Με τον μέσο δείκτη P/E του Χρηματιστηρίου της Αθήνας να κυμαίνεται σε ελκυστικά επίπεδα, το μεγάλο ζητούμενο είναι το πώς θα κινηθούν τη φετινή χρονιά η ελληνική οικονομία και τα εταιρικά κέρδη.
Αν και το κλίμα λόγω των διεθνών γεωπολιτικών εξελίξεων παραμένει αβέβαιο, οι πρώτες ενδείξεις για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ παραμένουν θετικές, καθώς αναμένεται αύξηση τόσο στις επενδύσεις, όσο και στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, με τις αποταμιεύσεις των τελευταίων να βρίσκονται σε αρκετά υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με πέρυσι.
Σε ό,τι αφορά τα εταιρικά κέρδη, αρκετοί κλάδοι -π.χ. κατασκευές και πληροφορική- και πολλές μεμονωμένες εταιρείες- προβλέπεται να ανεβάσουν περαιτέρω τις επιδόσεις τους, ωστόσο το μεγάλο στοίχημα θα παιχτεί στο κατά πόσο οι τράπεζες και συγκεκριμένα blue chips θα καταφέρουν φέτος να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν τις κερδοφορίες τους μετά την εξαιρετική περσινή πορεία.
Σε κάθε περίπτωση, για ακόμη μία φορά οι αναλυτές προτείνουν τα μικτά διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια μέσα από ένα προσεκτικό stock picking.
Οι αντοχές της οικονομίας
Το 2022 και το 2023 ήταν δύο πραγματικά δύσκολες χρονιές λόγω του υψηλού πληθωρισμού για μεγάλο μέρος των ελληνικών νοικοκυριών και κυρίως για εκείνους τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους που δεν κατάφεραν να ανεβάσουν σημαντικά τις ονομαστικές τους αποδοχές. Παρόλα αυτά, η οικονομία άντεξε εξαιτίας των περισσότερων θέσεων εργασίας και των αυξημένων εσόδων από τον τουρισμό, το airbnb και μια σειρά άλλων δραστηριοτήτων.
Η αντοχή της ελληνικής οικονομίας προκύπτει και από τα στοιχεία των αποταμιεύσεων των νοικοκυριών μέσα στο 2023. Οι καταθέσεις αυξήθηκαν κατά περίπου 3 δισ. ευρώ (+2,28 εκατ. ευρώ στο ενδεκάμηνο), χωρίς να συνυπολογίζονται τα περίπου 2,5 δισ. ευρώ που τοποθετήθηκαν στα Ομολογιακά Αμοιβαία Κεφάλαια συγκεκριμένης χρονικής διάρκειας, ή τα ποσά που επένδυσαν τα νοικοκυριά σε νέες χρηματιστηριακές εκδόσεις (π.χ. ομόλογα Mytilineos και Ideal, αποεπένδυση Εθνικής Τράπεζας) και κυρίως σε Έντοκα Γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου.
Αν σε όλα αυτά, προστεθούν οι αυξήσεις των αποτιμήσεων που σημειώθηκαν στα εγχώρια περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα, μετοχές, ομόλογα, μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων) και η περαιτέρω υποχώρηση των δανειακών υποχρεώσεων (αρνητική πιστωτική επέκταση στη λιανική τραπεζική), τότε προκύπτει πως τα ελληνικά νοικοκυριά -κατά μέσο όρο- ξεκινούν το 2024 από καλύτερη βάση σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.
Καλύτερες οι προοπτικές
Το 2024, όμως, ξεκινά με καλύτερες προοπτικές από το προηγούμενο και σε ό,τι αφορά τα εισοδήματα των εργαζομένων. Ειδικότερα, με τον φετινό πληθωρισμό να προβλέπεται να κυμανθεί (βλέπε στοιχεία Προϋπολογισμού) στο 2,6%, οι ήδη αποφασισμένες αυξήσεις στις συντάξεις, καθώς και οι εκτιμώμενες αυξήσεις στους μισθούς θα οδηγήσουν σε πραγματική (αποπληθωρισμένη) βελτίωση των αποδοχών σε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, κάτι που πιθανόν να επηρεάσει θετικά και την κατανάλωση. Τα πράγματα μάλιστα θα μπορούσαν να εξελιχθούν ακόμη καλύτερα, στον βαθμό που η κυβέρνηση και οι καταναλωτές καταφέρουν να περιορίσουν τον «πληθωρισμό της απληστίας».
