Στα «όχι» της αντιπολίτευσης, της Αρχής Προστασίας Απορρήτου των Επικοινωνιών, της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων Ελλάδας, προστίθεται κι αυτό… της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής.
Ο λόγος για το νομοσχέδιο που αφορά τις παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ, το οποίο ψηφίζεται σήμερα στη Βουλή με τα «ναι» μόνο της κυβέρνησης και των Ενώσεων Εισαγγελέων και Δικαστών.
Όπως έχει σημειωθεί ήδη, της ψήφισης θα προηγηθεί σκληρή κόντρα ανάμεσα στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στον Αλέξη Τσίπρα, με πηγές των δύο πλευρών να διαμηνύουν ότι «θα υπάρξουν αποκαλύψεις και εκπλήξεις» εκατέρωθεν.
Η συνεδρίαση θα ανοίξει με παρουσίαση της έκθεσης της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής, την οποία αναμένεται ότι θα απορρίψει η κυβερνητική πλειοψηφία. Η Υπηρεσία, στην έκθεσή της, η οποία έγινε γνωστή αργά το βράδυ χθες, εγείρει ενστάσεις για τις δύο επίμαχες διατάξεις του ν/σ που αφορά τη δυνατότητα (υπό όρους) ενημέρωσης του ενδιαφερόμενου αφού παρέλθει τριετία από τη λήξη της παρακολούθησής του και αφού δοθεί το πράσινο φως από τριμελή επιτροπή, της οποίας τα δύο μέλη (οι εισαγγελείς της ΕΥΠ) είναι διορισμένα από την κυβέρνηση.
Στηρίζει τη διαφωνία της, δε, στην εκτίμηση ότι το ν/σ δεν είναι συμβατό με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Κατά τη νομολογία του ΕΔΔΑ, η εν λόγω ενημέρωση σκοπεί στην παροχή αποτελεσματικής προστασίας στον θιγόμενο και συνιστά απαραίτητη διασφάλιση για την αποφυγή αυθαιρεσίας και καταχρήσεων.
Όπως έχει διασαφηνίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, "μόλις (as soon as), μετά τη λήξη του μέτρου της παρακολούθησης, η ενημέρωση μπορεί να διενεργηθεί δίχως να τίθεται σε κίνδυνο ο σκοπός του περιορισμού, θα πρέπει να παρασχεθεί πληροφόρηση στο εν λόγω πρόσωπο" (Roman Zakharov κατά Ρωσίας, ό.π., σκ. 287).
Η θέσπιση γενικού κανόνα κατά τον οποίο τέτοια αξιολόγηση χωρεί μετά την πάροδο τριετίας, χωρίς δηλαδή να έχει μεσολαβήσει εξατομικευμένη κρίση σε προγενέστερο χρόνο, δεν φαίνεται συμβατή με την εν λόγω νομολογία του Δικαστηρίου.
Περαιτέρω, δεδομένου ότι η οικεία ενημέρωση θεσπίζεται στο πλαίσιο της παροχής μηχανισμού προστασίας του θιγομένου, τίθεται το ερώτημα αν επιτροπή συγκροτούμενη κατά πλειοψηφία από το όργανο που επιβάλλει την άρση του απορρήτου, και μάλιστα ενδεχομένως από τα ίδια πρόσωπα που διέταξαν την οικεία άρση, συνιστά ανεξάρτητη αρχή κατά την έννοια της οικείας νομολογίας (πρβλ. ανωτέρω σκ. 280). Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι το Σύνταγμα καθιστά αρμόδιο όργανο για τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών την ανεξάρτητη αρχή του άρθρου 19 παρ. 2Σ».
Απορριπτική και η ΕΣΗΕΑ
Την τροποποίηση του νομοσχεδίου ζητάει και η ΕΣΗΕΑ, με ειδική αναφορά στις παρακολουθήσεις δημοσιογράφων. Όπως σημειώνει στην ανακοίνωσή της: «Συνοπτικά, καμία κρατική παρακολούθηση δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα χωρίς αιτιολογία, επώνυμο και γνωστοποίηση στον θιγόμενο πολίτη μετά τη λήξη της, και όχι σε τρία ολόκληρα χρόνια -διάστημα αδικαιολόγητα μεγάλο.
Μόνη προϋπόθεση, να μη σχηματίστηκε σε βάρος του δικογραφία, αφού αν σχηματίστηκε, ο θιγόμενος θα λάβει γνώση του συλλεγέντος υλικού διά της νόμιμης οδού. Η ευρύτητα και η ασάφεια στην επίκληση των λόγων εθνικής ασφάλειας κινδυνεύει να μετατρέψει την εξαίρεση σε κανόνα.
