Παρά τη σταδιακή αύξηση των καταθετικών επιτοκίων από τις εμπορικές τράπεζες και κόντρα στο κλίμα της συνεχιζόμενης αβεβαιότητας που επικρατεί στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, έντονες είναι οι προσπάθειες που καταβάλλονται στον χώρο του asset management, προκειμένου να αναληφθεί η διαχείριση πρόσθετων κεφαλαίων από τα ελληνικά νοικοκυριά.
Ενδεικτικό είναι το στοιχείο ότι το τελευταίο δίμηνο του 2022, η Τράπεζα Πειραιώς κατάφερε να αντλήσει γύρω στα 180 εκατ. ευρώ μέσα από την έκδοση πενταετούς διάρκειας αμοιβαίου κεφαλαίου που υπόσχεται ετήσια καταβολή μερισμάτων άνω του 2%, ενώ αντίστοιχο προϊόν εξέδωσε και ο όμιλος της Εθνικής Tράπεζας στο τέλος Δεκεμβρίου.
Πέρα όμως από τις τράπεζες, τις ΑΕΔΑΚ και τις ΑΕΠΕΥ, στον αγώνα της προσέλκυσης νέων κεφαλαίων έχουν εισέλθει δυναμικά και οι ασφαλιστικές εταιρείες.
Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη κίνηση της Εθνικής Ασφαλιστικής να λανσάρει νέο επενδυτικό-αποταμιευτικό πρόγραμμα βασισμένο σε αμοιβαίο κεφάλαιο της BNP Paribas, το οποίο εγγυάται κατ’ ελάχιστο το 80% του κεφαλαίου και συμμετοχή σε ενδεχόμενα κέρδη.
Νέα επενδυτικά-αποταμιευτικά προϊόντα είχαμε κατά τους τελευταίους μήνες της προηγούμενης χρονιάς και από άλλες ασφαλιστικές εταιρείες, όπως η Eurolife, η Ευρωπαϊκή Πίστη και η ERGO Hellas.
Καταλυτικό ρόλο στις προσπάθειες των εταιρειών asset management παίζει το γεγονός ότι τα νοικοκυριά -κόντρα στις αρχικές προβλέψεις- συνέχισαν να αυξάνουν τις καταθέσεις τους ακόμη και μέσα στο 2022, έτος που χαρακτηρίστηκε από την εκτόξευση του ενεργειακού κόστους και από τον υψηλό πληθωρισμό. Ειδικότερα, στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου του 2022, οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν κατά 3,2 δισ. ευρώ (εκτιμάται ότι το ποσό αυτό ανέβηκε περαιτέρω τον Δεκέμβριο, λόγω και του 14ου μισθού των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα), ενώ από την αρχή της πανδημίας έχουν διογκωθεί κατά 21,5 δισ. ευρώ, σκαρφαλώνοντας έτσι στα 138,24 δισ. ευρώ.
Στα επιχειρήματα που ενθαρρύνουν τις προσπάθειες των εταιρειών asset management συγκαταλέγονται τα παρακάτω:
- Πρώτον, τα επιτόκια καταθέσεων, παρά την ανοδική τους τάση, όλα δείχνουν ότι θα διατηρηθούν σε χαμηλά επίπεδα και σίγουρα θα κυμανθούν πολύ πιο κάτω από τον προβλεπόμενο ελληνικό πληθωρισμό για το 2023 (κοντά στο 5%). Έτσι, οι τρέχουσες προσφερόμενες αποδόσεις στις καταθέσεις δωδεκάμηνης προθεσμίας υπολείπονται αρκετά του 1%, ενώ για μεγαλύτερα χρονικά περιθώρια δέσμευσης δεν ξεπερνούν το 1,5%. Εκτιμάται ότι πολύ δύσκολα οι δωδεκάμηνες προθεσμιακές καταθέσεις θα δώσουν επιτόκιο άνω του 1,5% μέσα στο 2023, παρά το γεγονός ότι αναμένεται νέα άνοδος των βασικών επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
- Δεύτερον, μετά από μια κακή χρονιά για τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, το 2023 ξεκινά μεν επίσης με αβεβαιότητα, αλλά κάτω από σχετικά καλύτερες συνθήκες για τους επενδυτές. Οι χαμηλότερες τιμές φυσικού αερίου και πετρελαίου, σε συνδυασμό με την προσδοκία ότι κάπου προς τα μέσα του έτους η ΕΚΤ θα σταματήσει να ανεβάζει τα επιτόκια, δημιουργούν ελπίδες ότι το 2023 θα μπορούσε ίσως να κλείσει ανοδικά για μετοχές και ομόλογα.
Για παράδειγμα, οι τιμές των μετοχών στα διεθνή χρηματιστήρια είναι κατά μέσο όρο 15%-25% χαμηλότερες από πέρυσι, άρα, υπό αυτό το πρίσμα, ελκυστικότερες για αγορά σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα.
Ειδικότερα για τις τιμές των ελληνικών μετοχών, μπορεί αυτές να σημείωσαν πέρυσι μικρή άνοδο, πλην όμως λόγω της πολύ μεγαλύτερης ποσοστιαίας αύξησης των εταιρικών κερδών, το μέσο P/E του Χρηματιστηρίου της Αθήνας βελτιώθηκε (αποκλιμακώθηκε) σημαντικά. Ανάλογη βελτίωση παρατηρήθηκε και στον μέσο δείκτη της μερισματικής απόδοσης, καθώς οι χρηματικές διανομές των εισηγμένων εταιρειών προς τους μετόχους τους εκτινάχθηκαν πέρυσι στα 2,4 δισ. ευρώ, λαμβάνοντας την υψηλότερη τιμή των τελευταίων δώδεκα ετών!
Τέλος, οι τιμές των ελληνικών ομολόγων μετά από μια σημαντική υποχώρηση στην οποία υποχρεώθηκαν (γύρω στο -10%) έχουν σταθεροποιηθεί κατά τους τελευταίους μήνες και μάλιστα προσφέρουν στα τρέχοντα επίπεδα τιμών, ετήσιες αποδόσεις (yields) μεταξύ του 3,5% και του 5,5% για τους ελληνικούς (κρατικούς και εταιρικούς) τίτλους. Πέραν αυτού, οι εγχώριοι ομολογιακοί τίτλοι (και οι τιμές τους) θα μπορούσαν να ευνοηθούν σε περίπτωση που η Ελλάδα αποκτήσει την επενδυτική βαθμίδα αξιολόγησης στο χρέος της από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης.