Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Eurobank: Έχει ακόμη δρόμο το ράλι εμπορευμάτων;

Θετικές παραμένουν οι προοπτικές στις αγορές εμπορευμάτων, εκτιμά η Διεύθυνση Οικονομικών μελετών και Προβλέψεων της Eurobank. Οι δυνάμεις που ”κρύβονται” πίσω από τα ράλι σε πετρέλαιο, χρυσό και βασικά μέταλλα. Η βέλτιστη ποσόστωση προϊόντων εμπορευμάτων σε ένα χαρτοφυλάκιο.

Eurobank: Έχει ακόμη δρόμο το ράλι εμπορευμάτων;
Θετικές παραμένουν οι προοπτικές στις αγορές εμπορευμάτων, παρά την επιβράδυνση της οικονομίας των ΗΠΑ, καθώς οι αναδυόμενες οικονομίες θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς, εκτιμά η Eurobank.

Η Διεύθυνση Οικονομικών Μελετών και Προβλέψεων της τράπεζας, στην οποία προΐσταται ο Καθηγητής στο Τμήμα Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς κ. Γκίκας Χαρδούβελης, εξέδωσε σήμερα ειδική έκδοση, στην οποία φιλοξενείται άρθρο του καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς Δημήτρη Μαλλιαρόπουλου, Σύμβουλου Οικονομικών Μελετών της Eurobank EFG και του Επιστημονικού Συνεργάτη κ. Κωνσταντίνου Λαμπρινουδάκη με τίτλο: ”Πρόσφατες εξελίξεις στις αγορές εμπορευμάτων και οι επιπτώσεις για τους επενδυτές”.

Κατά τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν παρατηρηθεί σημαντικές εξελίξεις στις αγορές εμπορευμάτων. Συγκεκριμένα, οι τιμές στις περισσότερες κατηγορίες εμπορευμάτων αυξάνονται με αλματώδεις ρυθμούς, ενώ παρατηρείται ραγδαία αύξηση των επενδυτικών κεφαλαίων που κατευθύνονται στις αγορές εμπορευμάτων σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν.

Σύμφωνα με τους δείκτες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, την μεγαλύτερη άνοδο από το 2002 έχουν καταγράψει οι τιμές στους κλάδους της ενέργειας και των βιομηχανικών μετάλλων, 305% και 192% αντίστοιχα σε αποπληθωρισμένους όρους, ενώ ακολουθούν οι κλάδοι των πολύτιμων μετάλλων και των τροφίμων, με 155% και 42% αντίστοιχα.

Επίσης, τα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί σε εμπορεύματα ανέρχονταν στις αρχές του τρέχοντος έτους σε περίπου 200 δις δολάρια, ποσό πολλαπλάσιο σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.

Η μελέτη αυτή εξετάζει τους παράγοντες οι οποίοι οδήγησαν στην εκτόξευση των τιμών και στο αυξημένο ενδιαφέρον από πλευράς επενδυτών.

Καταρχήν, πραγματοποιείται μια σύγκριση του τελευταίου ανοδικού κύκλου με προηγούμενες κυκλικές διακυμάνσεις στις τιμές των εμπορευμάτων κατά τα τελευταία 50 χρόνια. Οι τιμές των εμπορευμάτων εμφανίζουν συχνά τέτοιου είδους διακυμάνσεις διότι ακολουθούν τον οικονομικό κύκλο, δηλαδή αυξάνονται σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης ενώ υποχωρούν σε περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης ή ύφεσης.

Τα αποτελέσματα της ανάλυσής μας δείχνουν ότι η τρέχουσα αύξηση των τιμών σε πραγματικούς όρους (δηλαδή διορθωμένη με τον πληθωρισμό) είναι μεγαλύτερη από τις ανοδικές φάσεις των περισσότερων από τους προηγούμενους κύκλους.

Συγκεκριμένα, οι μεταβολές στις τιμές του χρυσού και του πετρελαίου προσεγγίζουν τις αντίστοιχες κατά την περίοδο της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του 1970, ενώ στην περίπτωση των βιομηχανικών μετάλλων η αύξηση είναι πέντε φορές μεγαλύτερη από τη μέση άνοδο των προηγούμενων κύκλων.

Αν και το σύνολο του κλάδου των τροφίμων κινείται κατά μέσο όρο πιο κοντά στις προηγούμενες διακυμάνσεις, υπάρχουν μεμονωμένα προϊόντα, όπως το σιτάρι και το καλαμπόκι, τα οποία έχουν καταγράψει αυξήσεις παρόμοιες με αυτές των εμπορευμάτων στους υπόλοιπους κλάδους.

Η έκρηξη αυτή στις τιμές πυροδοτήθηκε από δύο παράγοντες, οι οποίοι αφορούν τα θεμελιώδη μεγέθη στις αγορές εμπορευμάτων, δηλαδή την προσφορά και τη ζήτηση. Οι υψηλοί ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης που καταγράφουν οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, όπως η Κίνα και Ινδία, καθώς βρίσκονται σε στάδιο βιομηχανοποίησης και κατασκευής υποδομών, οδήγησαν σε ραγδαία αύξηση στη ζήτηση για εμπορεύματα.

