Η πλήρης ευθυγράμμιση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με την «κοινή γραμμή» ΗΠΑ και ΕΕ ήταν αναμενόμενη τα προηγούμενα χρόνια και αναμφίβολα έπαιξε ρόλο στην πολιτική κατευνασμού που ακολούθησε η χώρα μας, σε σχέση με την Τουρκία.
Καλώς ή κακώς, όμως, η εποχή αυτή ανήκει πλέον στο παρελθόν. Κι όπως είχαμε προειδοποιήσει, ήδη από τις 13 Ιανουαρίου, πριν την ορκωμοσία του προέδρου Τραμπ, έρχονται μέρες αγωνίας στα ελληνοτουρκικά.
Αυτό που δεν είχαμε συνυπολογίσει, και οφείλουμε να το ομολογήσουμε, είναι ότι στο πλαίσιο του αδυσώπητου υπερατλαντικού ανταγωνισμού μεταξύ του τραμπικού και του αντιτραμπικού στρατοπέδου, αλλά και της ρωσικής υστερίας που έχει κυριεύσει μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών ηγεσιών, η αναθεωρητική Τουρκία θα αναγόταν σε πιθανό βασικό «παίκτη» της ευρωπαϊκής άμυνας. Παρότι κατέχει επί 50 χρόνια μεγάλο μέρος της Κύπρου, κράτους-μέλους της ΕΕ, και αμφισβητεί ενεργά, κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας.
Δεν θα μείνουμε στις κυβερνητικές κορώνες του πρόσφατου παρελθόντος περί «απομονωμένης Τουρκίας», όταν τα χαστούκια μάς έρχονται το ένα πίσω από το άλλο, είτε πρόκειται για το καλώδιο της διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ (που έχει τη… στήριξη της ΕΕ), είτε για την πώληση υπερσύγχρονων ευρωπαϊκών όπλων στην Τουρκία, είτε για τις επαινετικές δηλώσεις μέχρι και του Ζελένσκι περί του ρόλου της στο Ουκρανικό και της συμμετοχής της στην ευρωπαϊκή άμυνα.
Εκ των υστέρων είναι άλλωστε προφανές, ακόμη και στον πλέον καλόπιστο παρατηρητή, ότι η πολιτική των «ήρεμων νερών», που κατέληξε σε σιωπή της Ελλάδας απέναντι στις τουρκικές διεκδικήσεις, έπρεπε να έχει εγκαταλειφθεί από καιρό. Και ότι η «Διακήρυξη των Αθηνών» αποδείχθηκε παγίδα, διευκολύνοντας τις ευρύτερες επιδιώξεις της Τουρκίας, με μηδενικά ανταλλάγματα.
Το θέμα είναι τι κάνουμε τώρα.
Σε παθητική και λανθασμένη γραμμή το ΥΠΕΞ Γεραπετρίτη
Δυστυχώς, οι κινήσεις της ελληνικής διπλωματίας και του Γιώργου Γεραπετρίτη προσωπικά δεν δείχνουν ότι η κυβέρνηση έχει αντιληφθεί πως πλέον κινείται σε κινούμενη άμμο, ούτε ότι διαθέτει το κατάλληλο πολιτικό προσωπικό για να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα.
Παρά τις δηλώσεις περί του αντιθέτου, πληροφορίες από το ελληνοαμερικανικό λόμπι επιμένουν ότι η πρόσφατη συνάντηση του κ. Γεραπετρίτη με τον Αμερικανό ομόλογό του Μάρκο Ρούμπιο μόνο επιτυχής δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, καθώς η στάση που κράτησε ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών ουδόλως ικανοποίησε την άλλη πλευρά.
Λίγες μέρες αργότερα, στο θέμα των σφαγών Χριστιανών και Αλεβιτών από τους Σύρους «μετριοπαθείς» τζιχαντιστές (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό το εφεύρημα), η πρώτη αντίδραση του ΥΠΕΞ ήταν έως και ντροπιαστική για τα ελληνικά συμφέροντα, ταυτισμένη με την ευρωπαϊκή πολιτική «αλά Κάγια Κάλας» και εντελώς αντίθετη με την αντίδραση των ΗΠΑ.
Τα προσχήματα «έσωσε» ως ένα βαθμό ο υπουργός Άμυνας Νίκος Δένδιας, που επέλεξε την ίδια μέρα να κάνει ριπόστ την πολύ σκληρότερη δήλωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών, αντί της ανακοίνωσης του ΥΠΕΞ. Εν συνεχεία ανέλαβε ο πρωθυπουργός να διορθώσει επισήμως τη γραμμή, έστω με καθυστέρηση.
