Ο στρατηγικός αναλυτής της Bank of America Michael Hartnett επανέλαβε τη θέση του για πώληση αμερικανικών μετοχών, λέγοντας ότι η τεχνολογία και η τεχνητή νοημοσύνη σχηματίζουν μια φούσκα. Την ίδια ώρα, οι αυξήσεις επιτοκίων της Federal Reserve ενδέχεται να μην έχουν τελειώσει, με τις αυξανόμενες αποδόσεις των ομολόγων να αποτελούν κίνδυνο.
Οπως μεταδίδει το Bloomberg, ο Hartnett, ο οποίος προέβλεψε σωστά πέρυσι ότι οι φόβοι ύφεσης θα πυροδοτούσαν μια έξοδο από τις μετοχές, συστήνει πώληση για τον S&P 500 στις 4.200, που είναι το τρέχον επίπεδο του δείκτη.
Εάν η Fed σταματήσει «εσφαλμένα» τις αυξήσεις επιτοκίων φέτος, οι αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων θα αυξηθούν πάνω από το 4%, «και σε αυτή την περίπτωση σίγουρα δεν θα έχουμε δει την τελευταία αύξηση επιτοκίων αυτού του κύκλου της Fed», έγραψαν οι στρατηγικοί αναλυτές με επικεφαλής τον Hartnett.
Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου των ΗΠΑ διαπραγματεύεται περίπου στο 3,6% σήμερα Παρασκευή, έχοντας σημειώσει άνοδο την περασμένη εβδομάδα, εν μέσω της συζήτησης για το ανώτατο όριο του χρέους.
Η BofA είπε ότι η τεχνητή νοημοσύνη προς το παρόν είναι μια «μίνι φούσκα» (baby bubble), σημειώνοντας ότι στο παρελθόν οι φούσκες ξεκινούσαν πάντα με «εύκολο χρήμα» και τελείωναν με αυξήσεις επιτοκίων.
Eπικαλείται το μάθημα από το 1999, όταν το ράλι στις μετοχές του διαδικτύου (φούσκα dot-com) και τα ισχυρά οικονομικά δεδομένα προκάλεσαν την επανεκκίνηση της νομισματικής σύσφιξης στη Fed, με τη φούσκα στις μετοχές τεχνολογίας να σκάει εννέα μήνες αργότερα.
Ο μεγαλύτερος «πόνος στο trading» τους επόμενους 12 μήνες θα ήταν αν τα επιτόκια της Fed αυξηθούν στο 6% αντί να υποχωρούν στο 3%, δεδομένου ότι η αγορά αναμένει μειώσεις επιτοκίων, σύμφωνα με τους αναλυτές στρατηγικής.
Οι μετοχές τεχνολογίας είχαν εισροές για πέμπτη εβδομάδα, ενώ των χρηματοοικονομικών σημείωσαν τρίτη εβδομάδα εκροών και των ΑΕΕΑΠ (REIT) είχαν τις μεγαλύτερες εκροές τους από τον Νοέμβριο του 2022, δήλωσε η BofA, επικαλούμενη στοιχεία της EPFR Global.
Συνολικά, τα μετοχικά αμοιβαία κεφάλαια είχαν εκροές 7,7 δισεκατομμυρίων δολαρίων την εβδομάδα έως τις 17 Μαΐου, ενώ τα ομόλογα είχαν εισροές τις τελευταίες οκτώ εβδομάδες.