Διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο διέπει την συνταξιοδότηση των αιρετών που έχουν διατελέσει για παράδειγμα, βουλευτές, δήμαρχοι, νομάρχες ή και περιφερειάρχες, ανάλογα με το χρονικό σημείο πρώτης εκλογής ή διορισμού τους στο αξίωμα.
Τις αναγκαίες διευκρινήσεις για την έκδοση συνταξιοδοτικών αποφάσεων που εκκρεμούν εδώ και πολλούς μήνες, δίνει εγκύκλιος του υπουργείου Εργασίας, που εκδόθηκε μετά από ερωτήματα από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου και του ΕΦΚΑ. Και ξεκαθαρίζει ότι οι αιρετοί διακρίνονται:
(α) σε όσους εξελέγησαν / διορίστηκαν για πρώτη φορά μετά την 01.01.2013. Η κατηγορία αυτή διατηρεί κατά τη θητεία αιρετού το προγενέστερο της εκλογής/διορισμού ασφαλιστικό- συνταξιοδοτικό καθεστώς. Τα πρόσωπα αυτά ασφαλίζονται ως αιρετοί στους φορείς, στους οποίους υπάγονταν λόγω απασχόλησης, και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προηγούμενος φορέας, υπάγονται στο πρώην ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Επομένως, ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος ισχύουν οι συνταξιοδοτικές διατάξεις του πρώην φορέα ασφάλισής τους, στον οποίο υπάγονται κατά την στιγμή της αίτησης συνταξιοδότησης.
(β) σε όσους εξελέγησαν / διορίστηκαν για πρώτη φορά μέχρι την 31.12.2012. Η κατηγορία αυτή υπάγεται στη συνταξιοδοτική προστασία του Δημοσίου και οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησής τους καθορίζονται από το ειδικό νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει ανά κατηγορία βουλευτή ή αιρετού (δήμαρχοι, πρόεδροι κοινότητας κ.λπ.) κατά την πρώτη εκλογή / τον πρώτο διορισμό τους στο αξίωμα. Επομένως, ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος με βάση το χρόνο θητείας ισχύουν οι ειδικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του Δημοσίου, ενώ για κάθε άλλη απασχόληση ή ιδιότητά ισχύουν οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του οικείου φορέα.
Με την ίδια εγκύκλιο ξεκαθαρίζεται ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου Κατρούγκαλου (Ν. 4387/2016) καθιερώθηκε ένας νέος και ενιαίος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης για όλους τους ασφαλισμένους του e-ΕΦΚΑ, είτε αυτοί προέρχονταν από το Δημόσιο, είτε από τον ιδιωτικό τομέα. Ο νέος τρόπος υπολογισμού εφαρμόζεται και σε περιπτώσεις που από το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς προβλεπόταν ειδικός τρόπος υπολογισμού της σύνταξης, όπως ενδεικτικά για τις βουλευτικές συντάξεις και τις συντάξεις αιρετών ΟΤΑ Α' και Β' βαθμού.
Επισημαίνεται μάλιστα ξεκάθαρα, ότι πλέον, οι παλαιοί κανόνες υπολογισμού της σύνταξης δεν ισχύουν. Το ίδιο ισχύει και για τις διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου περί διαδοχικής ασφάλισης. Είναι γενικές και εφαρμόζονται για όλους τους ασφαλισμένους των ενταχθέντων στον e-ΕΦΚΑ φορέων και, ως εκ τούτου, και για τους αιρετούς. Οι διαφορετικές διατάξεις της νομοθεσίας του 2012 ισχύουν ως προς τη μη δυνατότητα χρήσης του υπόλοιπου χρόνου ασφάλισης του προσώπου σε οποιονδήποτε πρώην φορέα, περιλαμβανομένου του Δημοσίου, για τη θεμελίωση βουλευτικής σύνταξης ή σύνταξης αιρετού οργάνου των ΟΤΑ. Ως προς τον υπολογισμό, ωστόσο, της θεμελιωμένης σύνταξης δεν ισχύει πλέον ο ανωτέρω περιορισμός αξιοποίησης του συνόλου του χρόνου ασφάλισης.
Με την εγκύκλιο αποσαφηνίζονται ζητήματα στην περίπτωση που υπάρχει απασχόληση εντός του Δημοσίου με δύο ιδιότητες καθώς και θέματα σχετικά με τις ισχύουσες προϋποθέσεις χορήγησης της εφάπαξ παροχής των δημάρχων.
Όσον αφορά τέλος την καταβολή εισφορών, στην εγκύκλιο επισημαίνεται ότι σε περίπτωση που καταβάλλονταν δύο εισφορές (η μία αιρετού στο Δημόσιο και η άλλη σε άλλο φορέα), δημιουργείται χρόνος ασφάλισης σε δύο φορείς. Όπως και στους λοιπούς ασφαλισμένους του e-ΕΦΚΑ αξιοποιείται όλος ο χρόνος ασφάλισης (α) είτε με τη χορήγηση δύο ανταποδοτικών συντάξεων, εφόσον με το χρόνο ασφάλισης στον δεύτερο φορέα θεμελιώνεται δικαίωμα με το χρόνο που έχει διανυθεί έως 31.12.2016, (β) είτε με τη χορήγηση προσαύξησης για τον παράλληλο χρόνο ασφάλισης μέχρι 31.12.2016.
Σε περίπτωση που και οι δύο εισφορές καταβάλλονταν εντός του ίδιου φορέα του Δημοσίου (μία εισφορά ως αιρετός και μία εισφορά ως δημόσιος υπάλληλος/λειτουργός), τότε ο ασφαλισμένος μπορεί (α) να λάβει μία ανταποδοτική σύνταξη, η οποία ως βάση υπολογισμού θα λαμβάνει υπόψη το άθροισμα των συντάξιμων αποδοχών και των δύο ιδιοτήτων, για τις οποίες καταβάλλονταν διπλές εισφορές από το 2002 και μετά, (β) είτε να λάβει δύο ανταποδοτικές συντάξεις, εφόσον ο χρόνος ασφάλισης που έχει διανυθεί σε μία από τις ιδιότητες μέχρι 31.12.2016 επαρκεί για τη θεμελίωση δεύτερου συνταξιοδοτικού δικαιώματος.
Σε περίπτωση που καταβαλλόταν μόνο μία εισφορά κατά τη διάρκεια όλης ή μέρους της θητείας (π.χ. από 15.03.2010 έως και 31.12.2010), τότε ο αντίστοιχος χρόνος ασφάλισης μπορεί να αξιοποιηθεί μόνον μία φορά για τη λήψη ανταποδοτικής σύνταξης με βάση τις εκάστοτε προϋποθέσεις συνταξιοδότησης.