Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Σημίτης: Παραμύθι η έξοδος από τα δεσμά τον Αύγουστο

Εκτιμά ότι θα υπάρξει ρύθμιση χρέους αλλά θα γίνεται βαθμιαία, ώστε να ασκείται σε εμάς πίεση για τη συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα. Να απαλλαγούμε από «ακραίες πολιτικές αντιπαλότητες». Τι πρέπει να περιλαμβάνει το εθνικό σχέδιο ανάπτυξης.

Σημίτης: Παραμύθι η έξοδος από τα δεσμά τον Αύγουστο

Η έξοδος της Ελλάδας από τα μνημόνια και τις δεσμεύσεις τον προσεχή Αύγουστο «είναι παραμύθι», υποστήριξε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης κατά τη διάρκεια παρέμβασης στο Delphi Economic Forum.

Κατά τον κ. Σημίτη, «υπάρχει ο κανονισμός της Ε.Ε. που καθορίζει τη δημοσιονομική εποπτεία μεταξύ των κρατών-μελών, που λέει πως τα κράτη-μέλη παραμένουν στην εποπτεία μέχρι να εξοφληθεί το 75% της οικονομικής βοήθειας που έχει χορηγηθεί. Η Ελλάδα θα χρωστά για πάρα πολλά χρόνια το 75% της βοήθειας που έχει χορηγηθεί. Η Ελλάδα επίσης έχει συμφωνήσει να έχει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για πάρα πολλά χρόνια. Πρωτογενή πλεονάσματα τέτοιου ύψους έχει αποδειχθεί στατιστικά πως είναι ανέφικτα. Αλλά δεσμά προκύπτουν από την οικονομική κατάσταση της χώρας. Η Ελλάδα έχει οδηγηθεί σε μια παραγωγική αποεπένδυση μεγαλύτερη από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρωζώνης».

«Η ελάφρυνση του χρέους αποτελεί τον κύριο στόχο», είπε ο κ. Σημίτης αλλά επισήμανε πως υπάρχουν διαφορετικές απόψεις στην Ε.Ε και στο Δ.Ν.Τ. Και τάχθηκε υπέρ της πρότασης της TτE για το προληπτικό πρόγραμμα. Στάθηκε στο υψηλό επιτόκιο δανεισμού από τις αγορές σε σύγκριση με τη χρηματοδότηση από Ε.Ε. και ΔΝΤ. Ο ίδιος προέβλεψε πως αν οι εξελίξεις είναι αρνητικές, τα επιτόκια θα αυξηθούν και όταν φτάσουμε σε επίπεδα του 5%-6%, θα έχουμε την επιβολή νέων μέτρων. «Γι’ αυτό και πρέπει να υπάρχει η προληπτική γραμμή» κατέληξε, προσθέτοντας πως βρίσκει «πολύ σωστό» αυτό που έχει δηλώσει ο Γ. Στουρνάρας.

«Είναι ανοικτό το θέμα» του χρέους πρόσθεσε, αλλά «η ελάφρυνση είναι επιβεβλημένη». Οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2020. Αυτό θα γίνει ακόμα χειρότερο μετά το 2020, όταν θα πρέπει να πληρώνουμε το 21% ή το 23% του ΑΕΠ.

«Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι θα υπάρξει κάποια ρύθμιση, αλλά ο περιορισμός του χρέους θα γίνεται βαθμιαία, ώστε να ασκείται σε εμάς πίεση για τη συμμόρφωση με τα συμφωνηθέντα. Ως συνέπεια, θα υπάρχει διαρκής έλεγχος». 

Είπε πως από εμάς τους ίδιους εξαρτάται αν «θα πετύχουμε ένα καλύτερο αποτέλεσμα», γι’ αυτό και πρέπει να απαλλαγούμε από «ακραίες πολιτικές αντιπαλότητες», «να είμαστε ειλικρινείς προς τους πολίτες για το τι πρέπει να γίνει», να εφαρμόσουμε μια «νέα εθνική αυτογνωσία». Η ελληνική κοινωνία είναι, σε αντίθεση με άλλες χώρες των Βαλκανίων, με άλλες χώρες της Ευρώπης, ανθρώπινο δυναμικό ανοικτό στα νέα ρεύματα σκέψης, επιχειρηματικές επαφές». Μπορούμε να καλύψουμε το χαμένο έδαφος, είπε, αλλά να «εγκαταλείψουμε τα εθνολαϊκιστικά πειράματα» και η προσπάθειά μας να γίνει «με αίσθηση συνείδησης πως πρέπει να αλλάξουμε τον τόπο».

