Η ριζική αναθεώρηση του Συντάγματος θεωρείται ειλημμένη κυβερνητική απόφαση - τουλάχιστον η επιδίωξη της. Το νέο στοιχείο είναι ότι το Μαξίμου δεν θα βιαστεί να εκκινήσει την προ-αναθεωρητική διαδικασία, η οποία, λογικά, έπρεπε να δρομολογείται τούτες τις ημέρες: τον Δεκέμβριο έκλεισε η πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση οπότε, όπως ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα, θα μπορούσε να ανοίξει η αυλαία των νέων αλλαγών του.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης όμως δήλωσε, προ δύο εβδομάδων, ότι η εν λόγω διαδικασία θα αρχίσει προς τέλη του 2025 ή και στις αρχές του 2026. Την εξήγηση για τη δωδεκάμηνη παράταση δίνουν κυβερνητικά στελέχη προκαλώντας νέους πονοκεφάλους στη λεγόμενη προοδευτική αντιπολίτευση: οι γενναίες αλλαγές που θέλει η κυβέρνηση να φέρει στο νέο Σύνταγμα θα αποτελέσουν βασικό προεκλογικό αφήγημα προς τις εθνικές κάλπες, είτε αυτές στηθούν τον Ιούνιο του 2027 είτε…νωρίτερα.
Κι αυτό γιατί:
- Η παρούσα Βουλή, που λέγεται “προτείνουσα”, αποφασίζει ποια άρθρα του Συντάγματος θα αλλάξουν και σε ποια κατεύθυνση.
- Η αμέσως επόμενη Βουλή, που θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές και λέγεται “αναθεωρητική”, ψηφίζει τις αλλαγές.
- Όποια τροποποίηση λάβει 150 “ναι” στην προτείνουσα Βουλή, χρειάζεται 180 στην αναθεωρητική - και αντιστρόφως. Κι αυτό διότι στην αναθεωρητική διαδικασία αναζητείται ευρύτατη συναίνεση των κομμάτων και όχι μία απλή κυβερνητική πλειοψηφία, πόσο μάλλον που ανάμεσα στις δύο διαδικασίες παρεμβάλλονται εθνικές εκλογές.
Στην τελευταία Αναθεώρηση όμως έγινε… το αντίθετο, αφού το περιεχόμενο του άρθρου για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας εγκρίθηκε από την Προτείνουσα (επί ΣΥΡΙΖΑ, πριν από τις εκλογές του 2019) και τροποποιήθηκε κατά τη “γαλάζια” επιθυμία στην Αναθεωρητική (επί ΝΔ, μετά τις εκλογές του 2019).
Το Μαξίμου συνεπώς θα εμφανίσει τις Συνταγματικές αλλαγές που θέλει ως εκλογικό διακύβευμα, ώστε να μην κινδυνεύσουν από (τυχόν…) ήττα της ΝΔ στις εθνικές κάλπες.
Αιχμή του δόρατος τα ιδιωτικά ΑΕΙ
Άκρως ενδεικτικό παράδειγμα το περίφημο «άρθρο 16» που ορίζει τον δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης. Η ΝΔ θέλει την τροποποίησή του ώστε να ανοίξει ο δρόμος όχι γενικά στα “μη κρατικά” Πανεπιστήμια, αλλά στα ιδιωτικά.
Εξ' αιτίας αυτού του ισχύοντος συνταγματικού άρθρου, η κυβέρνηση περιορίστηκε να “περάσει” από τη Βουλή στις αρχές του 2024 - και μετά από ταραχώδη συνεδρίαση - την ίδρυση παραρτημάτων μη κρατικών ξένων Πανεπιστημίων, επιχειρώντας σλάλομ ανάμεσα σε ερμηνείες του “άρθρου 16” και υποσχόμενη την αναθεώρησή του ώστε, στη συνέχεια, η επιχείρηση να ολοκληρωθεί χωρίς να χαρακτηριστεί αντισυνταγματική.
Το παράδειγμα αναφέρεται ως ενδεικτικό διότι, συν τοις άλλοις, θα αποδείξει εάν είναι δυνατή ή όχι η (επίσης περίφημη) συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων, εντός κι εκτός Βουλής. Στην προαναφερθείσα ψήφιση των παραρτημάτων των ξένων μη κρατικών πανεπιστημίων το ΠΑΣΟΚ αντέδρασε σφόδρα, όχι για τη φιλοσοφία του νομοσχεδίου, αλλά για την προσπέραση-παραβίαση του “άρθρου 16”, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Αριστερά το “χτύπησαν” στην ουσία του.
Επομένως, εάν η Χαρ. Τρικούπη κλίνει προς το “ναι” της αναθεώρησής του (όπως προκρίνεται) τότε η “προοδευτική συνεργασία” θα μείνει γράμμα κενό, αφού το θέμα θεωρείται μείζον και ταυτοτικό για τα αριστερά κόμματα.
Από την άλλη, το κυβερνών κόμμα θα καταγραφεί ως αυτό που κατάφερε να ξεριζώσει τη σημερινή συνταγματική απαγόρευση των ιδιωτικών πανεπιστημίων, να απευθυνθεί σε ένα σημαντικό “κεντρώο” και οικονομικά επαρκές τμήμα ψηφοφόρων που επιθυμεί αυτή την αλλαγή και να εμφανίσει το ΠΑΣΟΚ ως μη διακριτή πολιτική δύναμη.
Ανάλογες αλλαγές, από την πλευρά της κυβέρνησης, προβάλλονται και σε άλλα άρθρα, όπως για την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου (από όλα τα σημεία του πλανήτη) και στις εθνικές εκλογές, πέραν των ευρωεκλογών που ίσχυσε ήδη ή για συνταγματική θέσπιση δημοσιονομικού κόφτη ώστε να εμποδίζεται η δημοσιονομική εκτροπή λόγω υπέρογκων δαπανών ή ακόμα και για την άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων - θέμα που, πάντως, θεωρείται ισχυρό ταμπού για να θιγεί και, μάλιστα, σε προεκλογική περίοδο.
Θα χάσουν το τρένο;
Θεωρητικά, με την πολύμηνη αναβολή της Αναθεωρητικής εκκίνησης δίνεται χρόνος στην “προοδευτική αντιπολίτευση” να επεξεργαστεί από κοινού εμβληματικές αλλαγές στο Σύνταγμα, παρουσιάζοντας τη δικό της εκλογικό διακύβευμα.
Ο ανταγωνισμός για την πρωτοκαθεδρία του κάθε κόμματος σ΄ αυτόν τον πολιτικό χώρο δεν εγγυάται την έναρξη τέτοιας συζήτησης, ενώ καταγράφονται και ουσιαστικές διαφωνίες, όπως αυτή για το “άρθρο 16”.
Είναι ενδεικτικό ότι, προς το παρόν, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει επικεντρώσει περισσότερο την προσπάθεια του στο… να ξαναγίνει αξιωματική αντιπολίτευση στη Βουλή με προσθήκες βουλευτών από τη Νέα Αριστερά και λιγότερο στην προσπάθεια αναζήτησης κοινών βηματισμών.
Αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν τα “προοδευτικά κόμματα” να ασχοληθούν με την Αναθεώρηση του Συντάγματος, αφού θεωρείται δεδομένη η πολιτικο-επικοινωνιακή προεργασία που θα κάνει η κυβέρνηση για να πετύχει τη μέγιστη κοινωνική συναίνεση στις επιδιωκόμενες ριζικές αλλαγές. Και να κάνει την εξαργύρωση στις εκλογές.
Θα χάσουν πάλι το τρένο;