Οι εισαγγελείς που εγκρίνουν το αίτημα, πρέπει να γνωρίζουν την αιτιολόγησή του για να αναλαμβάνουν και την ευθύνη. Ο ρόλος των Ανεξάρτητων Αρχών, οριζόμενος από το Σύνταγμα, πρέπει να ενισχύεται και όχι να περιορίζεται, όπως κινδυνεύει με σειρά διατάξεων του προτεινόμενου ν/σ. Καμία νομιμοποίηση, έστω και με προϋποθέσεις, στη χρήση κακόβουλων λογισμικών παρακολούθησης από κρατικές υπηρεσίες.
Ο νομοθέτης αναγνωρίζει την ανάγκη επιπλέον εγγυήσεων διαφάνειας για τα πολιτικά πρόσωπα και ζητούμε να προβλεφθεί ανάλογη μέριμνα και για τους δημοσιογράφους, λόγω του ρόλου που επιτελούν στη δημοκρατική λειτουργία. Είναι απαραίτητη η έγκριση αιτημάτων άρσης απορρήτου δημοσιογράφων από ανώτατο δικαστικό λειτουργό, ο οποίος θα αναλάβει ατομικά την ευθύνη ή εναλλακτικά, και όπως έχουν προτείνει και άλλοι φορείς, από δικαστικό συμβούλιο. Η πιθανή ανάγκη ταχύτητας των διαδικασιών καλύπτεται από την αντιτρομοκρατική νομοθεσία και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να αποτελέσει δούρειο ίππο για οπισθοχώρηση στην προστασία θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το απόρρητο των επικοινωνιών».
Α. Τσίπρας: Θα το καταργήσουμε μετά τις εκλογές
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο κ. Τσίπρας θα αναφερθεί στο χρονικό των αποκαλύψεων για τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις, θα στηλιτεύσει την άρνηση του πρωθυπουργού να απαντήσει στις πέντε ερωτήσεις που του υπέβαλε και θα αναδείξει την άρνηση της κυβερνητικής πλειοψηφίας να δεχτεί ως μάρτυρες στην Εξεταστική Επιτροπή τα πρόσωπα που πρότεινε όλη η αντιπολίτευση, αλλά και την επίκληση του απορρήτου από όσους προσήλθαν.
Ως προς το νομοσχέδιο, θα τονίσει ότι:
- Παραπέμπει ενδεχόμενη ενημέρωση των πολιτών για παρακολούθησή τους μετά το πέρας τριετίας, χωρίς να προβλέπει αναδρομική ισχύ, κάτι που σημαίνει ότι μέχρι τις εκλογές δεν θα μπορεί κανείς να μάθει ποιος ήταν ο λόγος παρακολούθησης από την ΕΥΠ όχι μόνο των κ. Ανδρουλάκη και Κουκάκη αλλά ακόμα και υπουργών του κ. Μητσοτάκη.
- Αρνείται να επαναφέρει το καθεστώς ενημέρωσης όσων έχει γίνει άρση του απορρήτου των επικοινωνιών τους στην προτέρα της από 31 Μαρτίου 2021 κατάσταση, όταν ο κ. Πικραμένος μαζί με τον κ. Τσιάρα έφεραν τη σχετική τροπολογία στο άρθρο 87 του νόμου που αφαιρούσε το δικαίωμα της ΑΔΑΕ να ενημερώνει τους θιγόμενους.
- Δεν είναι τυχαίο ότι απέναντι στο νομοσχέδιο βρέθηκαν στην αρμόδια επιτροπή η ΑΔΑΕ, η Αρχή Διασφάλισης Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, η Ολομέλεια των Δικηγορικών Συλλόγων, όλα τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, αλλά είναι αντίθετο και το σύνολο του νομικού κόσμου της χώρας. Συνεπώς, ο κ. Μητσοτάκης μένει μόνος και απομονωμένος ως ένοχος και σε αυτή την προσπάθεια συγκάλυψης.
- Ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία θα καταψηφίσει στο σύνολό του αυτό το νομοσχέδιο και θα το καταργήσει στο σύνολό του μετά τις εκλογές, με τη δέσμευση ότι θα υπάρξουν πολύ συγκεκριμένες θεσμικές παρεμβάσεις που θα εγγυώνται την τήρηση των δημοκρατικών κανόνων, των κανόνων λογοδοσίας και των κανόνων διαφάνειας.