H κύρια συνισταμένη όμως της προβλεπόμενης φετινής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας (+2,9% με βάση τον Προϋπολογισμό και +2% έως +2,7% με βάση τους αναλυτές) προβλέπεται να έρθει από το μέτωπο της οικοδομής και των λοιπών επενδύσεων, με καταλύτες τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης, την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, τα θετικά διεθνή δημοσιεύματα για την πορεία της χώρας (βλέπε Economist), το χαμηλότερο κόστος κατασκευής (πχ υποχώρηση τιμών στα μέταλλα), αλλά και τις προσδοκίες για αποκλιμάκωση των επιτοκίων, αρχής γενομένης από το δεύτερο μισό του 2024.
Οι αστάθμητοι παράγοντες
Αντίθετα, αστάθμητοι παράγοντες για την ελληνικοί οικονομία, για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, μπορούν να αποτελέσουν:
- Οι παρενέργειες πιθανών αρνητικών γεωπολιτικών εξελίξεων, καθώς αυτή την περίοδο είναι ανοιχτά αρκετά μέτωπα, για τα οποία όμως οι αγορές έχουν δεν έχουν προεξοφλήσει σημαντικές και μακροχρόνιες επιπτώσεις. Θα επιβεβαιωθούν στην πράξη;
- Η πορεία του τουρισμού (με δεδομένο το ιστορικό ρεκόρ του 2023), αλλά και μια ενδεχόμενη επίδραση στις εξαγωγές από την οικονομική στασιμότητα που προβλέπεται να επικρατήσει στην Ευρώπη. Οι εκτιμήσεις πάντως των παραγόντων της αγοράς, είναι πως ακόμη και αν παρατηρηθεί φέτος κάποια επιβράδυνση στα δύο προαναφερθέντα μέτωπα (τουρισμός και εξαγωγές) αυτή θα αποτελεί απλά και μόνο μια παρένθεση, καθώς η τάση και των δύο εξακολουθεί να παραμένει ανοδική.
Τα εταιρικά κέρδη
Ζητούμενο πάντως αποτελεί το πώς θα εξελιχθεί η κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών μέσα στο 2024. Σε αρκετούς κλάδους, όπως οι κατασκευές και η πληροφορική, αλλά και για αρκετές επιμέρους εταιρείες (π.χ. Cenergy, Mevaco, Ευρωσύμβουλοι) οι προοπτικές είναι ανοδικές.
Καλύτερες επίσης πιθανολογούνται οι λειτουργικές επιδόσεις κάποιων κλάδων που μέσα στο 2023 κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις από την πορεία των τιμών των μετάλλων και των πρώτων υλών, όπως για παράδειγμα των εταιρειών εμπορίας χάλυβα (π.χ. Έλαστρον, ΣΙΔΜΑ), προφίλ αλουμινίου (Αλουμύλ, Βιοκαρπέτ), αλλά και επιμέρους τίτλων όπως π.χ. η ΕΛΤΟΝ Χημικά.
Με δεδομένο ότι ο μέσος δείκτης P/E του ελληνικού χρηματιστηρίου είναι πολύ χαμηλός (με συνολική χρηματιστηριακή αξία στα 88,6 δισ. ευρώ, κανείς δεν θα εκπλαγεί αν η αθροιστική κερδοφορία του 2023 προσεγγίσει ή και υπερβεί τα 9 δισ. ευρώ), το μεγάλο ζητούμενο για την πορεία του Χ.Α. είναι το αν θα υπάρξει μια σημαντική αποκλιμάκωση κερδών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις επιδόσεις μεγάλων ομίλων που έχουν καταφέρει να εκτινάξουν τις επιδόσεις τους κατά τα τελευταία έτη, όπως για παράδειγμα οι συστημικές τράπεζες, η Mytilineos, τα δύο μεγάλα διυλιστήρια (Motor Oil, Helleniq Energy), η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν, η ΔΕΗ κ.ά.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, κάθε εταιρεία αποτελεί μια διαφορετική περίπτωση. Για παράδειγμα:
- Στην περίπτωση της Mytilineos, οι αναλυτές αναμένουν σημαντική βελτίωση επιδόσεων κατά τα επόμενα χρόνια, βασισμένη στις ολοένα και διευρυμένες δραστηριότητες, αλλά και σε κινήσεις αύξησης της παραγωγικότητας.
