Η Moody’s διατήρησε τις θετικές προοπτικές για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, εξαιτίας των συνεχιζόμενων βελτιώσεων στο προφίλ χρηματοδότησης των τραπεζών και στον κίνδυνο περιουσιακών στοιχείων ενώ διατηρεί τις συστάσεις των Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank και Eurobank σε Caa1/Stable, για την Τράπεζα Πειραιώς και την Παγκρήτια Τράπεζα σε Caa2/Positive και τέλος, για την Τράπεζα Αττικής σε Caa3/Positive.
Ο οίκος περιμένει αύξηση των καταθέσεων, σταδιακή μείωση των προβληματικών δανείων, οριακή κερδοφορία και τη σταθερότητα των εποπτικών κεφαλαίων. Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες θα εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζουν οικονομικές προκλήσεις, με υψηλή ανεργία και περιορισμένες ευκαιρίες δανεισμού.
Για τη Moody’s, η επιτυχής έκδοση πενταετών και δεκαετών ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019 ήταν σημαντικά βήματα στην αποκατάσταση της διεθνούς εμπιστοσύνης των επενδυτών. Ωστόσο, μια μόνιμη επιστροφή στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με καλύτερους όρους (δηλαδή χαμηλότερα επιτόκια) παραμένει βασική πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση και τις τράπεζες.
Τα βασικά σημεία στα οποία εστιάζει ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης είναι:
1) Οι οικονομικές συνθήκες που βελτιώνονται σταδιακά αλλά παραμένουν δύσκολες για τις τράπεζες. Το οικονομικό κλίμα θα συνεχίσει να ανακάμπτει από πολύ χαμηλή βάση. Η ανεργία θα παραμείνει υψηλή (18,5% τον Φεβρουάριο του 2019) και οι τιμές των ακινήτων θα ανακάμψουν μόνο σταδιακά από τα χαμηλά τους επίπεδα, προκαλώντας θετική επίδραση στην ανάπτυξη των τραπεζών.
2) Τα προβληματικά δάνεια θα μειωθούν σταδιακά από τα πολύ υψηλά επίπεδά τους και οι ελληνικές τράπεζες θα ωφεληθούν από τους βελτιωμένους νόμους ανάκτησης δανείων. Η Moody’s αναμένει να σημειώσουν ικανοποιητική πρόοδο σε αυτό το μέτωπο οι τράπεζες, αλλά θα δυσκολευτούν να πετύχουν τον στόχο τους για 21% έως το τέλος του έτους 2021 από περίπου 45% το 2018.
3) Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTA) υπονομεύουν την ποιότητα του κεφαλαίου των τραπεζών. Ένα σημαντικό μέρος του εποπτικού κεφαλαίου είναι σε μορφή DTΑ, κεφάλαια που είναι χαμηλότερης ποιότητας καθώς εξαρτώνται από την οικονομική δυνατότητα και προοπτική της ελληνικής κυβέρνησης.
4) Ο ELA έχει εξοφληθεί πλήρως και οι καταθέσεις αυξάνονται. H σταδιακή επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα και η αύξηση της πρόσβασης στη διατραπεζική αγορά δανεισμού επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να εξαλείψουν τη χρήση του έκτακτου μηχανισμού ρευστότητας. Οι καταθέσεις πιθανότατα θα αυξηθούν καθώς η οικονομία ανακάμπτει σταδιακά και περισσότερες επενδύσεις εισρέουν στη χώρα.
5) Οι τράπεζες θα πρέπει να παραμείνουν οριακά κερδοφόρες το 2019-2020. Τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια που θα παραμείνουν η κύρια πηγή κερδών θα είναι υπό πίεση, καθώς οι τράπεζες μειώνουν τα υπόλοιπα των δανείων τους μέσω διαγραφών και πωλήσεων NPEs. Αυτό θα αντισταθμιστεί εν μέρει από μια μικρή αύξηση των τελών και προμηθειών.
Το βασικό και το «κακό» σενάριο στο πλαίσιο του τεστ αντοχής
Η Moody’s διεξάγει μια ανάλυση σεναρίων για να μετρήσει τη φερεγγυότητα των τραπεζών. Το «κακό» σενάριο έχει πολύ μικρή πιθανότητα, της τάξεως του 3,85%.
Στο βασικό σενάριο, σύμφωνα με τις τρέχουσες μακροοικονομικές προβλέψεις της Moody's και το οποίο έχει σχεδιαστεί ώστε να είναι παγκοσμίως συγκρίσιμο και βασίζεται σε μια κοινή προσέγγιση για τη λήψη ζημιών και ζημιών από χρεόγραφα, ο συνολικός δείκτης κεφαλαίου TCE θα αυξηθεί οριακά μέχρι το τέλος του 2020.
Αυτό οφείλεται στη χαλάρωση του μη εξυπηρετούμενου δανεισμού κατά τη διάρκεια της περιόδου, γεγονός που θα είχε ως αποτέλεσμα την κάλυψη των εξόδων προμήθειας δανείων περίπου 1,6% των συνολικών δανείων. Το σύστημα θα παραμείνει κερδοφόρο στο πλαίσιο αυτού του σεναρίου και αυτό θα οδηγήσει σε οριακή αύξηση κεφαλαίου.
Στο «κακό» σενάριο, για το οποίο η Moody’s επισημαίνει ότι δεν είναι η προσδοκία της αλλά ένα μέτρο της ικανότητας των τραπεζών να αντέξουν στις συνθήκες υψηλής έντασης σε ένα απίθανο συμβάν. Τα αποτελέσματα του σεναρίου για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ελλάδας δείχνουν ότι οι επιπτώσεις θα ήταν σοβαρές, αφήνοντας το σύστημα με αρνητικά ενσώματα κεφαλαιακά ισοδύναμα της τάξεως του -2,3% των σταθμισμένων με κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού της στο τέλος του διετούς ορίζοντα, έναντι 7,2% στο τέλος του 2018.
Η μεγάλη πτώση των εποπτικών κεφαλαίων οφείλεται κυρίως στις απώλειες δανείων, οι οποίες μειώνουν τα κεφάλαια κατά 930 μονάδες βάσης. Απεικονίζει επίσης τις ζημίες από τίτλους της περίπου 2% των κεφαλαίων του τραπεζικού συστήματος. Το εισόδημα προ προβλέψεων προσφέρει περιορισμένη δυνατότητα απορρόφησης των ζημιών στο πλαίσιο αυτού του σεναρίου.
Η αντοχή του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος στο stress test είναι πολύ αδύναμη σε σύγκριση με άλλα συστήματα που δοκιμάζονται παγκοσμίως, τα οποία έχουν διάμεση τιμή δείκτη κεφαλαίου 7,2% μετά το τεστ. Ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών πέφτει γύρω στο 9,5%, ο οποίος είναι υψηλότερος από το διάμεσο αλλά όχι πολύ μακριά από την πλειοψηφία των άλλων τραπεζικών συστημάτων.
Η φτωχή ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών οφείλεται α) στο υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, τα οποία δημιουργούν σοβαρές απώλειες δανείων, β) από τη σύνθεση του ενεργητικού τους με έκθεση σε κρατικούς τίτλους, γ) τη χαμηλή σχετικά αρχή σε όρους ενσώματων κεφαλαίων.
Τα σχέδια συστημικής επίλυσης των NPEs
Η Moody’s θεωρεί πιθανή την εφαρμογή ενός ή και των δύο σχεδίων τους επόμενους 12-18 μήνες και την αποτιμά θετικά, καθώς θα αποτελούσαν πρόσθετα εργαλεία για να βελτιώσουν οι τράπεζες την ποιότητα του ενεργητικού τους. Η Moody’s εκτιμά ότι το σχέδιο του Ελληνικού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (HFSF) είναι πιο άμεσο και βρίσκεται υπό επανεξέταση για έγκριση από τις αρχές της Ε.Ε.
Οι ελληνικές αρχές πρότειναν δύο σχέδια για να βοηθήσουν τις τράπεζες να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια μέσω τιτλοποίησης. Σύμφωνα με πρόταση της ΤτΕ που ανακοινώθηκε τον Νοέμβριο του 2018, ένα μεγάλο μέρος των NPEs των ισολογισμών των τραπεζών και ένα μέρος των αναβαλλόμενων φορολογικών τους πιστώσεων (DTCs) θα μπορούσε να μεταφερθεί σε φορέα ειδικού σκοπού (SPV). Αυτό, ουσιαστικά, θα λειτουργούσε ως «κακή τράπεζα», η οποία θα αποκτούσε σχεδόν το ήμισυ από τα NPEs που κατέχουν οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας.
Μια εναλλακτική πρόταση έχει αναπτυχθεί από την ελληνική κυβέρνηση και το Ελληνικό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (HFSF), η οποία είναι όπως το ιταλικό σύστημα GACS. Σύμφωνα με αυτή την πρόταση, κάθε μία από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες της Ελλάδας θα πωλούσε μεμονωμένα τα χαρτοφυλάκια NPEs σε SPV. Τα SPV θα χρηματοδοτήσουν τις αγορές μέσω της έκδοσης senior, mezzanine και junior ομολόγων σε ιδιώτες επενδυτές. Οι senior εκδόσεις με επενδυτικό βαθμό θα λάβουν κρατική εγγύηση, αλλά μόνο εφόσον μεγάλο μερίδιο των πιο ριψοκίνδυνων εκδόσεων έχει πωληθεί σε ιδιώτες επενδυτές.
Τα κόκκινα δάνεια θα εξακολουθήσουν να αποτελούν την πρόκληση των τραπεζών
Η Moody’s αναμένει ότι το νέο πλαίσιο μετά τον νόμο Κατσέλη θα έχει τη δυνατότητα να δημιουργήσει μια βελτιωμένη και πιο διαφανή διαδικασία για την επίλυση των NPEs, βρίσκοντας στρατηγικούς κακοπληρωτές, εξαλείφοντας μέρος των γραφειοκρατικών διαδικασιών, μειώνοντας τον χρόνο των διαδικασιών στο δικαστήριο και δημιουργώντας μια πιο ισχυρή διαδικασία κατασχέσεων για τις τράπεζες. Το νέο πλαίσιο θα διαδραματίσει επίσης σημαντικό ρόλο στις μελλοντικές τιτλοποιήσεις δανείων, διότι θα ενισχύσει το βάθος και το εύρος των διαθέσιμων στοιχείων σχετικά με τις ανακτήσεις και τις εκτελέσεις των κατασχέσεων, γεγονός που αποτελεί σημαντικό παράγοντα σε οποιαδήποτε τιτλοποίηση.
Άλλα νομοθετικά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί από το 2016 επίσης θα συμβάλουν στη βελτίωση της ποιότητας των δανείων και στη μείωση του ηθικού κινδύνου στη χώρα. Αυτά περιλαμβάνουν ταχείες διαδικασίες για την κατάσχεση και τη δημοπράτηση εγγυήσεων δανείων, τις εξωδικαστικές διαδικασίες και την πλατφόρμα δημοπρασίας ακινήτων μέσω διαδικτύου που εισήχθη με επιτυχία το 2018.
Τέλος, αναφορικά με τις καθαρές δανειοδοτήσεις, ο οίκος αναμένει ότι το απόθεμα δανεισμού προς τον ιδιωτικό τομέα θα συρρικνωθεί περαιτέρω τόσο φέτος όσο και το επόμενο έτος πριν σταθεροποιηθεί ή και αυξηθεί οριακά το 2021, υπό την προϋπόθεση ότι η ελληνική οικονομία θα παραμείνει σε καλό δρόμο. Η μείωση θα λάβει χώρα από τις συνεχείς διαγραφές δανείων και των πωλήσεων προβληματικών χαρτοφυλακίων δανείων.
Η ζήτηση για νέο δανεισμό βελτιώνεται σταδιακά από πολύ χαμηλά επίπεδα και οι τράπεζες έχουν αρχίσει να χορηγούν μικρούς όγκους νέων δανείων τα τελευταία δύο χρόνια. Αυτό συμβαίνει παρά τις οικονομικές δυσκολίες πολλών νοικοκυριών και επιχειρήσεων, που εξακολουθούν να διαθέτουν χαμηλά εισοδήματα και να επιβαρύνονται με υψηλούς φόρους.