Στο θέμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, η ελληνική πλευρά έσπευσε να παγώσει τη διαδικασία των ερευνών, μια απόφαση που είναι κοινό μυστικό ότι ελήφθη από το ΥΠΕΞ, σε συνεργασία με το Μαξίμου. Τώρα, εκ των υστέρων, προσβλέπει στη μεσολάβηση του Ισραήλ, μήπως υπάρξει παρέμβαση των ΗΠΑ, προκειμένου να καμφθούν οι αντιδράσεις της Τουρκίας.
Την ίδια ώρα, Ευρωπαίοι ηγέτες (Τουσκ, Σολτς, Κάλας, Στάρμερ και πολλοί άλλοι) χαριεντίζονται με τις στρατιωτικές δυνατότητες της Τουρκίας και την περιλαμβάνουν ως στρατηγικό συνεργάτη στη Λευκή Βίβλο που ετοιμάζει η ΕΕ για την άμυνα! Από τη δική μας πλευρά, καμία δημόσια αντίδραση!
Τουναντίον, η Ελλάδα, ως μη μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ την τρέχουσα περίοδο, έχει αναχθεί σε σύμμαχο της γείτονος, κατά τα λεγόμενα των Τούρκων (που δεν διαψεύστηκαν), στην προσπάθειά της να διευρύνει προς όφελός της, προφανώς, τη σύνθεση των μόνιμων μελών του ΣΑ!
Σε τέτοιου είδους εξελίξεις ίσως οφείλονται οι πληροφορίες που κυκλοφορούσαν για αρκετό διάστημα περί μετακίνησης του Γιώργου Γεραπετρίτη στο Μαξίμου, στο πλαίσιο του ανασχηματισμού. Δεν ήταν τυχαίο ότι άρχισε να ακούγεται μέχρι και το όνομα του «παλαίμαχου» Δημήτρη Αβραμόπουλου.
Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, ο πρωθυπουργός προσπάθησε να βρει αντικαταστάτη με περισσότερες ικανότητες να ανταποκριθεί στις δύσκολες τρέχουσες συνθήκες, αλλά δεν τα κατάφερε, καθώς η επανατοποθέτηση π.χ. του Νίκου Δένδια ή της Ντόρας Μπακογιάννη θα δημιουργούσαν, για διαφορετικούς λόγους, πολιτικό πάταγο.
Η ανάγκη για πιο δυναμική και πολυδιάστατη πολιτική
Ωστόσο, πέρα από το θέμα των προσώπων, προκύπτει και ευρύτερο θέμα πολιτικού σχεδιασμού. Εθισμένη στην «εύκολη» διπλωματία των προηγούμενων ετών και εγκλωβισμένη στην εσωτερική πολιτική συγκυρία, η κυβέρνηση εμφανίζεται, προς το παρόν, αδρανής.
Οι νέες συνθήκες όμως, υποχρεώνουν την Ελλάδα να κινηθεί άμεσα και δραστήρια, ασκώντας πραγματικά πολυδιάστατη και ρεαλιστική εξωτερική πολιτική, καθώς από την περίοδο των «ήρεμων νερών», έχουμε περάσει σε μια περίοδο ανατροπής δεδομένων, που κινδυνεύει να εξελιχθεί σε ναρκοπέδιο για τα συμφέροντα της χώρας.
Στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει κατ’ ελάχιστον να διεκδικήσει δυναμικά, συγκεκριμένα και σημαντικά ανταλλάγματα, προκειμένου να συναινέσει σε αποφάσεις που αφορούν την Τουρκία.
Στην περιοχή μας, θα πρέπει να αναβαθμίσει εκ νέου τις σχέσεις της με όλους τους βασικούς παίκτες, ιδίως με τις ΗΠΑ του προέδρου Τραμπ, η στήριξη της οποίας είναι κυριολεκτικά αναντικατάστατη για τα ελληνικά συμφέροντα, προφανώς με το Ισραήλ, αλλά και με τη Ρωσία (με την οποία συνεχώς καίμε γέφυρες άνευ λόγου), προκειμένου να αντισταθμίζει την αύξηση της τουρκικής επιρροής.
Σίγουρα πρόκειται για δύσκολη άσκηση. Εάν όμως αποτύχει να το κάνει, και ακολουθήσει μονοδιάστατα και υποτακτικά τον δρόμο που χαράσσουν, για τους δικούς τους λόγους, οι ηγεσίες μέρους της Ευρώπης, το πιθανότερο είναι ότι θα βρεθεί πολύ σύντομα μπροστά σε νέες δυσάρεστες εξελίξεις.