Mε ισχυρά κέρδη ολοκλήρωσαν οι μετοχικές αγορές το πρώτο τρίτο του έτους, με τους short να έχουν χάσει την παρτίδα ολοκληρωτικά. Αυτό που προκαλεί έκπληξη δεν είναι το μέγεθος της ανόδου, αλλά το κλίμα μέσα στο οποίο συντελείται.
Έντονα γεγονότα (όπως η άνοδος των ευρωσκεπτικιστών σε σειρά χωρών στην Ευρώπη, η αστάθεια στη Βενεζουέλα, το Brexit, οι τρομοκρατικές ενέργειες κ.ά.) που παλιότερα θα προκαλούσαν τριγμούς και profit taking, σήμερα δεν φαίνεται να μπορούν να προκαλέσουν ούτε ενδοσυνεδριακή διόρθωση, τουλάχιστον στην αγορά των ΗΠΑ.
Η άνοδος έχει ξεπεράσει και τις εκτιμήσεις των πιο αισιόδοξων, αφού ο S&P 500 κινήθηκε και σε νέο υψηλό ενδοσυνεδριακά και κέρδη του ξεπερνούν το 17,5% από τις αρχές του χρόνου, ενώ σε επιμέρους μετοχές τα ποσοστά ξεπερνούν κατά πολύ την άνοδο του δείκτη. Τον Απρίλιο μόνο, το αντίστοιχο μέγεθος στις αμερικανικές μετοχές ήταν 2,75%, ενώ στην Ευρώπη, που υπεραπέδωσε της αμερικανικής αγοράς μετοχών τον Απρίλιο, η άνοδος ήταν 3,5% περίπου.
Η πιο ήπια ρητορική της Fed (δεν προβλέπεται πλέον καμία αύξηση στα επιτόκια στους επόμενους 12 μήνες, ενώ ήδη αποτιμάται και μια μείωση) έχει βοηθήσει την παγκόσμια αγορά μετοχών να σημειώσει σημαντικά κέρδη, παρότι η αδυναμία αύξησης των επιτοκίων σε μια οικονομία που αναπτύσσεται είναι στην πραγματικότητα δείγμα αδυναμίας. Εντούτοις, οι μετοχές το προεξοφλούν ευνοϊκά.
Παρά τα θετικά στοιχεία ότι η οικονομία των ΗΠΑ μεγεθύνεται, τα πραγματικά επιτόκια της Fed παραμένουν πολύ κοντά στο μηδέν και, αν η πιθανότητα τη ύφεσης, μικρή ακόμα για το 2020, αυξηθεί, τα εργαλεία της παραμένουν ενεργά, οπότε τα περιθώρια των μετοχών διατηρούνται θετικά.
Από την άλλη, ωστόσο, οι στρατηγικοί αναλυτές θεωρούν ότι το 2019 είναι μεταβατικό έτος για τα χαρτοφυλάκια και η επενδυτική στρατηγική θα πρέπει να δομηθεί στο πλαίσιο αναγνώρισης του τέλους του τρέχοντος ανοδικού οικονομικού κύκλου, ο οποίος θα συνεχιστεί με χαμηλότερες ή και αρνητικές αποδόσεις για τις μετοχές μέχρι και την ολοκλήρωση της επόμενης ύφεσης.
Ταυτόχρονα, καταγράφεται επιδείνωση στην αντιστροφή της αμερικανικής καμπύλης επιτοκίων των ομολόγων, το οποίο σηματοδοτεί τον αυξημένο κίνδυνο για πτώση στις αγορές περιουσιακών στοιχείων στη διάρκεια του δεύτερου τετράμηνου του έτους. Η επιδείνωση της καμπύλης, αν και αντανακλά τις ανησυχίες της πιο «σοφιστικέ» αγοράς των ομολόγων για τις προοπτικές ανάπτυξης, σημάδι που αποδείχτηκε «κακός οιωνός» των αγορών πέρυσι τον Απρίλιο, για την ώρα περνά επίσης απαρατήρητο στην αγορά των μετοχών.
