Μπορεί πέρυσι ο αριθμός των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του European Investment Monitor, να υποχώρησε στις 30, -το 2020 ήταν 39-, ωστόσο ήταν ο δεύτερος υψηλότερος από το 2000, κατατάσσοντας τη χώρα στην 26η θέση μεταξύ των 51 χωρών που συμμετέχουν στην ευρωπαϊκή έρευνα. Αθροιστικά, μάλιστα, οι επενδύσεις ΑΞΕ της τελευταίας διετίας αντιπροσωπεύουν το 24% του συνόλου των επενδύσεων που πραγματοποιήθηκαν στη χώρα τα τελευταία 22 χρόνια.
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι επιδόσεις της Ελλάδας απέχουν έτη φωτός από αυτές των 15 κορυφαίων χωρών σε έργα ΑΞΕ στην Ευρώπη τη διετία 2020 και 2021. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, θα πρέπει να αναφέρουμε πως στη Γαλλία έγιναν πέρυσι οι περισσότερες ΑΞΕ, συνολικά 1.222, ακολουθεί το Ηνωμένο Βασίλειο με 993, η Γερμανία με 841, η Ισπανία με 361 και η Τουρκία με 264, ενώ στην 15άδα βρίσκουμε και την Ουγγαρία με 76. Συνολικά πέρυσι ανακοινώθηκαν 5.877 έργα ΑΞΕ στην Ευρώπη, αριθμός αυξημένος κατά 5% σε σχέση με το 2020.
Βέβαια αυτά αποτελούν παρελθόν. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει από εδώ και πέρα, σε ένα περιβάλλον ιδιαίτερα δύσκολο λόγω και της πολεμικής σύρραξης μεταξύ της Ουκρανίας και της Ρωσίας.
Από τα ευρήματα της έρευνας ΕΥ Attractiveness Survey Ελλάδα, που δημοσιοποιήθηκε χθες Τετάρτη, προκύπτει πως το ποσοστό των επιχειρήσεων που σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στην Ελλάδα έφτασε στο 37%, ενώ, στο 75% ανέρχεται το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια, το οποίο είναι το υψηλότερο μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών. Στη Γαλλία είναι στο 63%, στο 60% στην Πορτογαλία, 59% στην Ιταλία, 54% στο Βέλγιο, 49% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 37% στην Ιρλανδία, 34% στη Ρουμανία και 64% ο μέσος όρος στην Ευρώπη.
Το ακόμη πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι η Αθήνα για πρώτη φορά, εμφανίζεται φέτος μεταξύ των ελκυστικών πόλεων της Ευρώπης για την επόμενη τριετία ως προς τις επενδύσεις, συγκεντρώνοντας το 3% των αναφορών, στην ίδια θέση με το Μιλάνο, το Ντίσελντορφ, το Μόναχο και το Βουκουρέστι. Στην πρώτη θέση με ποσοστό 34% βρίσκεται το Λονδίνο, και ακολουθούν το Παρίσι με 28%, τη Φρανκφούρτη με 21%, το Δουβλίνο με 17%, οι Βρυξέλλες με 15% και η Ρώμη με 15%.
Το βαρόμετρο της φετινής και της επόμενης χρονιάς
Ποια όμως είναι η επενδυτική τάση; Σύμφωνα με την έρευνα της ΕΥ για την Ελλάδα -διεξήχθη σε δείγμα 250 στελεχών ξένων επιχειρήσεων μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Απριλίου- το ποσοστό των εταιρειών που σχεδιάζουν να επενδύσουν, ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα αυξήθηκε για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, φτάνοντας στο 37%, από 34% πέρσι και 28% το 2020.
Ωστόσο, οι συνέπειες του πολέμου στην ψυχολογία των επενδυτών είναι εμφανείς, καθώς μία στις τρεις επιχειρήσεις (32%) δήλωσε ότι έχει καθυστερήσει τα άμεσα επενδυτικά της σχέδια μέχρι το 2023, ή και αργότερα.
Την ίδια ώρα 58% των συμμετεχόντων στην έρευνα δηλώνουν ότι η άποψη τους για την Ελλάδα ως ένα μέρος, όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, έχει βελτιωθεί κατά τον τελευταίο χρόνο, ποσοστό οριακά μειωμένο έναντι του 2020 (62%), ενώ τρεις στους τέσσερις επενδυτές (75%), εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια, ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα στην πρώτη θέση μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών -Ιταλία, Βέλγιο, Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Ρουμανία-, αλλά και συγκριτικά με το σύνολο της Ευρώπης (64%).
Τα ισχυρά χαρτιά της Ελλάδας και οι προκλήσεις
Ποια όμως είναι τα ισχυρά χαρτιά της χώρας στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων και ποια τα εμπόδια; Η ποιότητα ζωής (75%), οι υποδομές μεταφορών και logistics (73%), οι υποδομές τηλεπικοινωνιών / ψηφιακές υποδομές (72%), η εσωτερική αγορά της Ελλάδας (72%), και οι δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού (70%), αναδεικνύονται στα ισχυρά χαρτιά της ελκυστικότητας της χώρας.
Θετικά αξιολογούνται από τους επενδυτές οι πολιτικές για την προσέλκυση επιχειρήσεων (81%), την προσέλκυση ανθρώπινου δυναμικού (78%), την προσέλκυση καινοτόμων δραστηριοτήτων (75%), την προσέλκυση κεφαλαίου (65%), την προσέλκυση κεντρικών γραφείων και κέντρων λήψης αποφάσεων (58%) και τη δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας & κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (55%).
Στον αντίποδα, η ευελιξία της εργατικής νομοθεσίας, η γεωπολιτική θέση της χώρας μας, το εκπαιδευτικό σύστημα και η πρόσβαση σε χρηματοδότηση και διαθεσιμότητα κεφαλαίων χαρακτηρίζονται ως ανασταλτικοί παράγοντες.
Οι επενδυτές εκτιμούν ότι, για να βελτιώσει τη θέση της, η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού (40%), την υποστήριξη των κλάδων της καινοτομίας και της υψηλής τεχνολογίας (37%), τη μείωση της φορολογίας (33%) και την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (27%).
Με το 90% των επιχειρήσεων, έναντι 86% πέρσι και 67% πριν δύο χρόνια, αλλά και το 83% των μη εγκατεστημένων στην Ελλάδα επιχειρήσεων, δηλώνουν ότι θα ήταν περισσότερο πρόθυμες να επενδύσουν στη χώρα αν η Ελλάδα ξεπεράσει τις αδυναμίες που καταγράφονται.