- Η τσιμεντοβιομηχανία Τιτάν, η οποία διαπραγματεύεται με μονοψήφιο δείκτη P/E (1,7 δισ. χρηματιστηριακή αξία, εκτιμήσεις για καθαρά περυσινά κέρδη μεταξύ 230-250 εκατ. ευρώ) εκτιμάται ότι την επόμενη τριετία θα συνεχίσει να επιτυγχάνει επιδόσεις πολύ κοντά στις τρέχουσες, έχοντας μάλιστα συνεκτιμήσει ότι τα πολύ υψηλά περσινά περιθώρια κέρδους ως ένα βαθμό θα αποκλιμακωθούν.
- Η ΔΕΗ αναμένεται να παρουσιάσει το νέο της business plan στις 23 Ιανουαρίου, οπότε η αγορά θα αποκομίσει μια σαφέστερη εικόνα για τους μελλοντικούς της στόχους και προοπτικές. Πάντως, όπως όλα δείχνουν, η εισηγμένη έχει αφήσει πίσω της τα προβλήματα του παρελθόντος και συνεχίζει από καλύτερη θέση την προσπάθεια αναδιάρθρωσης των εργασιών της.
- Με έντονα μονοψήφιο P/E ακόμη και με βάση μόνο τα κέρδη του εννεαμήνου του 2023 διαπραγματεύονται τόσο η Motor Oil (χρηματιστηριακή αξία 2,636 δισ. ευρώ, κέρδη εννεαμήνου 717,2 εκατ. ευρώ), όσο και η Helleniq Energy (χρηματιστηριακή αξία 2,240 δισ. ευρώ, κέρδη εννεαμήνου 462 εκατ. ευρώ). Οι αναλυτές αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο υποχώρησης του μέσου περσινού περιθωρίου διύλισης, ωστόσο εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο πολύ πιθανόν να μη λάβει έντονες διαστάσεις, καθώς με δεδομένα τα σχέδια για την πράσινη μετάβαση και για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, πολύ δύσκολα θα δούμε τα επόμενα χρόνια επενδύσεις για την αύξηση της διεθνούς προσφοράς, ή για την τόνωση της παραγωγικότητας στα ανά την Ευρώπη διυλιστήρια. Επιπλέον, οι δύο εισηγμένοι όμιλοι επεκτείνονται σταδιακά και σε άλλες ενεργειακές δραστηριότητες (ανανεώσιμες πηγές και όχι μόνο) δημιουργώντας νέες πηγές κερδοφορίας.
- Με έντονα μονοψήφιο δείκτη P/E τελούν υπό διαπραγμάτευση και οι συστημικές τράπεζες, οι οποίες με μια αθροιστική τρέχουσα χρηματιστηριακή αξία γύρω στα 19,5 δισ. ευρώ, δεν θα αποτελέσει έκπληξη αν παρουσιάσουν για το σύνολο του 2023 μια κερδοφορία που να προσεγγίζει τα 4 δισ. ευρώ (χωρίς έκτακτα θετικά κονδύλια από τη διάθεση θυγατρικών και δραστηριοτήτων, όπως είχε συμβεί το 2022). Οι αναλυτές βέβαια προβλέπουν ότι τα περσινά καθαρά επιτοκιακά περιθώρια είναι μη διατηρήσιμα και ότι θα συρρικνωθούν κατά την επόμενη τριετία, αρχής γενομένης από το δεύτερο μισό της φετινής χρονιάς. Παρ’ όλα αυτά, τουλάχιστον ένα τμήμα των προβλεπόμενων απωλειών θα αναπληρωθεί από την αύξηση που θα σημειωθεί στο μέτωπο των χορηγήσεων και από τη γενικότερη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.