Πρόσφατα, η JP Morgan, χρησιμοποιώντας τις τιμές του δείκτη S&P 500 και το ποσοστό της μέσης πτώσης του δείκτη S&P 500 στη διάρκεια των πρόσφατων υφέσεων, συμπέρανε ότι με τον δείκτη των μετοχών να μην απέχει ουσιαστικά από την κορυφή του, οι τιμές των μετοχών δεν ενσωματώνουν πιθανότητα ύφεσης πλέον, ούτε καν αποτιμάται μια ήπια ύφεση στις τιμές του δείκτη.
Από την άλλη, η περίοδος ανακοίνωσης των εταιρικών αποτελεσμάτων στην αγορά των ΗΠΑ που ξεκίνησε τον προηγούμενο μήνα, δεν φαίνεται να αλλάζει προς το θετικότερο το outlook των επιχειρήσεων, αφού το guidance μάλλον δείχνει ότι οι επιχειρήσεις αποτιμούν με μεγαλύτερες πιθανότητες την ύφεση απ’ ό,τι οι τιμές των μετοχών. Σε όρους θεμελιωδών μεγεθών, οι θετικές αναθεωρήσεις των κερδών που παρατηρούνται από τα μέσα Μαρτίου για την πλειονότητα των αμερικανικών μετοχών είναι σε χαμηλά επίπεδα. Παράλληλα, από το κάδρο των αγορών έχει και πάλι αφαιρεθεί ο εμπορικός πόλεμος και η συμφωνία που εκτιμάται ότι έρχεται. Όσο διαρκεί η περίοδος των συζητήσεων, οι αμερικανικές μετοχές ενισχύονται, όπως φαίνεται και στον δείκτη VIX, ωστόσο με το κλείσιμο της συμφωνίας, πολλά μπορεί να αλλάξουν.
Οι εκτιμήσεις
Οι στρατηγικοί αναλυτές των επενδυτικών οίκων περιμένουν ότι έως το τέλος του 2019 ο S&P 500 θα κλείσει στις 2.950 μονάδες, επίπεδο που αντιστοιχεί σε μηδενική ουσιαστικά απόδοση πλέον.
Προβλέπουν ότι τα κέρδη ανά μετοχή (EPS) θα φτάσουν τα 173 δολάρια στο τέλος του 2019, αυξημένα κατά 5%. Οι πολλαπλασιαστές για τις μετοχές δεν αναμένεται να μειωθούν σημαντικά, αφού ο δείκτης P/E από 17 φορές για το τέλος του 2018 αναμένεται να κινηθεί στα ίδια επίπεδα. Μεταξύ των τιμών-στόχων, η πιο αισιόδοξη πρόβλεψη είναι οι 3.250 μονάδες της Deutsche Bank και στον αντίποδα οι 2.750 μονάδες της Morgan Stanley και της Barclays.
Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία της Factset, o κυκλικά αναπροσαρμοσμένος δείκτης P/E (CAPE - Cyclically Adjusted Price Earnings ratio) των αμερικανικών μετοχών βρίσκεται στις 25 φορές, αρκετά υψηλότερα από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του, ενώ στην Ευρώπη π.χ. ο δείκτης διαμορφώνεται στις 16 φορές, αρκετά χαμηλότερα από τον μέσο όρο της 25ετίας.
Αν και οι αμερικανικές μετοχές είναι πιο ακριβές από τις μετοχές της Ευρώπης, της Ασίας και των αναδυόμενων αγορών, οι περισσότεροι αναλυτές παραμένουν υπέρ των μετοχών των ΗΠΑ. Αν στο δεύτερο εξάμηνο του 2019, οι διεθνείς αγορές ξεκινούσαν να προεξοφλούν αλλαγές το υψηλότερο έλλειμμα των ΗΠΑ, την πιθανότητα ύφεσης το 2020, τη μεγαλύτερη προσπάθεια μείωσης του ισολογισμού της Fed, αλλά και τη μη μείωση των επιτοκίων, την αλλαγή της πολιτικής της ΕΚΤ, τη συμφωνία με την Κίνα, αλλά και αρκετά ακόμα ζητήματα πολιτικής φύσεως, τότε οι ειδυλλιακές συνθήκες για τους αγοραστές θα αλλάξουν.