Οι συζητήσεις για την ευρωπαϊκή ενοποίηση μπορούν να συμβάλουν στο να υπάρξει ρύθμιση του χρέους, κατά τον κ. Σημίτη, που εμφανίστηκε αισιόδοξος όσον αφορά την πρόοδο προς αυτή την κατεύθυνση. Ομως η κατάσταση δεν θα είναι ιδανική, όπως είπε, «γι’ αυτό και τα πολύπλοκα προβλήματα προς την ενοποίηση έχουν καθυστερήσει, όπως η τραπεζική ενοποίηση. Θα υπάρξουν διαφοροποιήσεις της ενοποίησης οι οποίες θα οδηγήσουν σε πλήθος ειδικών ρυθμίσεων, αλλά η ενοποίηση είναι μια διαρκής διαδικασία. Στην Ε.Ε. έχουν λυθεί πολλά και σημαντικά προβλήματα. Ποιος θυμάται το 1980, όταν το κύριο θέμα ήταν η Κοινή Αγροτική Πολιτική η οποία υπάρχει σήμερα. Εγώ έζησα τον πόλεμο της ρέγγας ως υπουργός Γεωργίας, που τότε κάποιοι θεωρούσαν πως μπορεί να υπάρξει και πόλεμος! Ετσι όμως καταλήξαμε στην ενιαία αλιευτική πολιτική».

Ο πρώην πρωθυπουργός είπε πως «αρνητικό στοιχείο είναι η αβεβαιότητα που δημιουργείται με τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς που διαψεύδονται, οι διαξιφισμοί με τους δανειστές κ.α. Όλοι ξέρουμε πως ο πολίτης φοβάται να καταθέσει τα χρήματά του στην τράπεζα, γιατί φοβάται πως θα συμβεί αυτό που έγινε στην Κύπρο. Ο επιχειρηματίας φοβάται να επενδύσει».

Στο κλίμα αβεβαιότητας, ο κ. Σημίτης εντάσσει και τον «χειρισμό των μεθεπόμενων εκλογών, οι οποίες είναι πιθανόν να γίνουν το 2020, λόγω της εκλογής του προέδρου τη Δημοκρατίας. Επειδή θα γίνουν με απλή αναλογική, η πιθανότητα για σταθερή κυβέρνηση είναι μηδενική. Θα ακολουθήσουν και άλλες εκλογές κάθε δύο χρόνια. Και όμως, η κυβέρνηση υποστηρίζει αυτή την καταστροφική εξέλιξη».

«Οι αδυναμίες της χώρας φαίνονται από το γεγονός πως το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα έφτανε το 86% στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ενώ τώρα έχει υποχωρήσει στο 68%. Ο δείκτης της Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας κατατάσσει την Ελλάδα στην 88η θέση και στην τελευταία θέση των χωρών-μελών της Ένωσης. Στον δείκτη κοινωνικής δικαιοσύνης καταλαμβάνει την τελευταία θέση στην Ε.Ε. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ε.Ε. στην ανεργία των νέων ενώ έχει τη χειρότερη επίδοση και στον χρόνο απονομής της δικαιοσύνης. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στις δύο περισσότερο διεφθαρμένες χώρες της Ε.Ε. Εχει πρωτιά όσον αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ στην Ε.Ε.».

«Η ελληνική οικονομία και πολιτεία έχουν εξαιρετικές δυσκολίες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα. Η αντιμετώπιση της κατάστασης απαιτεί ειλικρίνεια, που είναι εξαιρετικά περιορισμένη» είπε ο πρώην πρωθυπουργός.

Ο κ. Σημίτης υποστήριξε πως «η κυβέρνηση έχει πει πως θα εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που θα είναι απολύτως ελληνικό. Ολα τα προηγούμενα προγράμματα ήταν επίσης ελληνικά αφού η χώρα μας είναι μέλος της Ε.Ε.; Ενα ήταν το απολύτως ελληνικό πρόγραμμα, αυτό που εφαρμόστηκε στο πρώτο εξάμηνο του 2015, το οποίο ζημίωσε τη χώρα κατά 100 δισ. ευρώ, ενώ ο κ. Βίζερ είναι της άποψης πως τη ζημίωσε κατά 200 δισ. ευρώ».

Το νέο πρόγραμμα «πρέπει να συμπεριλάβει τις δεσμεύσεις της χώρας απέναντι στην ΕΕ αλλά και να περιλαμβάνει και εθνικούς στόχους. Δε μπορεί να αποτελεί την επανάληψη χιλιοειπωμένων εξαγγελιών που κατά τους εμπνευστές τους διαφοροποιούν την αριστερά Ελλάδα από την προηγούμενη νεοφιλελεύθερη Ελλάδα. Χρειάζεται σχέδιο, όχι σαν αυτό που εκπονείται στις τριήμερες εκδρομές των κυβερνητικών κλιμακίων».

Ο πρώην πρωθυπουργός θεωρεί πως «το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι η έλλειψη κεφαλαίων για επενδύσεις. Πώς θα βρούμε κεφάλαια, όταν υπάρχει αβεβαιότητα;».

Πρόσθεσε πως «η φορολογική πολιτική εφαρμόζεται με κύριο σκοπό την αύξηση των εσόδων, που είναι όμως τέτοια που μας κατατάσσει στον παγκόσμιο πίνακα ανταγωνιστικότητας τελευταία μεταξύ 147 χωρών όσον αφορά την επάρκεια του φορολογικού συστήματος να παρέχει κίνητρα για επενδύσεις. Οι υψηλοί συντελεστές ενθαρρύνουν τη στροφή προς την παραοικονομία».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v