Βρυξέλλες και Βερολίνο επισκέπτεται αυτή την εβδομάδα ο επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι, για να μεταφέρει το επείγον μήνυμα πως οι κυβερνήσεις πρέπει να δράσουν ώστε να ενισχύσουν την οικονομία. Στη γερμανική πρωτεύουσα, μάλιστα, εκτιμάται πως θα μεταφέρει ένα ακόμα πιο ιδιαίτερο μήνυμα: Ξοδέψτε περισσότερα, τώρα.
Όπως μεταδίδει το Bloomberg, ο πρόεδρος της ΕΚΤ θα καταθέσει ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σήμερα, ενώ την Τετάρτη θα μιλήσει σε κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίαση Γερμανών βουλευτών. Μια από τις ανησυχίες του είναι πως οι κυβερνήσεις αργούν πολύ να εφαρμόσουν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ μια ακόμα ανησυχία είναι πως, ακόμα και αν επιταχύνουν, τα οφέλη θα χρειαστούν χρόνια για να φανούν.
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης, ο Ντράγκι θεωρεί πως διαθέτει πλεονάσματα τέτοια που δίνουν στην κυβέρνηση Μέρκελ το δημοσιονομικό περιθώριο να αυξήσει τη ζήτηση άμεσα. Το Βερολίνο, ωστόσο, βλέπει διαφορετικά τα πράγματα, εκτιμώντας, μεταξύ άλλων, πως οι κυβερνητικές δαπάνες υπερβαίνουν τις καταναλωτικές δαπάνες εδώ και περισσότερο από έναν χρόνο.
Όπως σχολιάζει στο Bloomberg ο επικεφαλής οικονομολόγος της Union Investment Privatfonds, David Milleker, «αν βγάλεις την κατανάλωση και τις κατασκευές, τότε η Γερμανία θα είχε ελάχιστη ανάπτυξη». «Θα μπορούσαμε να κάνουμε περισσότερα, όμως δεν μπορείς να κατηγορήσεις την κυβέρνηση που δεν κάνει τίποτα, όχι πλέον».
Ωστόσο, η ΕΚΤ θέλει οι πολιτικοί να εντείνουν τις προσπάθειες. Η νομισματική πολιτική έχει ήδη «τεντωθεί», όμως τα στοιχεία που θα ανακοινωθούν αυτή την εβδομάδα προβλέπεται ότι θα δείξουν πως ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη κινείται στο μόλις 0,4%, πολύ χαμηλότερα του στόχου της ΕΚΤ, με τον πληθωρισμό στη Γερμανία λίγο υψηλότερα, στο 0,5%. Η ανεργία στην ευρωζώνη πιθανότατα μειώθηκε στο 10% τον Αύγουστο από 10,1% τον Ιούλιο, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Bloomberg.
Παράλληλα, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανησυχεί για τον βραδύ ρυθμό της διαρθρωτικής προσαρμογής, που έχει δημιουργήσει task force για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Όμως, την ίδια στιγμή, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θέλουν να δουν αύξηση δημοσιονομικών δαπανών από ορισμένες κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων και η γερμανική.
«Οι χώρες που έχουν δημοσιονομικό περιθώριο θα πρέπει να το αξιοποιήσουν. Η Γερμανία έχει δημοσιονομικό περιθώριο», δήλωσε στις 8 Σεπτεμβρίου ο Ντράγκι. Από την πλευρά του, το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου της ΕΚΤ, Πέτερ Πράετ, σε συνέντευξή του στη L'Opinion την περασμένη εβδομάδα, χαρακτήρισε «ανωμαλία» το ύψους 9% του ΑΕΠ πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, το οποίο θα πρέπει να μειωθεί μέσω της αύξησης της εσωτερικής ζήτησης.
Οι επικρίσεις του Ντράγκι για το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας έχουν ενοχλήσει τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος υποστηρίζει πως αυτή που φταίει είναι η ΕΚΤ, σύμφωνα με την Bild. Η γερμανική εφημερίδα ανέφερε επίσης πως ο Σόιμπλε πιέζει τους βουλευτές να τηρήσουν σκληρή στάση έναντι του Ντράγκι την Τετάρτη.
Την περασμένη εβδομάδα, ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών είχε αφήσει αιχμές κατά του επικεφαλής της ΕΚΤ, λέγοντας πως όταν βρισκόταν υπό συζήτηση το θέμα του QE, είπε στον Ντράγκι πως θα οδηγήσει σε αύξηση του πλεονάσματος της Γερμανίας. «Έδειξε», δε, και τους δημοσιονομικούς κανόνες της ευρωζώνης για ελλείμματα προϋπολογισμού κάτω του 3% του ΑΕΠ και για συνολικό χρέος κάτω του 60%. Όμως, ακόμα και με μικρό πλεόνασμα, ο στόχος για το χρέος της Γερμανίας δεν θα επιτευχθεί πριν το 2020.
Εν τω μεταξύ, με τις απόψεις του Ντράγκι δεν συμφωνούν όλα τα μέλη του ΔΣ της ΕΚΤ. Ο Γιενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Bundesbank, δήλωσε την Παρασκευή πως δεν βλέπει την ανάγκη για κρατικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας και πως οι χώρες της ευρωζώνης «δεν έχουν το απαραίτητο δημοσιονομικό περιθώριο».
Πάντως, καθώς οι οικονομικές προοπτικές έχουν επιδεινωθεί μετά το Brexit, αλλά και ενόψει των εκλογών του επόμενου έτους (και δεδομένης της ανόδου των λαϊκιστικών κομμάτων), δεν αποκλείεται ο Σόιμπλε να «ανοίξει το πουγκί». Ο υπουργός έχει ήδη αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο μείωσης της φορολογίας για τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα, αν και πολλά θα εξαρτηθούν από την πορεία της οικονομίας και από το πώς θα επηρεαστεί ο μέσος Γερμανός.