T ο σημαντικότερο στοιχείο στα αποτελέσματα α' τριμήνου των τραπεζών είναι η αισιοδοξία των διοικήσεων ότι η συνέχεια θα είναι καλύτερη. Η εμπροσθοβαρής κίνηση στις προβλέψεις και το αυξημένο κόστος πιστωτικού κινδύνου (CoR) δείχνει έμπρακτα ότι οι τραπεζίτες πιστεύουν στον one-off χαρακτήρα της πανδημίας. Ταυτόχρονα, είναι πολύ ενθαρρυντική η χαμηλή ζήτηση των πελατών για αναστολή πληρωμών και η αλλαγή στην κουλτούρα πληρωμών των Ελλήνων.
Τα βασικά σημεία από τα αποτελέσματα του α΄ τριμήνου για τις τράπεζες:
• Τα καθαρά έσοδα από τόκους μειώθηκαν κατά 2% σε σχέση με το δ' τρίμηνο αλλά και το α' τρίμηνο του 2019 κυρίως λόγω των χαμηλότερων αποδόσεων. Η Alpha Bank σημείωσε την υψηλότερη επίδοση με 391 εκατ. ευρώ και τη μικρότερη η Εθνική Τράπεζα με 277 εκατ. ευρώ. Οι τέσσερις τράπεζες κατέγραψαν 1.357 εκατ. ευρώ έσοδα ή 30 εκατ. λιγότερα από πέρυσι.
• Tα συνολικά καθαρά έσοδα διαμορφώθηκαν αρκετά υψηλότερα, απόρροια των αποτελεσμάτων της Εθνικής Τράπεζας, που είχε στα αποτελέσματα τη θετική επίδραση των ελληνικών ομολόγων, κέρδη συναλλαγών περίπου 0,78 δισ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο. Για τις άλλες τρεις, τα συνολικά έσοδα μειώθηκαν σε τριμηνιαία βάση από 2% έως 49%.
• Οι επιδόσεις επιτεύχθηκαν στα λειτουργικά έξοδα, στοιχείο το οποίο ευνοήθηκε από την πανδημία, ήταν στα ίδια επίπεδα με πέρσι και καλύτερα από το τελευταίο τρίμηνο. Η Alpha Bank μείωσε την επίδοση του πρώτου τριμήνου στα 259 εκατ. ή 26% χαμηλότερα από το τέταρτο τρίμηνο πέρυσι, η Εθνική Τράπεζα στα 207 εκατ. (-6% μεταβολή τριμήνου), η Τράπεζα Πειραιώς (-14% μεταβολή τριμήνου) στα 227 εκατ. και η Eurobank -4% στα 220 εκατ. Συνολικά, οι τράπεζες ήταν χαμηλότερα από το όριο των 950 εκατ.
• Τα προ προβλέψεων κέρδη διαμορφώθηκαν στα 1,618 δισ. ευρώ επηρεασμένα από την επίδοση της Εθνικής, η οποία ήταν στα 912 εκατ. ευρώ +275% σε σχέση με πέρσι. Αντίθετα, η Πειραιώς διαμορφώθηκε χαμηλότερα κατά 13% σε σχέση με το 2019 το α΄ τρίμηνο. Ο πυρήνας των κερδών προ προβλέψεων βελτιώθηκε κατά 4% σε σχέση με το δ΄ τρίμηνο πέρυσι.
• Οι προβλέψεις των τραπεζών σημείωσαν επίσης σημαντική άνοδο, με εξαίρεση τη Eurobank. H Alpha Bank αύξησε τις προβλέψεις στα 307 εκατ. ευρώ εκ των οποίων τα 100 εκατ. ευρώ αφορούν την πανδημία, η Εθνική Τράπεζα στα 486 εκατ. έναντι 105 πέρυσι στο δ' τρίμηνο. Η Πειραιώς κινήθηκε στα 510 εκατ. Συνολικά ο κλάδος κινήθηκε στα 1,429 δισ., υπερδιπλάσιο μέγεθος σε σχέση με το δ' τρίμηνο.
• Οι δείκτες των μη εξυπηρετούμενης έκθεσης (NPEs) διαμορφώθηκαν σε 30,9% για την Εθνική, 28,9% για τη Eurobank, 49,6% για την Πειραιώς και για την Alpha Βank 43,5% . Οι δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι 21,8% για την Eθνική Tράπεζα, 24% για τη Eurobank, 30% για την Alpha Βank και 36% για την Τράπεζα Πειραιώς.
• Τα καθαρό αποτέλεσμα από συνεχιζόμενες δραστηριότητες ήταν ζημιογόνο για την Πειραιώς στα 232 εκατ. και την Alpha Bank στα 11 εκατ. Για τις άλλες δύο τα καθαρά κέρδη ήταν 409 εκατ. για την Εθνική Τράπεζα και 60 εκατ. για τη Eurobank.
• Η ρευστότητα και η χρηματοδότηση από το Ευρωσύστημα αυξήθηκε στα 25,6 δισ. ευρώ τον Μάιο έναντι 9,7 δισ. ευρώ, καθώς οι τράπεζες αξιοποιήσαν τα προγράμματα της ΕΚΤ και αντικατέστησαν με TLTRO και αρνητικά επιτόκια άλλες μορφές χρηματοδότησης.
• Σύμφωνα με τους δείκτες εποπτικών κεφαλαίων (CET1 Basel 3 Fully Loaded), η Alpha Bank ήταν στο 14% και την πρώτη θέση, η Eurobank με 13,6% στη δεύτερη, η Εθνική Τράπεζα στο 12,6% και η Τράπεζα Πειραιώς στο 10,8%. Η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια CET1 (Basel 3 Fully Loaded) είναι 98% για την Εθνική, 85% για την Πειραιώς, 67% για τη Eurobank και 50% για την Alpha.
Οι 4 συστημικές τράπεζες διαπραγματεύονται με 0,12x / 0,25x την ενσώματη λογιστική αξία (Tangible Book Value) που εμφάνισαν στο α΄ τρίμηνο του έτους και είναι στο χαμηλότερο εύρος όλων των περιφερειακών αγορών. Ανά τράπεζα, η Αlpha Bank είναι διαπραγματεύσιμη 0,11 φορές τα ενσώματα ίδια κεφάλαιά της με αποτίμηση στο όριο του 1 δισ. ευρώ, η Τράπεζα Πειραιώς στις 0,08 φορές με κεφαλαιοποίηση 665 εκατ. ευρώ, η Eurobank στις 0,22 φορές με την υψηλότερη κεφαλαιοποίηση σχεδόν 1,52 δισ. ευρώ και οι τίτλοι της Εθνικής Τράπεζας διαπραγματεύονται 0,25 φόρες και 1,24 δισ. ευρώ.