Πακτωλό έως τρισεκατομμυρίων ευρώ, με δανεικά, δηλώνουν ότι προτίθενται να δαπανήσουν Κομισιόν και ευρωπαϊκές χώρες προκειμένου να ενισχύσουν την άμυνα, χωρίς όμως να έχει καταστρωθεί, έστω στοιχειωδώς, κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική. Θέλει και μπορεί η Ευρώπη να γίνει παγκόσμια στρατιωτική δύναμη; Ή απλώς να αντιμετωπίσει απειλές σε κάποια σύνορά της;
Το κάρο μπήκε μπροστά από το άλογο, διότι κυριαρχεί μια αντιρωσική υστερία, με επίκεντρο την Ουκρανία, που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού: Τους νεο-ιδεολόγους «γκλομπαλιστές», που βλέπουν τον κόσμο μέσα από ένα μανιχαϊστικό πρίσμα επικράτησης της δημοκρατικής Δύσης απέναντι στα αυταρχικά καθεστώτα.
Εξαιτίας αυτής της αντίληψης, μια χούφτα κρατών που έχουν ιστορικούς λόγους να φοβούνται τη ρωσική αρκούδα, κατάφεραν να επιβάλουν τη δική τους ατζέντα, μετατρέποντας ένα υπαρκτό ζήτημα αμυντικής αλληλεγγύης, σε δήθεν «υπαρξιακό» πρόβλημα της Ευρώπης.
Στην υστερία αυτή πρωταγωνιστούν προβεβλημένα πολιτικά πρόσωπα (χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και η Κάγια Κάλλας) και η πλειονότητα των διεθνών ΜΜΕ της Δύσης, που πριν 2-3 χρόνια μάς έλεγαν ότι η Ρωσία καταρρέει και ότι χρησιμοποιεί τσιπάκια από… πλυντήρια στα οπλικά της συστήματα.
Τώρα, μας λένε ότι είναι πανίσχυρη και θα καθυποτάξει την Ευρώπη, παρά τις ασύλληπτες ανθρώπινες και υλικές απώλειες που, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, έχει υποστεί στην Ουκρανία!
Εξοπλισμοί, δανεικά και νέα… λιτότητα
Αυτός ο λεκτικός παροξυσμός, όμως, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα καταλήξει σε αντίστοιχου επιπέδου εξοπλισμούς. Τουλάχιστον όχι χωρίς μεγάλες κοινωνικές θυσίες.
Όσοι νομίζουν ότι λόγω της περίφημης ρήτρας διαφυγής, οι αγορές ομολόγων θα παρακολουθήσουν αδιάφορα την εκτόξευση του χρέους και των ελλειμμάτων σε χώρες όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία ή το Βέλγιο, μάλλον κάνουν λάθος, όπως έχει ήδη αρχίσει να φαίνεται.
Ενδεικτικό και το ότι μόλις την περασμένη Παρασκευή, ο διεθνής οίκος DBRS έσπευσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές αξιόχρεου της Γαλλίας, επικαλούμενος την επερχόμενη αύξηση στρατιωτικών δαπανών.
Σε αυτή τη φάση βέβαια, υπερπροβάλλονται τα δισεκατομμύρια και τρισεκατομμύρια των δαπανών. Οι περικοπές και τα προγράμματα… λιτότητας (που ήδη συζητούνται) θα εμφανιστούν πλήρως σε δεύτερο χρόνο, με ό,τι αυτό θα σημαίνει για την περαιτέρω άνοδο των αντισυστημικών σχηματισμών.
Για αυτό και δεν θα είναι έκπληξη αν αρκετές χώρες της Ευρώπης φροντίσουν να αποφύγουν τον άκρατο εξοπλισμό, υπέρ μιας λελογισμένης αύξησης, προκειμένου να διασώσουν κάπως τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες. Δεν είναι όλοι πρόθυμοι να πυροβολήσουν τα πόδια τους για χάρη ιδεοληψιών.
