Η αγορά πετρελαίου κινδυνεύει από ένα ακόμη πλεόνασμα το 2017, χωρίς την επίτευξη συμφωνίας του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής, καθώς παραγωγοί από όλο τον κόσμο αυξάνουν την προσφορά και η ανάπτυξη της ζήτησης επιβραδύνεται, επεσήμανε σήμερα ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (International Energy Agency - IEA).
Στο πλαίσιο της μηνιαίας έκθεσής της για την αγορά πετρελαίου, η IEA γνωστοποίησε πως η παγκόσμια προσφορά αυξήθηκε κατά 800.000 βαρέλια την ημέρα τον Οκτώβριο, σε 97,8 εκατ. βαρέλια/ημέρα, λόγω των επιπέδων παραγωγής-ρεκόρ από τον ΟΠΕΚ, αλλά και επειδή την παραγωγή τους αύξησαν και άλλοι παραγωγοί όπως η Ρωσία, η Βραζιλία, ο Καναδάς και το Καζακστάν.
Ο Οργανισμός με έδρα στο Παρίσι διατήρησε την πρόβλεψή του για την ανάπτυξη της ζήτησης το 2016 στο 1,2 εκατ. βαρέλια την ημέρα, ενώ αναμένει πως η κατανάλωση θα αυξηθεί με τον ίδιο ρυθμό τον επόμενο χρόνο, έπειτα από σταδιακή επιβράδυνση από το peak πέντε ετών του 1,8 εκατ. βαρελιών/ημέρα το 2015.
Ενόψει της συνάντησης των μελών του καρτέλ στο τέλη Νοεμβρίου, η IEA σχολίασε πως «όποια κι αν είναι η έκβαση, η συνάντηση της Βιέννης θα έχει μεγάλο αντίκτυπο στην τελική -και πολλές φορές αναβληθείσα- εξισορρόπηση της αγοράς πετρελαίου».
«Αν δεν επιτευχθεί συμφωνία και κάποια μεμονωμένα μέλη συνεχίσουν να αυξάνουν την παραγωγή τους, τότε η αγορά θα παραμείνει σε πλεόνασμα σε όλη τη διάρκεια του έτους, με ελάχιστες προοπτικές να ενισχυθούν οι τιμές του πετρελαίου σημαντικά υψηλότερα. Στην πραγματικότητα, αν το πλεόνασμα στην προσφορά παραμείνει το 2017, θα υπάρξει κάποιος κίνδυνος οι τιμές να υποχωρήσουν ξανά», πρόσθεσε.
Η ΙΕΑ εκτιμά πως η παραγωγή εκτός ΟΠΕΚ θα αυξηθεί κατά 500.000 βαρέλια την ημέρα τον επόμενο χρόνο, έναντι πτώσης 900.000 βαρελιών/ημέρα φέτος, το οποίο σημαίνει πως τα αποθέματα μάλλον θα αυξηθούν και πάλι το 2017, αν δεν μειώσει ο ΟΠΕΚ.
«Αυτό σημαίνει ότι το 2017 θα μπορούσε να είναι άλλος ένας χρόνος αμείλικτης ανάπτυξης της παγκόσμιας προσφοράς πετρελαίου, παρόμοιας με αυτή που είδαμε το 2016», κατέληξε ο Οργανισμός, εκτιμώντας παράλληλα ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν ελάχιστες ενδείξεις ότι η οικονομική δραστηριότητα είναι αρκετά εύρωστη για να οδηγήσει σε υψηλότερη ζήτηση πετρελαίου.