Προσδοκίες αντιμετώπισης των βουνών ελλειμμάτων και χρέους στην ευρωζώνη και την Ελλάδα, με βασικό όχημα την ανάπτυξη και όχι τη λιτότητα, προκαλεί η συμφωνία των θεσμών στην πρόθεση του υπουργείου Οικονομικών για εφαρμογή μόνιμων μειώσεων στην προκαταβολή φόρου και τον ίδιο τον συντελεστή φορολόγησης επιχειρηματικών κερδών.
Οι θεσμοί, μάλιστα, έφτασαν, σύμφωνα με πληροφορίες, να προτείνουν στο πλαίσιο των συζητήσεων για τη δέκατη αξιολόγηση, διεύρυνση της μείωσης φόρου για τις επιχειρήσεις από το 24% στο 20%, αντί για 22% που ανακοινώθηκε. Το οικονομικό επιτελείο προέκρινε, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το εναλλακτικό σενάριο μείωσης του συντελεστή στο 22% με ταυτόχρονη μείωση της προκαταβολής φόρου για όλες τις επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες με μόνιμο τρόπο και ανεξαρτήτως της πτώσης τζίρου στην περίοδο της πανδημίας.
Η προτίμηση αυτή της κυβέρνησης φαίνεται να συνδέεται με την πρόθεση να δοθεί άμεση ανάσα ρευστότητας στις επιχειρήσεις και στους ελεύθερους επαγγελματίες από το καλοκαίρι, με την εκκαθάριση των φορολογικών τους δηλώσεων, αντί να υπάρξει μεγαλύτερη μείωση του φορολογικού συντελεστή, η οποία θα φανεί στην πράξη το 2022.
Η συγκυρία ανακοίνωσης των μόνιμων μειώσεων φόρων συνέπεσε χθες με τις ανακοινώσεις της Eurostat αναφορικά με τη δημοσιονομική κατάσταση της ευρωζώνης το 2020. Η κατάσταση είναι δραματική. Το δημοσιονομικό έλλειμμα στις 19 χώρες του ευρώ από 75,3 δισ. ευρώ το 2019 εκτοξεύθηκε πέρυσι στα 820 δισ. ευρώ. Το δε δημόσιο χρέος έφτασε μια ανάσα από το 100% του ΑΕΠ. Σε απόλυτα μεγέθη, τα 10,027 τρισ. ευρώ δημοσίου χρέους (83,9% του ΑΕΠ) του 2019 έκαναν άλμα στα 11,1 τρισ. ευρώ ή στο 98% του ΑΕΠ της ευρωζώνης.
Σε άλλη συγκυρία, μια τέτοια δημοσιονομική επιδείνωση θα είχε σημάνει συναγερμό μνημονίων και μέτρων λιτότητας για πολλές χώρες της ευρωζώνης, ενδεχομένως με πρώτη και καλύτερη την Ελλάδα, η οποία «απολαμβάνει» το υψηλότερο χρέος (205% του ΑΕΠ ) και το τρίτο υψηλότερο έλλειμμα γενικής κυβέρνησης (9,7% του ΑΕΠ, με την Ισπανία και τη Μάλτα να προηγούνται).
Σε αντιδιαστολή με ό,τι συνέβη το 2010, όμως, η Ελλάδα δεν είναι το «κακό παιδί» της ευρωζώνης. Είναι μέρος μιας τεράστιας και παγκόσμιας οικονομικής διαταραχής, ως αποτέλεσμα της πανδημίας, η οποία έχει οδηγήσει όλες τις χώρες να δανείζονται όπως δεν φαντάζονταν, με τη συνδρομή της ΕΚΤ να είναι καταλυτική.
Επιπλέον, σε αυτές τις συνθήκες, η ελληνική οικονομία μάλλον δεν βρίσκεται στη χειρότερη θέση. Σε όρους δημοσίου χρέους, μπορεί τα σκήπτρα να έχουν ελληνικό χρώμα αλλά το πρόβλημα είναι πολλαπλάσιο, σύμφωνα με οικονομικούς παρατηρητές, στην Ιταλία για παράδειγμα, όπου το δημόσιο χρέος μέσα σε μια χρονιά έκανε άλμα σχεδόν ίσο με το ελληνικό ΑΕΠ (από τα 2,409 τρισ. ευρώ στα 2,573 τρισ. ευρώ), ξεπερνώντας το 155% του ΑΕΠ. Ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι σαφώς μικρότερο από το ελληνικό χρέος αλλά το ελληνικό είναι «ρυθμισμένο» μόλις το 2018 και πρόσφατα ο επικεφαλής οικονομολόγος του ESM (μηχανισμό στον οποίο η Ελλάδα χρωστά το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της) διαβεβαίωσε ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.