Επιθετικότερα σενάρια μείωσης κόστους λειτουργίας υλοποιεί το εγχώριο λιανεμπόριο, ως κλάδος που τραυματίστηκε άμεσα και ευθέως από την επιδημία κορωνοϊού και την κυβερνητική απόφαση για κλείσιμο καταστημάτων.
Μετά τα μέτρα υποστήριξης της εγχώριας οικονομίας, ήδη οι αλυσίδες αφομοιώνουν τη θετική επίδραση στις φορολογικές υποχρεώσεις, το μισθολογικό κόστος και τη βραχυπρόθεσμη νομοθετημένη μείωση των μισθωμάτων κατά 40%, προκειμένου να διατηρήσουν την όποια ρευστότητ;a τους και να μειώσουν το λειτουργικό κόστος. Ωστόσο, αυτές οι πρώτες γραμμές άμυνας φαίνεται να μην επαρκούν, δεδομένου ότι τα δίκτυα λιανικής παράγουν σήμερα μηδενικό τζίρο.
Το βασικό σενάριο των σχεδιασμών του λιανεμπορίου στηρίζεται στο βραχυχρόνιο κλείσιμο καταστημάτων για διάστημα 10-12 εβδομάδων, ωστόσο τα επιτελεία των επιχειρήσεων αγωνιούν, αφενός, για την πιθανή παράταση των μέτρων, αλλά και για το ποια θα είναι η καταναλωτική αντίδραση, εάν και εφόσον η λιανική αγορά επαναλειτουργήσει.
Η εξίσωση περιλαμβάνει προφανώς πολλούς άγνωστους παράγοντες, οπότε η πρώτη συντονισμένη αντίδραση αφορά σε δραστικό περιορισμό του κόστους λειτουργίας τουλάχιστον κατά 40%-45% σε πρώτη φάση. Οι κινήσεις, ωστόσο, αναμένεται να γίνουν ολοένα και πιο επιθετικές, συναρτώντας τα περιθώρια ρευστότητας αλλά και τις εξελίξεις στην εγχώρια αγορά.
Δεδομένου ότι η πρώτη γραμμή κόστους αφορά τους εργαζομένους, οι επιχειρήσεις λιανεμπορίου αξιοποιούν το σύνολο των ρυθμίσεων και μέτρων που έχει εξαγγείλει η πολιτεία, τουλάχιστον για το προσωπικό που εξυπηρετεί ευθέως τη λιανική. Ωστόσο παραμένει σημαντικός αριθμός εργαζομένων στις εταιρικές δομές για την εξυπηρέτηση των υπόλοιπων διοικητικών λειτουργιών, γεγονός που σημαίνει ότι το μισθολογικό κόστος δεν εξανεμίζεται.
Σε ό,τι αφορά τα μισθώματα -παρά τη νομοθετημένη ρύθμιση-, οι επιχειρήσεις λιανεμπορίου επιδίδονται σε σκληρές διαπραγματεύσεις για πλήρες πάγωμα καταβολής ενοικίων για όσο διάστημα τα καταστήματα παραμείνουν κλειστά. Προς το παρόν η διελκυστίνδα με τους εκμισθωτές δεν έχει λάβει νομική διάσταση, γιατί η περιβόητη ρήτρα «ανωτέρας βίας» δεν είναι σαφώς οριοθετημένη και άρα είναι πολύ δύσκολο να προσδιορισθεί και να ενεργοποιηθεί.
Σε πρώτη φάση, το real estate που σχετίζεται με το λιανεμπόριο θα υποστεί το -40% αλλά και απώλειες από συμβάσεις που υπολόγιζαν και ποσοστό επί του τζίρου των καταστημάτων, όπως για παράδειγμα στα μεγάλα malls της Lamda Development.
Ένα άλλο παράδειγμα του ντόμινο στη μείωση εσόδων αφορά τους εμπορικούς χώρους που χρησιμοποιούν τα Καταστήματα Αφορολόγητων Ειδών. Αν και τα ΚΑΕ διατηρούν ανοιχτά όλα τα καταστήματα σε αεροδρόμια, λιμάνια και πλοία, εντούτοις, εφόσον δεν παράγουν τζίρο, δεν απονείμουν και το συμφωνημένο ποσοστό επί αυτού στους μισθωτές.
Παράμετρος που επίσης επεξεργάζονται αλυσίδες λιανικής είναι η πληρωμή των προμηθευτών. Ήδη ο όμιλος Φουρλή ενημέρωσε ότι παγώνει -μετά από συμφωνία με την InterIkea- τις προγραμματισμένες πληρωμές για το διάστημα που τα καταστήματα της αλυσίδας είναι κλειστά. Παρόμοιες συμφωνίες με στρατηγικούς προμηθευτές οργανώνουν και άλλες αλυσίδες.
Ωστόσο, ο κύριος όγκος της εγχώριας λιανικής είναι μικρομεσαίες μονάδες που δεν έχουν την ίδια σχέση με τους προμηθευτές τους. Από την άλλη, και πέρα από τον «ηθικό κίνδυνο» ενός κινήματος «δεν πληρώνω», έρχεται η αυτονόητη πίεση να εξοφληθούν υποχρεώσεις, προκειμένου οι προμηθευτές να μη βρεθούν με τη σειρά τους στο φάσμα του «λουκέτου».
Επιπλέον, οι εταιρείες λιανεμπορίου και καταναλωτικών ειδών αναστέλλουν κάθε έξοδο διαφήμισης, προβολής και μάρκετινγκ, ακόμη και τις προσφορές που διοχετεύονται στα εν λειτουργία δίκτυα λιανικής, όπως τα σούπερ μάρκετ.
Στο πλαίσιο διατήρησης ρευστότητας, οι επιχειρήσεις παίρνουν μια «ανάσα» από τις διευκολύνσεις όσον αφορά την πληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, ενώ ταυτόχρονα επαναδιαπραγματεύονται τους όρους δανεισμού με τις τράπεζες. Και σε αυτό τον άξονα, όμως, βασικό ρόλο παίζει το χρηματοοικονομικό προφίλ των επιχειρήσεων και σε ποια θέση τις βρήκε η νέα ασύμμετρη απειλή της πανδημίας.
Τέλος, σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητα μέσω ηλεκτρονικών καταστημάτων, παράγοντες της αγοράς τη χαρακτηρίζουν ως «σταγόνα στον ωκεανό», αφενός, λόγω της χαμηλής διείσδυσης των ηλεκτρονικών αγορών στην Ελλάδα και αφετέρου, λόγω του δραστικού περιορισμού των ελαστικών δαπανών των καταναλωτών.
Τα εναλλακτικά εμπορικά δίκτυα, όπως τα e-shops, αρχίζουν να δέχονται μεγαλύτερο όγκο παραγγελιών σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο αλλά αυτές δεν επαρκούν για σημαντική υποκατάσταση τζίρου, αναφέρουν εκπρόσωποι μεγάλων αλυσίδων. Επιπλέον, η αυξημένη δραστηριότητα -πολύ περισσότερο μέσω πανδημίας- απαιτεί και επιπλέον κόστος. Στις κεντρικές αποθήκες εξυπηρέτησης λαμβάνονται ειδικά μέτρα ασφάλειας όπως απολυμάνσεις αλλά και πρόβλεψη επιπλέον βαρδιών για τους εργαζομένους, ώστε να μη συναντώνται.