την τεχνολογία. Οι βιομηχανίες της βρίσκονταν στην αιχμή της τεχνολογίας σε όλους τους τομείς. Είχαν κάποια ζητήματα ανταγωνιστικότητας αλλά όχι πρόβλημα με το προϊόν που πουλούσαν. Σήμερα έχουν πρόβλημα με το προϊόν που πουλάνε γιατί δεν κατόρθωσαν να ακολουθήσουν την ψηφιακή επανάσταση. Η Γερμανία είναι ξεκάθαρο ότι δεν έχει ηγετική θέση σε οτιδήποτε έχει σχέση με την τεχνολογία αιχμής. Δεν έχει καμία τεχνολογική εταιρεία αιχμής» ανέφερε ο Μουντσάου σε συνέντευξή του στον ιστότοπο Brussels Signal.
«Είναι μια χώρα που έχει κολλήσει στην τεχνολογία του 20ου αιώνα. Έχει βελτιστοποιήσει αυτή την τεχνολογία. Είναι δύσκολο να ξεπεράσει κανείς τα γερμανικά βενζινοκίνητα και πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα αλλά τα αυτοκίνητα αυτά δεν είναι το μέλλον. Οι Γερμανοί δεν επένδυσαν στα ηλεκτροκίνητα αυτοκίνητα. Δεν έκαναν σίγουρα επενδύσεις στην εξέλιξη λογισμικού και εκεί υστερούν. Δεν είναι κάτι που μπορεί να διορθώσει εύκολα η κυβέρνηση με τις πολιτικές της» τόνισε.
Το ανησυχητικό σύμφωνα με τον Μουντσάου είναι ότι το γερμανικό πολιτικό σύστημα και το επιχειρηματικό κατεστημένο εξακολουθούν να μην αντιλαμβάνονται ότι το μοντέλο αυτό πρέπει να αλλάξει.
Όπως υποστηρίζει, υπάρχει διαχρονικά μια διστακτικότητα στη Γερμανία να υιοθετηθεί η ψηφιακή επανάσταση το οποίο έχει να κάνει με μια βαθύτερη κουλτούρα και με τον τρόπο που βλέπουν οι Γερμανοί τον εαυτό τους. Σύμφωνα με τον Μουντσάου, όταν συνέβη η ψηφιακή επανάσταση οι ελίτ της Γερμανίας δεν θεώρησαν ότι θα αποδειχθεί τόσο καταλυτική.« Έβλεπαν τα προϊόντα της ψηφιακής τεχνολογίας κάπως σαν παιχνίδια. Οι Γερμανοί κατασκεύαζαν βαρύ μηχανολογικό εξοπλισμό και μετά είχες αυτά τα κινητά τηλέφωνα, συσκευές ψυχαγωγίας. Βασικά δεν τα πήραν και πολύ στα σοβαρά. Και ένιωθαν ότι τα γερμανικά αυτοκίνητα ήταν τόσο τέλεια που τίποτα δεν μπορούσε να τα αντικαταστήσει. Υπήρχε αλαζονεία και μια γενικότερη έλλειψη κατανόησης της ψηφιακής επανάστασης» υπογράμμισε στο Brussels Signal.
Στη συνέντευξή του στο Bloomberg o Μουντσάου υποστήριξε ότι η Γερμανία εξακολουθεί να θέλει να πάει πίσω στο μοντέλο με τα υψηλά εμπορικά πλεονάσματα και τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. «Το παράδειγμα αυτό εξακολουθεί να είναι κυρίαρχο σε όλα τα πολιτικά κόμματα. Δεν γίνεται κάποια συζήτηση για αυτό. Το μόνο για το οποίο γίνεται συζήτηση είναι το πως θα γίνει καλύτερη διαχείριση της οικονομίας του 20ου αιώνα. Όλα έχουν να κάνουν με μηχανές. Όλα έχουν να κάνουν με τη βαριά βιομηχανία. Όταν ο Σολτς καλεί επιχειρηματίες για συνομιλίες στο γραφείο του προέρχονται συνήθως από την αυτοκινητοβιομηχανία, τη βιομηχανία χημικών προϊόντων και τη χαλυβουργία. Δεν μιλάνε ποτέ για την ψηφιακή οικονομία. Δεν μιλάνε για την τεχνητή νοημοσύνη. Κανείς στο Βερολίνο δεν μιλά για τους κβαντικούς υπολογιστές.