Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Εθνική: Μελέτη για τη σύγκλιση με την Ευρωζώνη

Η ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία επταετία (1997-2003) οδήγησε σε μείωση της διαφοράς του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδος από το μέσο όρο της ευρωζώνης κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, σε επίπεδο που αντιστοιχεί σήμερα στο 75,5% του αντίστοιχου της ευρωζώνης (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης), επιημαίνει η Εθνική Τράπεζα.

Εθνική: Μελέτη για τη σύγκλιση με την Ευρωζώνη
Η ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία επταετία (1997-2003) οδήγησε σε μείωση της διαφοράς του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδος από το μέσο όρο της ευρωζώνης κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, σε επίπεδο που αντιστοιχεί σήμερα στο 75,5% του αντίστοιχου της ευρωζώνης (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης).

Αυτό επισημαίνεται στο τεύχος Φεβρουαρίου 2004 του Δελτίου Aνάλυσης της ελληνικής οικονομίας και των αγορών (Economic & Μarket Analysis) της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο εκδίδεται στην αγγλική γλώσσα και προορίζεται για την ενημέρωση των επενδυτών.

Το Δελτίο παρουσιάζει τις πρόσφατες εξελίξεις, καθώς και τις τάσεις της ελληνικής οικονομίας και των χρηματοοικονομικών αγορών της.

Στο Δελτίο εξετάζονται οι παράγοντες που συνέβαλαν στην επίτευξη των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά τα τελευταία χρόνια -- συντελώντας στη μείωση της απόκλισης του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδος από το μέσο όρο της ευρωζώνης -- και εξετάζεται κατά πόσον αυτοί οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης είναι διατηρήσιμοι μακροπρόθεσμα, όπως αντανακλάται στις εκτιμήσεις του μελλοντικού δυνητικού ρυθμού αύξησης του ελληνικού ΑΕΠ.

Συγκεκριμένα, η ισχυρή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά την τελευταία επταετία (1997-2003) εκτιμάται ότι οδήγησε σε μείωση της διαφοράς του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδος από το μέσο όρο της ευρωζώνης κατά 9 περίπου ποσοστιαίες μονάδες, σε επίπεδο που αντιστοιχεί σήμερα στο 75,5% του αντίστοιχου της ευρωζώνης (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης).

Διαπιστώνεται ότι οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης αντανακλούν τη συνδυασμένη επίδραση τόσο παραγόντων οι οποίοι αυξάνουν τις παραγωγικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας (αύξηση αποθέματος κεφαλαίου και εργατικού δυναμικού, υιοθέτηση σύγχρονων μεθόδων παραγωγής και η συνακόλουθη αύξηση της παραγωγικότητας συντελεστών παραγωγής), όσο και παραγόντων σχετιζόμενων με την αύξηση της συνολικής ζήτησης, η επίδραση των οποίων αναμένεται να εκλείψει μακροπρόθεσμα.

Συγκεκριμένα, όσον αφορά το σκέλος της ζήτησης, οι χαλαρές νομισματικές συνθήκες -- καθώς τα ελληνικά επιτόκια συνέκλιναν προς το μέσο όρο της ευρωζώνης και διατηρούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα -- οι ροές κεφαλαίων από τα Β’ και Γ’ ΚΠΣ και οι δαπάνες για την προετοιμασία των Ολυμπιακών Aγώνων συνέβαλαν στους ισχυρούς ρυθμούς αύξησης της καταναλωτικής και επενδυτικής δαπάνης κατά την τελευταία εξαετία ( 8,8% και 2,9% ετησίως, κατά μέσο όρο, αντίστοιχα).

Οι υψηλοί ρυθμοί ανόδου των επενδύσεων είχαν ως συνέπεια τόσο τη διεύρυνση του αποθέματος κεφαλαίου της οικονομίας, το οποίο αυξήθηκε -- συμπεριλαμβανομένων των αποσβέσεων -- κατά 26% από το 1996. Παράλληλα, η διάρθρωση της επενδυτικής δαπάνης (σε σταθερές τιμές) χαρακτηρίστηκε από διαχρονική αύξηση του μεριδίου των επενδύσεων σε εξοπλισμό σε σύγκριση με τις κατασκευές -- σε αντιδιαστολή με την κρατούσα άποψη ότι η αύξηση των παγίων επενδύσεων στην ελληνική οικονομία βασίζεται κατά κύριο λόγο στην κατασκευαστική δραστηριότητα.

Αυτό είχε ως συνέπεια οι επενδύσεις σε εξοπλισμό να αποτελούν το 42% του συνόλου των επενδύσεων κατά το 2003 σε σύγκριση με το 36% που ήταν κατά το 1995 (ενώ το μερίδιο των κατασκευών περιορίστηκε διαχρονικά και διαμορφώθηκε στο 54% το 2003 από 60% το 1995) – με τη σημερινή διάρθρωση των επενδύσεων να προσεγγίζει αυτή της ευρωζώνης.

Αναφορικά με το δεύτερο συντελεστή παραγωγής, την εργασία, διαπιστώνεται ότι η συνεισφορά της στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας ήταν θετική παρά τον φαινομενικά χαμηλό ρυθμό αύξησης της απασχόλησης, που δηλώνεται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία κατά την ίδια περίοδο (0,7% ετησίως).

Τα στοιχεία αυτά, όπως επισημαίνουν οι αναλυτές της Εθνικής, φαίνεται να μην αποτυπώνουν επαρκώς την απασχόληση των μεταναστών, η οποία εκτιμάται ότι οδήγησε σε ρυθμούς αύξησης της απασχόλησης 1-1½ ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερους από εκείνους που δημοσιεύει η ΕΣΥΕ.

Στο παρόν Δελτίο, επιχειρείται να εκτιμηθεί η συνολική επίδραση των παραγόντων που συνεισέφεραν στην αύξηση του δυνητικού επιπέδου ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας –δηλαδή του επιπέδου ανάπτυξης από το οποίο έχει αφαιρεθεί η επίδραση του οικονομικού κύκλου - με βάση ένα οικονομετρικό υπόδειγμα. Από την ανάλυσή μας προκύπτει - αναγνωρίζοντας το μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας που ενέχουν τέτοιου είδους προβλέψεις - ότι ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας επιταχύνθηκε σημαντικά τα 7 τελευταία χρόνια ανερχόμενος στο 3,3% το 2003 σε σχέση με 2,3% το 1996.

Εκτιμάται ότι ο κύριος παράγοντας ο οποίος οδήγησε στην αύξηση του δυνητικού ρυθμού ανάπτυξης ήταν η σημαντική ενίσχυση των παγίων επενδύσεων από το 19.6% του ΑΕΠ το 1996 σε 27% το 2003. Λιγότερο σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η αύξηση της απασχόλησης καθώς και της συνολικής παραγωγικότητας π.χ. λόγω της ανάληψης διαρθρωτικών αλλαγών. Ωστόσο, ο πραγματικός ρυθμός ανάπτυξης υπερβαίνει τον εκτιμώμενο δυνητικό ρυθμό στο χρονικό διάστημα 1996-2003 κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες κατά μέσο όρο, αναδεικνύοντας τη θετική συνεισφορά στην ανάπτυξη των παραγόντων που σχετίζονται με τη συνολική ζήτηση, αλλά και το ρόλο των ιδίων παραγόντων στη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων στην οικονομία.

Στη συνέχεια, προκειμένου να προσδιοριστεί ο μακροχρόνιος δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται ένα απλό υπόδειγμα που τον συσχετίζει με τις δύο κύριες συνιστώσες του: το ύψος των παγίων επενδύσεων και της απασχόλησης. Υποθέτοντας ότι ο λόγος της επενδυτικής δαπάνης προς το ΑΕΠ και ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης θα μειωθούν διαχρονικά (από τα σημερινά υψηλά τους επίπεδα) συγκλίνοντας προς το μακροχρόνιο μέσο όρο τους, εκτιμάται ότι ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα ανέλθει στο 3,6% το 2008 και στη συνέχεια θα επιβραδυνθεί σταδιακά στο 3,3% έως το 2015.

Ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης ενδέχεται να είναι ακόμη υψηλότερος, αν ληφθεί υπόψη η πιθανότητα περαιτέρω βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, γεγονός το οποίο απαιτεί την πιο αποτελεσματική προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών και την υιοθέτηση των πλέον σύγχρονων μεθόδων παραγωγής από τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Τέλος, όσον αφορά τη μελλοντική πορεία της πραγματικής σύγκλισης, και λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ευνοϊκές αναπτυξιακές επιδράσεις από το σκέλος της ζήτησης θα φθίνουν διαχρονικά, εκτιμάται ότι οι μελλοντικοί αναπτυξιακοί ρυθμοί της ελληνικής οικονομίας θα επιτρέψουν την περαιτέρω αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος της Ελλάδας, το οποίο αναμένεται να ανέλθει στο 85% του μέσου όρου της ευρωζώνης το 2012.

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v