Ευρύτατες αλλαγές στη συμφωνία μετόχων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Deutsche Telekom (DT) ενέκρινε η χθεσινή έκτακτη γενική συνέλευση του ΟΤΕ, λίγους μήνες μετά τη μεταβίβαση του 5% του οργανισμού στο Ταμείο Ιδιωτικοποιήσεων (ΤΑΙΠΕΔ).
Από τη στάση του γερμανικού ομίλου (που κατέχει το 40%) θα κριθεί και η «τύχη» του ΤΑΙΠΕΔ κατά την πώληση του 5%, σε μια διαδικασία που έχει ήδη δρομολογηθεί, καθώς σύντομα θα επιλεγεί ο σύμβουλος του Ταμείου. Μετά την πώληση του 5%, το Δημόσιο θα κατέχει άμεσα μόλις το 1% του OΤΕ και το ΙΚΑ επιπλέον ποσοστό 4%.
Η νέα συμφωνία μετόχων, όπως αποτυπώνεται στις αποφάσεις που εγκρίθηκαν στη χθεσινή συνέλευση, δείχνει πως το Δημόσιο διατηρεί δυνατότητα παρέμβασης στα διοικητικά του OΤΕ παρά το χαμηλό ποσοστό.
Παράλληλα, χάνει κάποια από τα δικαιώματα βέτο που προέβλεπε η αρχική συμφωνία μετόχων, η οποία είχε βρεθεί και στο στόχαστρο της Κομισιόν. Από τις διαπραγματεύσεις των τελευταίων μηνών φαίνεται πως η διοίκηση της Deutsche Telekom δέχθηκε ορισμένες από τις απαιτήσεις της ελληνικής πλευράς.
Ετσι, με βάση την αναμορφωμένη συμφωνία, το ελληνικό δημόσιο θα διατηρήσει μέχρι το 2018 τέσσερα μέλη στο διοικητικό συμβούλιο του OΤΕ, που γίνεται πλέον δεκαμελές, με την DT να επιλέγει τα υπόλοιπα έξι. Μετά το 2018 το ελληνικό δημόσιο θα ορίζει δύο μέλη στο Δ.Σ. του OΤΕ.
Επιπλέον το δημόσιο διατηρεί το δικαίωμα βέτο (με βάση το καταστατικό, αρκεί μία αρνητική ψήφος από μέλος του Δ.Σ.) σε κάθε απόφαση που συνδέεται με λύση της εταιρείας, μεταφοράς έδρας, αλλά και σε συγχώνευση ή πώληση περιουσιακού στοιχείου στην περίπτωση που τίθεται σε κίνδυνο η εθνική ασφάλεια ή η δημόσια ασφάλεια. Επιπλέον συμφωνείται πως η διοίκηση του OΤΕ δε μπορεί να εγκρίνει αύξηση κεφαλαίου στην οποία θα απαγορεύεται η συμμετοχή του ελληνικού δημοσίου ως μετόχου του 1% (συν 4% μέσω του ΙΚΑ).
Το δημόσιο διατηρεί, επίσης, το δικαίωμα να μπλοκάρει συναλλαγές μεταξύ του OΤΕ και της DT από ένα συγκεκριμένο ύψος και πάνω. Επιπλέον μέχρι το 2018 οι Γερμανοί δεν μπορούν να βγάλουν τις μετοχές του OΤΕ από το ελληνικό χρηματιστήριο, αν και ουδείς πιστεύει πως θα δαπανήσουν σήμερα κάποια δισ. ευρώ για να κάνουν κάτι τέτοιο. Με τη νέα συμφωνία καταργείται το δικαίωμα βέτο του δημοσίου για την έγκριση των οικονομικών καταστάσεων, για την πώληση περιουσιακών στοιχείων (αν δεν απειλείται η εθνική ή δημόσια ασφάλεια), το βέτο για τη σύναψη δανειακών συμβάσεων κ.λπ.
Το ΤΑΙΠΕΔ και η πώληση του 5%
Η στάση που θα τηρήσει η DT θα κρίνει και την τύχη της προσπάθειας που έχει ξεκινήσει το ΤΑΙΠΕΔ (με τον διαγωνισμό για πρόσληψη συμβούλου), ώστε να πωληθεί το 5% του OΤΕ, όπως προβλέπει και το επικαιροποιημένο μνημόνιο.
Με βάση τη συμφωνία μετόχων, το ΤΑΙΠΕΔ έχει δύο δρόμους: Πρώτον, να καλέσει την DT να αποκτήσει το 5% με βάση την τιμή που προβλέπεται στη συμφωνία για μια τέτοια περίπτωση (υπολογίζεται η τιμή της μετοχής κατά τις τελευταίες συνεδριάσεις στο Χ.Α. και προκύπτει ένα τίμημα). Αν η DT δεν ανταποκριθεί (ή ακόμα και χωρίς να την ρωτήσει εξ αρχής), το ΤΑΙΠΕΔ μπορεί να ακολουθήσει τον δεύτερο δρόμο και να προχωρήσει σε πλειστηριασμό, δηλαδή σε πώληση του 5% μέσω διαγωνισμού. Όμως, ακόμα και αν επιλέξει τη συγκεκριμένη διαδικασία πρέπει -όταν βρεθεί πλειοδότης για το 5%- να καλέσει πάλι την DT. Γιατί; Επειδή ο γερμανικός όμιλος έχει δικαίωμα πρώτης άρνησης και συνεπώς μπορεί να δώσει το ίδιο ποσό με τον πλειοδότη του διαγωνισμού και να πάρει το 5% του OΤΕ μέσω της συγκεκριμένης οδού.
Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις του γερμανικού ομίλου θα ληφθούν περισσότερο με «πολιτικά» κριτήρια και λιγότερο με επιχειρηματικά, αφού δεν έχει κανένα σπουδαίο λόγο να αυξήσει το ποσοστό του στον OΤΕ, ειδικά μετά τη νέα συμφωνία μετόχων με το ελληνικό Δημόσιο. Ταυτόχρονα, όμως, μπορεί να επιθυμεί να εξαγοράσει το 5%, ώστε να διευκολύνει την ελληνική πλευρά στην αναζήτηση εσόδων για το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων.
Στελέχη που παρακολουθούν τη διαδικασία θεωρούν πως οι αποφάσεις θα ληφθούν όταν οριστικοποιηθεί και ο δρόμος που θα ακολουθήσει το ΤΑΙΠΕΔ, με βάση και τις εισηγήσεις του συμβούλου.