Το colpo grosso της «νέας» Γερμανίας
Σε όλη αυτή την υπόθεση, όμως, υπάρχει μια μεγάλη εξαίρεση. Η Γερμανία, η μεγαλύτερη οικονομικά και πληθυσμιακά χώρα της ΕΕ. Δείγμα της οικονομικής της ισχύος είναι ότι το ΑΕΠ της το 2024 υπολογίζεται σχεδόν 50% μεγαλύτερο από αυτό της δεύτερης ισχυρότερης χώρας, της Γαλλίας, και διπλάσιο από αυτό της τρίτης στη σειρά Ιταλίας, παρά την αναπτυξιακή στασιμότητα που υπέστη τα τελευταία χρόνια.
Επίσης είναι η μόνη μεγάλη οικονομία της Ευρώπης που δεν είναι υπερδανεισμένη (χρέος περίπου 62,5% του ΑΕΠ). Έτσι, καταργώντας το συνταγματικό φρένο χρέους για τις δαπάνες υποδομών και άμυνας, θα υλοποιήσει ένα τεράστιο πρόγραμμα, ύψους 500 δισ. ευρώ στις υποδομές κι έως άλλα τόσα για την άμυνά της.
Τα 500 δισ. για την άμυνα, σημειώνουμε, ισοδυναμούν με… 10 φορές τον αμυντικό προϋπολογισμό που είχε το 2023. Η Γερμανία, επικαλούμενη κι εκείνη τον «ρωσικό κίνδυνο», εμφανίζεται έτοιμη να επανεξοπλιστεί μέχρι τα δόντια. Και είναι η μόνη μεγάλη χώρα της Ευρώπης που πράγματι μπορεί να το κάνει, χωρίς να ρισκάρει ασύμμετρα την οικονομική της σταθερότητα.
Είναι όμως «επαρκής αιτιολογία» η ρωσική απειλή; Στα χρόνια του ψυχρού πολέμου με τη Σοβιετική Ένωση, η Δυτική Γερμανία είχε να αντιμετωπίσει την απειλή 350.000 στρατιωτών της ΕΣΣΔ, με χιλιάδες άρματα και αεροσκάφη στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας, έτοιμων να ξεχυθούν από την πεδιάδα της Φούλντα, σε όλο το έδαφός της.
Η άλλη όψη της γερμανικής «στρατικοποίησης»
Σήμερα οι Ρώσοι βρίσκονται 1.500 χιλιόμετρα μακριά από τα σύνορά της και θα πρέπει να περάσουν από τη Δυτική Ουκρανία και την Πολωνία (που εξοπλίζεται συνεχώς σαν αστακός), για να φτάσουν ως εκεί. Κι αν φοβούνται τόσο τη Ρωσία, πώς γίνεται να καλοβλέπουν την επανάληψη των ρωσικών ενεργειακών ροών μέσω αγωγών, περιλαμβανομένου του Nord Stream 2, όπως έχει ήδη καταγραφεί;
Η εξήγηση μάλλον πρέπει να αναζητηθεί αλλού.
Αρκετοί αναλυτές φοβούνται ότι αυτά τα μεγάλα προγράμματα γερμανικών κρατικών δαπανών θα καταλήξουν να λειτουργούν έμμεσα ως ενισχύσεις υπέρ των εταιρειών της, δημιουργώντας συνθήκες άνισου ανταγωνισμού με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Τραυματισμένη όσο καμία άλλη μη εμπόλεμη χώρα από τη σύρραξη στην Ουκρανία (με υπαιτιότητα και του προηγούμενου κυβερνητικού συνασπισμού), η Γερμανία, υπό τη «νέα διεύθυνση» του Φρίντριχ Μερτς, έχει λόγους να επιδιώκει κάθε συγκριτικό πλεονέκτημα, ώστε να μειώσει και τη γεωπολιτική εξάρτησή της, από την εκάστοτε βούληση των ΗΠΑ.