Είναι ενδεικτικό ότι 82% της μέσης ετήσιας αύξησης στην παγκόσμια κατανάλωση πετρελαίου για την περίοδο 2002 – 2006 προήλθε από τις αναδυόμενες οικονομίες, όταν η αντίστοιχη συνεισφορά για την περίοδο 1993 – 2001 ήταν 51%.

Στην περίπτωση των βιομηχανικών μετάλλων, τα αποτελέσματα είναι πιο εντυπωσιακά, αφού η συνεισφορά της Κίνας στην αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης μετάλλων κυμαίνεται μεταξύ 48% (αλουμίνιο) και 113% (ψευδάργυρος) για την περίοδο 2002 – 2006 από 12% (νικέλιο) με 42% (ψευδάργυρος) για την περίοδο 1993 – 2001. Με λίγα λόγια, η αύξηση της κατανάλωσης μετάλλων στην Κίνα σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπέρασε και την αντίστοιχη καθαρή παγκόσμια αύξηση.

Ο δεύτερος παράγοντας που τροφοδοτεί την πρόσφατη άνοδο των τιμών αφορά την πλευρά της προσφοράς. Οι τιμές πολλών εμπορευμάτων διατηρήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα για πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1980 και 1990, με αποτέλεσμα οι επενδύσεις σε παραγωγικό δυναμικό να περιοριστούν στο ελάχιστο για τους περισσότερους κλάδους των εμπορευμάτων.

Έτσι η προσφορά δεν επαρκούσε να καλύψει τη ζήτηση, όταν αυτή άρχισε να αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς από το 2002 και μετά, γεγονός το οποίο οδήγησε στη συρρίκνωση των παγκοσμίων αποθεμάτων και την άνοδο των τιμών.

Η ανοδική τάση στις τιμές προσέλκυσε μεγάλο μέρος νέων επενδυτών στις αγορές εμπορευμάτων, οι οποίοι ύστερα από την κατάρρευση των μετοχών του Διαδικτύου το 2000 αναζητούσαν ένα καινούριο επενδυτικό προϊόν που θα τους προσέφερε υψηλές αποδόσεις.

Ενδεικτικά, ο αριθμός των επενδυτικών κεφαλαίων υψηλού ρίσκου (hedge funds) που δραστηριοποιούνταν στις αγορές παραγώγων του ενεργειακού κλάδου το 2006 έφτανε τα 500, έχοντας τριπλασιαστεί από το 2004. Τα ποσά που διαχειρίζονταν ανέρχονταν στα 60 δις δολάρια.

Στη συσσώρευση επενδυτικών κεφαλαίων συνέβαλλε και το γεγονός ότι τα εμπορεύματα θεωρούνται αποτελεσματικά στη διαφοροποίηση κινδύνου σε μετοχικά και ομολογιακά χαρτοφυλάκια καθώς και στην αντιστάθμιση κινδύνου από τον πληθωρισμό. Προκειμένου να ελέγξουμε αν πράγματι τα εμπορεύματα διαθέτουν τα χαρακτηριστικά αυτά, πραγματοποιήσαμε μια ανάλυση στα πλαίσια του κλασσικού υποδείγματος βελτιστοποίησης χαρτοφυλακίου.

Τα αποτελέσματά μας επιβεβαιώνουν ότι υπάρχει αφενός μια έντονη και στατιστικά σημαντική αρνητική συσχέτιση στις αποδόσεις των εμπορευμάτων με τις αποδόσεις μετοχών και ομολόγων και αφετέρου μια έντονη και στατιστικά σημαντική θετική συσχέτιση με τον μη αναμενόμενο πληθωρισμό.

Επιπλέον, διαπιστώσαμε ότι η προσθήκη εμπορευμάτων σε μετοχικά και ομολογιακά χαρτοφυλάκια αυξάνει την απόδοση και μειώνει τον κίνδυνο για τους επενδυτές. Το βέλτιστο ποσοστό του χαρτοφυλακίου για εμπορεύματα εκτιμήθηκε στο 10% με 11%, ανάλογα με το επιθυμητό επίπεδο κινδύνου.

Το κεντρικό ερώτημα σχετικά με την μελλοντική πορεία των τιμών των εμπορευμάτων είναι σε ποιο βαθμό θα επηρεαστούν οι αναδυόμενες οικονομίες από την επιβράδυνση της αμερικανικής οικονομίας. Αν οι οικονομίες αυτές διατηρήσουν αυτόνομη πορεία και αναλάβουν το ρόλο της ατμομηχανής της παγκόσμιας οικονομίας, τότε οι τιμές των εμπορευμάτων αναμένεται να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα.

Αντίθετα, αν η επιβράδυνση στις ΗΠΑ παρασύρει και τον υπόλοιπο κόσμο, τότε αυτό θα σημάνει πιθανότατα και το τέλος του τρέχοντος ανοδικού κύκλου στις τιμές των εμπορευμάτων.

Κατά την άποψή μας, οι μακροπρόθεσμες προοπτικές στις αγορές εμπορευμάτων παραμένουν θετικές, καθώς οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας (όπως η Κίνα και η Ινδία) θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται με υψηλούς ρυθμούς παρά την επιβράδυνση της οικονομίας των ΗΠΑ.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v