Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

ΜΕΘ Covid: «Κλωνοποιήσαμε» εντατικολόγους για να ανταποκριθούμε

Δραματικές περιγραφές της μάχης που δόθηκε στις μονάδες του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης. Το προφίλ των διασωληνωμένων σήμερα και το εμβόλιο ως game changer.

ΜΕΘ Covid: «Κλωνοποιήσαμε» εντατικολόγους για να ανταποκριθούμε
  • του ανταποκριτή μας στη Θεσσαλονίκη Βασίλη Ιγνατιάδη

«Χρειάστηκε να ‘κλωνοποιηθούν’ οι εξειδικευμένοι γιατροί και νοσηλευτές, να βρεθούν ‘εντατικολογίζοντες’ γιατροί και νοσηλευτές. Ο όρος ότι οι εργαζόμενοι στις ΜΕΘ ξεπέρασαν τα όριά τους έπαψε να έχει νόημα, διότι για τους ανθρώπους αυτούς δεν υπήρχαν όρια».

Οι επισημάνσεις της συντονίστριας διευθύντριας της Α' ΜΕΘ του νοσοκομείου «Γ. Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης Μηλίτσας Μπιτζάνη είναι χαρακτηριστικές των συνθηκών που βίωσε το προσωπικό στη διάρκεια της πανδημίας και ιδιαίτερα στο δεύτερο κύμα, που σάρωσε με ιδιαίτερη σφοδρότητα τη Θεσσαλονίκη. Η ίδια μαζί με τον διευθυντή της Β' ΜΕΘ Νίκο Καπραβέλο συντόνισαν την ενότητα για τις ΜΕΘ στη διάρκεια του 4ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Νοσημάτων Θώρακος.

Ο Βασίλης Βουτσάς, πνευμονολόγος-εντατικολόγος, επιμελητής Α' της Α' ΜΕΘ, παρουσίασε το χρονικό της εμπειρίας 15 μηνών στην αντιμετώπιση της πανδημίας, ενώ έδωσε το προφίλ των νοσηλευόμενων στις ΜΕΘ, επισημαίνοντας πως ο εμβολιασμός θα πρέπει να επικεντρωθεί κυρίως στις ηλικίες 50-70 ετών, προκειμένου να αλλάξουν τα δεδομένα, εν αναμονή του 4ου κύματος.

Το προφίλ των διασωληνωμένων

Στο σύνολο των 223 ασθενών (66% άνδρες) που νοσηλεύτηκαν στην Α' ΜΕΘ από τον Απρίλιο του 2020 έως τις 15 Μαΐου 2021, η μέση ηλικία ήταν τα 65 έτη, με συχνότερες συννοσηρότητες την αρτηριακή υπέρταση (57%) και τον σακχαρώδη διαβήτη (31%), ενώ ένα 22% είχε συνδυασμό και των δύο.

Σύμφωνα με τον κ. Βουτσά, η παχυσαρκία δεν αποτέλεσε τόσο καθοριστικό παράγοντα στο προφίλ των ασθενών. «Η πλειονότητα είχε Δείκτη Μάζας Σώματος άνω του 25, αλλά οι νοσογόνα παχύσαρκοι με πάνω από 40 δεν ήταν ο κανόνας. Ο κανόνας ήταν περίπου ο ασθενής με ηλικία 50 ως 70 με στοιχεία μεταβολικού συνδρόμου, είτε υποκλινικά είτε πλήρως εκδηλωμένα, ο οποίος πριν τη νόσηση είχε καλή εικόνα, εργαζόταν, είχε καλή κοινωνική δραστηριότητα», είπε, για να προσθέσει: «Νομίζω ότι βασικός στόχος του εμβολιασμού είναι η συγκεκριμένη ηλικία των 50-70, οι οποίοι είναι αρκετά καλά ώστε να μη νιώθουν τον φόβο της Covid τόσο πολύ όσο ο 80χρονος και ο 85χρονος, αλλά παρ' όλα αυτά η νοσηρότητά τους είναι υψηλή συγκρινόμενη με άτομα 20 ή 30 ετών».

Η θνητότητα των ασθενών στη συγκεκριμένη ΜΕΘ κινήθηκε στο 38%-40% στις 90 μέρες και ο μέσος όρος νοσηλείας ήταν 15 ημέρες.

Σε ό,τι αφορά τις επιπλοκές, στο 40% των ασθενών παρουσιάστηκε οξεία νεφρική ανεπάρκεια και το 11% χρειάστηκε αιμοδιαδιήθηση. Στο 10% υπήρξε πνευμονική εμβολή, ενώ συχνά ήταν τα θρομβωτικά περιστατικά -από τις φλέβες και λιγότερο από τις αρτηρίες- καθώς και τα αιμορραγικά επεισόδια, από το πεπτικό, από το αναπνευστικό και από τραχειοστομίες. Υπήρξαν περιστατικά πνευμοθώρακα/πνευμομεσοπνευμόνιου και συχνές μυοπάθειες.

Τα τρία κύματα και η αναμονή του τέταρτου

Το νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου» διασωλήνωσε τον πρώτο ασθενή στη Β' ΜΕΘ στις 16 Μαρτίου του 2020. Στη συνέχεια, η Α' ΜΕΘ έγινε ΜΕΘ Covid.

