Με την ολοκλήρωση του swap και τη σαφή υπεραπόδοση έναντι του αρχικού στόχου, ο πήχης είχε τοποθετηθεί στο 75% και τελικά κινήθηκε στο 86%, τα ελληνικά ομόλογα αλλάζουν σελίδα σε όρους ρευστότητας και προετοιμάζουν το έδαφος για τις επόμενες εκδόσεις του 2018.
Οι θεσμικοί επενδυτές, οι τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία επέλεξαν να συμμετέχουν στην πρόταση ανταλλαγής την τελευταία ημέρα, ως είθισται να συμβαίνει σε τέτοιου είδους προτάσεις. Περίπου το 1/3 των 20 υφιστάμενων ομολόγων λήξης από το 2023 ως το 2042 βρισκόταν σε ελληνικά χέρια (π.χ. τράπεζες, Τράπεζα της Ελλάδος και ιδιώτες ομολογιούχοι) και τα 2/3 σε ξένα θεσμικά χαρτοφυλάκια.
Οι ξένοι επενδυτικοί οίκοι, με εξαίρεση τη UBS που πρότεινε την πώληση των τίτλων πριν την ανταλλαγή, είχαν χαρακτηρίσει θετική την ανταλλαγή. Η Moody’s είχε χαρακτηρίσει το γεγονός ως credit positive. Η S&P, παρότι εκτίμησε ότι δεν θα έχει άμεσο αντίκτυπο στην αξιολόγηση της χώρας, εντούτοις θεώρησε ότι η έκβασή του θα ήταν σημαντική για να επιτύχει τους στόχους για τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) μετά την έξοδο από το τρίτο πρόγραμμα το 2018.
Τα πέντε νέα ομόλογα που θα προκύψουν από την ανταλλαγή θα εμφανιστούν στις πλατφόρμες και στην ηλεκτρονική αγορά τίτλων του ΗΔΑΤ στις 5 Δεκεμβρίου και τα ομόλογα θα διέπονται από αγγλικό δίκαιο. Η ανταλλαγή των 20 μικρών σειρών ομολόγων που προέκυψαν από το PSI με 5 νέα ομόλογα, έγκειται στις προσπάθειες του οικονομικού επιτελείου να εξομαλυνθεί η καμπύλη επιτοκίων, να αυξηθεί η ρευστότητα της αγοράς, προκειμένου να προσελκύσουν ευκολότερα οι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές και δευτερευόντως να προετοιμάσει το έδαφος των νέων εκδόσεων ενόψει της εξόδου της χώρας από το πρόγραμμα επιτήρησης το επόμενο καλοκαίρι.
Εφόσον όλα εξελιχθούν ομαλά και έως το Eurogroup -στα τέλη του Ιανουαρίου του 2018- υπάρξει η τελική συμφωνία μεταξύ κυβέρνησης και δανειστών για την τρίτη αξιολόγηση, τότε το Ελληνικό Δημόσιο θα επιχειρήσει, πιθανότατα τον Φεβρουάριο, νέα έκδοση, που σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα αφορά 3τές ομόλογο, ύψους 3-5 δισ. ευρώ.
Το swap αποτελεί επί της ουσίας ένα από τα πρώτα ενδιάμεσα βήματα στη μακρά διαδικασία, που θα πρέπει να οδηγήσει θεωρητικά στην έξοδο από τα προγράμματα διάσωσης. Η Ελλάδα χρειάζεται περίπου 14 δισ. ευρώ το 2019 και 5 δισ. ευρώ το 2020 και προκειμένου να επιτύχει μια καθαρή έξοδο από το πρόγραμμα διάσωσης μέχρι τον Αύγουστο του 2018 και η χώρα θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει αποκτήσει ανεμπόδιστη και απεριόριστη πρόσβαση στις αγορές, ώστε να καλύψει τις περισσότερες από αυτές τις ανάγκες, ενώ θα πρέπει να έχει σχηματιστεί και ένα «μαξιλάρι ρευστότητας».
Η εικόνα στα κρατικά ομόλογα
Σε μεγάλο βαθμό, η ανοδική κίνηση στις τιμές των ελληνικών ομολόγων το προηγούμενο διάστημα (σε πλήρη αντιδιαστολή με το Χρηματιστήριο) είναι αποτέλεσμα των διαδικασιών του swap και των μακροπρόθεσμων θετικών υποστηρικτικών μηνυμάτων που περικλείει.
Οι πράξεις στην αγορά των ελληνικών ομολόγων μειώθηκαν αισθητά τον Νοέμβριο. Το GGB strip διαμορφώθηκε στις 83,60 μονάδες βάσης με απόδοση στη λήξη (Yield to Maturity - YTM) 5,776%. Το διετές, σε όλη αυτή την περίοδο, έχει βρεθεί να κάνει πράξεις πάνω από τις 102,5 μονάδες βάσης, με απόδοση στη λήξη λίγο πάνω από το 2,94%. Αυτή η εικόνα έχει ωστόσο διαμορφώσει και τις αποδόσεις και στο ελληνικό δεκαετές ομόλογο, που τώρα είναι διαπραγματεύσιμο στις 89 μονάδες βάσης με 5,37% απόδοση στη λήξη, ενώ π.χ. στα μέσα Μαρτίου βρισκόταν στις 77,3 μονάδες βάσης και απόδοση στη λήξη διαμορφωνόταν στο 6,98%, με τη διαφορά της τιμής να προσεγγίζει 15%.
Για την πιο μακρινή έκδοση του ελληνικού strip που προέκυψε από το PSI την εικοσιπενταετία, οι τιμές πλέον διαμορφώνονται στα πέριξ των 79 μονάδων βάσης και απόδοση στη λήξη 5,7%. Συνολικά η μεγαλύτερη θετική μεταβολή βρίσκεται στις μακρινές λήξεις.