Σε μια περίοδο που εγχώριοι οικονομικοί παράγοντες θεωρούν τον κλωστοϋφαντουργικό κλάδο «τελειωμένο», έχει εκδηλωθεί ενδιαφέρον από εταιρεία του εξωτερικού για την εξαγορά του εργοστασίου της Ελληνικής Υφαντουργίας στα Γιαννιτσά, με στόχο την εκ νέου λειτουργία του.
«Πρόκειται για μια παραγωγική μονάδα υψηλής προστιθέμενης αξίας (υφάσματα τύπου denim), εξαγωγικού προσανατολισμού, με ιδιαίτερα σύγχρονο εξοπλισμό, ο οποίος βρίσκεται σε λειτουργική κατάσταση», διαμηνύεται στο Euro2day.gr και το deal θα μπορούσε κάλλιστα να γίνει μέσα από τη διαδικασία του πλειστηριασμού που έχει προγραμματίσει η πιστώτρια τράπεζα Alpha Bank για τον προσεχή Νοέμβριο.
Συγκεκριμένα, η Alpha έχει κινήσει διαδικασία πλειστηριασμού για ακίνητα της Ελληνικής Υφαντουργίας, λόγω των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων της τελευταίας προς τις τράπεζες. Η εισηγμένη διαθέτει τρία ακίνητα: Αυτό που στεγάζει την προαναφερθείσα μονάδα και άλλα δύο που σήμερα εκμισθώνονται σε τρίτους.
Η «επόμενη μέρα»
Ζητούμενο ωστόσο παραμένει η «επόμενη μέρα» του εισηγμένου Ομίλου, τόσο σε ό,τι αφορά sτη λειτουργία του, όσο και σε ό,τι αφορά τη μετοχή του, που έχει σταματήσει να διαπραγματεύεται στο ΧΑ από την άνοιξη του 2014.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Ελληνική Υφαντουργία πέρα από τη μονάδα της μητρικής εταιρείας, διέθετε δύο θυγατρικές: τα Κλωστήρια Κιλκίς και τα Εκκοκκιστήρια Θεσσαλίας.
Η ευχάριστη εξέλιξη των τελευταίων μηνών είναι ότι και οι δύο μονάδες των θυγατρικών εταιρειών βρίσκονται σε λειτουργία, καθώς η οικογένεια Ακκά (βασικός μέτοχος της Ελληνικής Υφαντουργίας) κάλυψε την αύξηση μετοχικού κεφαλαίου των Κλωστηρίων Κιλκίς, με αποτέλεσμα την επαναλειτουργία του εργοστασίου ουσιαστικά από τις αρχές του τρέχοντος έτους.
Ζητούμενο ωστόσο παραμένει το τι θα γίνει με την τύχη της μητρικής εταιρείας και φυσικά με τις μετοχές που παραμένουν εισηγμένες στο ΧΑ. Στο ερώτημα αυτό κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με βεβαιότητα, ωστόσο όπως δείχνουν τα πράγματα:
Πρώτον, θα εκποιηθούν από τις τράπεζες μια σειρά περιουσιακών στοιχείων, με στόχο τον περιορισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων και
δεύτερον, θα ακολουθήσουν πιθανότατα διαπραγματεύσεις μεταξύ τραπεζών και βασικών μετόχων, το αποτέλεσμα των οποίων δεν μπορεί να προεξοφληθεί.