Το πρώτο κύμα κύλησε ήπια, όπως και σε όλη την Ελλάδα. Στην Α' ΜΕΘ νοσηλεύτηκαν συνολικά 12 ασθενείς.
«Στο δεύτερο κύμα, πραγματικά έφτασε όλο το σύστημα στα όριά του. Οι ανάγκες ήταν πάρα πολύ μεγάλες, η πίεση πάρα πολύ μεγάλη, και όσοι το βιώσαμε, γνωρίζουμε πόσο δύσκολη ήταν εκείνη η κατάσταση», είπε ο κ. Βουτσάς. Κι όλα αυτά παρά τις συνολικά 43 διαθέσιμες κλίνες ΜΕΘ. Στις 18 της Α' ΜΕΘ προστέθηκαν οι 12 της Β' ΜΕΘ, η Κλινική Αναπνευστικής Ανεπάρκειας (7 κλίνες) και η ΜΕΘ Εγκαυμάτων με 6 κλίνες και προσωπικό κυρίως από το αναισθησιολογικό, με βοήθεια από την Κλινική Αναπνευστικής Ανεπάρκειας.

Συνολικά στο δεύτερο κύμα, το νοσοκομείο είχε 217 διασωληνωμένους ασθενείς, η θνητότητα ήταν στο 37%, ενώ από αυτούς που επιβίωσαν το 37% μεταφέρθηκε σε Τμήμα (είτε Covid κλινική είτε non Covid, αν είχαν αρνητικοποιηθεί) και το 29% που είχαν αρνητικοποιηθεί μεταφέρθηκαν σε άλλες μονάδες, σε ΜΑΦ ή σε μονάδες αποκατάστασης στον ιδιωτικό τομέα.

«Το τρίτο κύμα ήταν εξίσου σφοδρό μπορώ να πω. Μόνο στην Α' ΜΕΘ, μέχρι τα μέσα Μαΐου είχαμε +96 ασθενείς, ενώ από τα τέλη Απριλίου ξεκίνησε τη λειτουργία της και η καινούργια μονάδα του νοσοκομείου, η Γ' ΜΕΘ, με το προσωπικό ουσιαστικά από τη Μονάδα Εγκαυμάτων, στο οποίο προστέθηκαν στελέχη και από τις άλλες μονάδες», σημείωσε ο κ. Βουτσάς και πρόσθεσε πως η διαφορά του τρίτου κύματος ήταν πως είχε έναν game changer, που δεν ήταν άλλος από το εμβόλιο.

«Πραγματικά άλλαξε τα δεδομένα στο τρίτο κύμα και θα τα αλλάξει πολύ περισσότερο και στο τέταρτο κύμα. Σε αυτό τον χρόνο είδαμε ηλικιωμένους, νέους, παχύσαρκους, αδύνατους, ανθρώπους με πολλά συνοδά προβλήματα και ανθρώπους χωρίς συνοδά προβλήματα. Δεν είχαμε όμως, τουλάχιστον στη δική μας μονάδα, κανέναν ασθενή ο οποίος να έχει προλάβει να ολοκληρώσει τις δύο δόσεις του εμβολίου. Δεν είχαμε κανέναν πλήρως εμβολιασμένο, είχαμε μόνο 4-5 περιστατικά ασθενών, οι οποίοι είχαν προλάβει να κάνουν μία δόση, αλλά δυστυχώς εμφάνισαν συμπτώματα περίπου στις 7 με 10 μέρες, οπότε δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν τον εμβολιασμό τους», τόνισε.

Η αγωνία για ένα κρεβάτι

Ο εντατικολόγος περιέγραψε με μελανά χρώματα τις συνθήκες εργασίας του προσωπικού, ιδιαίτερα στη διάρκεια του σφοδρού δεύτερου κύματος. Μίλησε για τη σωματική και ψυχολογική κόπωση του προσωπικού, τις συχνές εντάσεις και φωνές, αλλά κυρίως για την κοινή αγωνία με στόχο την εξασφάλιση μιας κλίνης.

«Οι συντονιστές διευθυντές των μονάδων έκαναν πολλούς μήνες για να έχουν ένα ήσυχο απόγευμα, ένα ήσυχο βράδυ, χωρίς πίεση για κρεβάτι. Και φυσικά αυτή η πίεση μεταφερόταν σε όλους μας. Πολύ μεγάλη ανάγκη για κρεβάτια», είπε και πρόσθεσε την επιπλέον παράμετρο της έλλειψης Μονάδας Αυξημένης Φροντίδας για τη μεταφορά ασθενών που έχουν βελτιωθεί, ώστε να ελευθερωθούν κλίνες για άλλους.

«Δεν αισθανόσουν ασφαλής να μεταφέρεις αυτούς τους ασθενείς στην Covid κλινική, η οποία ήταν ήδη γεμάτη, δεχόταν νέα περιστατικά και τεράστια πίεση», είπε, για να καταλήξει πως «ήταν ένας δύσκολος χρόνος. Ελπίζω ότι το εμβόλιο και ιδίως σε αυτή την ηλικία 50-70 θα αλλάξει τα δεδομένα για το τέταρτο κύμα, το οποίο αναπόφευκτα θα έχουμε».

Κλείνοντας ο Νίκος Καπραβέλος έθεσε το ερώτημα για την επίπτωση σε νοσηρότητα και θνητότητα των άλλων παθήσεων, κατά την περίοδο που το μεγαλύτερο μέρος των νοσοκομείων ασχολούνταν με την Covid-19. Επίσης, εξέφρασε τον προβληματισμό του για τη θνητότητα ενός μέρους των ασθενών μετά την έξοδο από την εντατική.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v