Ισως λοιπόν είναι καιρός να ξαναθυμηθούμε τη φράση του πρώτου γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, του Λόρδου Χάστινγκς Ιμέι, που είχε πει ότι σκοπός της συμμαχίας στην Ευρώπη είναι «να κρατά τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς… κάτω».
Οι συνθήκες αποδιοργάνωσης που επικρατούν σήμερα στο ΝΑΤΟ και η υστερία της υπόλοιπης Βόρειας Ευρώπης δίνουν στη Γερμανία μια μοναδική ευκαιρία να «σηκώσει κεφάλι» εξελισσόμενη όχι απλώς σε οικονομική αλλά και σε στρατιωτική υπερδύναμη της ΕΕ, με τις ευλογίες των υπολοίπων.
Χαρακτηριστικό το ότι ο Μερτς, που πέρασε όλη την πολιτική ζωή του στη σκιά της φράου Μέρκελ, παρουσιάζεται τώρα από τα διεθνή ΜΜΕ ως νέος Κόνραντ Αντενάουερ και… υποψήφιος ηγέτης του ελεύθερου κόσμου.
Παρότι το μόνο που έκανε μέχρι στιγμής (οι εξαιρέσεις από το δημοσιονομικό φρένο), χρησιμοποιώντας μάλιστα το απερχόμενο κοινοβούλιο, κατά παράβαση της νωπής λαϊκής βούλησης, είναι το αντίθετο από αυτό που είχε υποσχεθεί πριν κερδίσει τις εκλογές!
Πυρηνικές «ομπρέλες» και αδιανόητα
Ίσως το επόμενο βήμα θα είναι να αποκτήσει η Γερμανία και πυρηνικά όπλα, μόλις καταστεί σαφές και στους πλέον αφελείς ότι η παροχή γαλλικής ή αγγλογαλλικής πυρηνικής «ομπρέλας» στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι μη ρεαλιστική.
Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η συζήτηση άνοιξε ήδη από τον Ιανουάριο του 2024, πολύ πριν βγει ο Τραμπ, με πρωτοβουλία του Μάνφρεντ Βέμπερ, του Γερμανού προέδρου του Eυρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Στην πορεία του χρόνου, είναι πολύ πιθανό ότι θα καταλήξει στην απόκτηση πυρηνικών από τη Γερμανία.
Ανεξάρτητη Ευρώπη από τις ΗΠΑ, χωρίς πυρηνική Γερμανία, δεν μπορεί ρεαλιστικά να υπάρξει. Το αν αυτή όμως θα είναι φιλελεύθερα δημοκρατική και «γκλομπαλιστική» είναι άλλο ζήτημα.
Όσοι επευφημούν τώρα τον καγκελάριο Μερτς για τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας, δεν φαίνεται να δίνουν σημασία στο ενδεχόμενο μετά από μερικά χρόνια, η πιο μεγάλη δύναμη της Ευρώπης (πλην Ρωσίας) να κυβερνάται με «κορμό» το ακροδεξιό και φιλορωσικό AfD, που είναι πια δεύτερο κόμμα, έχοντας διπλασιάσει την ισχύ του στις τελευταίες εκλογές. Το κόμμα που οι ίδιοι κατηγορούν ως φιλοναζιστικό.
Ισως διότι το θεωρούν αδιανόητο. Όπως θεωρούσαν αδιανόητο ότι κύριος ωφελημένος της παγκοσμιοποίησης θα ήταν η «αυταρχική» Κίνα, ότι ο Τραμπ θα νικούσε δύο φορές στις ΗΠΑ, ή ότι η Ρωσία θα έπαιρνε το πάνω χέρι στην Ουκρανία.
Και δεν έκαναν απολύτως τίποτα για να προετοιμαστούν…