Η υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων κατά τη διάρκεια του 2018 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές ύψους 5,9 δισ. ευρώ (εκ των οποίων τα 3,6 δισ. ευρώ αφορούσαν καταγγελμένες απαιτήσεις, κυρίως επιχειρηματικών δανείων) και πωλήσεις ύψους 5,8 δισ. ευρώ.
Σήμερα, σημειώνει η Τράπεζα της Ελλάδος στην έκθεση του διοικητή για το 2018, από τα 81,2 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενα, τα 38,3 δισ. ευρώ έχουν καταγγελθεί από τις τράπεζες, τα 24,8 δισ. ευρώ είναι δάνεια αβέβαιης είσπραξης και 18,02 δισ. ευρώ βρίσκονται σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών.
Οι πωλήσεις ήταν αυξημένες το β’ και το γ’ τρίμηνο του 2018, ενώ οι τράπεζες έχουν προαναγγείλει επιτάχυνση των πωλήσεων τα επόμενα τρίμηνα. Σχετική βελτίωση εμφάνισαν το 2018 οι εισπράξεις από ρευστοποιήσεις, καθώς οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί παράγουν τα πρώτα αποτελέσματα. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην Έκθεση της ΤτΕ, το συνολικό ποσό που ανακτήθηκε από τις τράπεζες μέσω των πλειστηριασμών παραμένει χαμηλό μέχρι στιγμής.
Ανησυχητικό είναι, σύμφωνα με την Έκθεση, το γεγονός ότι παρά τις βελτιώσεις στο οικονομικό και θεσμικό περιβάλλον, οι εισπράξεις μέσω ενεργητικής διαχείρισης (δηλαδή μέσω είσπραξης καθυστερούμενων οφειλών, αναδιαρθρώσεων δανείων, ρευστοποίησης εξασφαλίσεων κ.λπ.) παραμένουν περιορισμένες.
«Κλωτσούν» οι ρυθμίσεις
Ανησυχητικά υψηλό παραμένει, όπως διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος, το ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης, αλλά εμφάνισαν και πάλι καθυστέρηση.
Μάλιστα, σε μεγάλο μέρος των ρυθμίσεων, η καθυστέρηση εμφανίζεται μόλις ένα 3μηνο μετά την εφαρμογή της ρύθμισης. Θετική εξέλιξη αποτελεί, όμως, το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι τράπεζες συνομολογούν κυρίως λύσεις ρύθμισης μακροπρόθεσμου χαρακτήρα για τα μη εξυπηρετούμενα, σε αντιδιαστολή με ρυθμίσεις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.
Βεβαίως, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι στην πλειονότητα των περιπτώσεων επιλέγεται η λύση της επιμήκυνσης του χρόνου αποπληρωμής και σπανιότερα της μείωσης του επιτοκίου και του διαχωρισμού του υπολοίπου οφειλής (split balance). Στο τέλος Δεκεμβρίου του 2018, τα ρυθμισμένα δάνεια ανέρχονταν σε 30,7 δισ. ευρώ (δηλ. το 37,6% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων).
Η ακτινογραφία των NPLs
Στις επιμέρους κατηγορίες χαρτοφυλακίων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων διαμορφώθηκε σε 44,5% για το στεγαστικό, 53% για το καταναλωτικό και 44,6% για το επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Εντός του επιχειρηματικού χαρτοφυλακίου, ο δείκτης για το χαρτοφυλάκιο τόσο των ελεύθερων επαγγελματιών και πολύ μικρών επιχειρήσεων όσο και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός (67,4% και 57,5% αντίστοιχα). Καλύτερες επιδόσεις παρατηρούνται στο χαρτοφυλάκιο των μεγάλων επιχειρήσεων (25,8%), καθώς και στο χαρτοφυλάκιο ναυτιλιακών δανείων (22,6%).
Όσον αφορά τη διάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το 47,2% του υπολοίπου αφορά δανειακές συμβάσεις που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, το 30,6% αφορά δάνεια αβέβαιης είσπραξης (“unlikely to pay”) και το 22,2% δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών, τα οποία δεν έχουν ακόμη καταγγελθεί.
Επίσης, πολλοί δανειολήπτες έχουν αιτηθεί νομική προστασία (14% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων).
Όσον αφορά την κάλυψη των μη εξυπηρετούμενων από προβλέψεις, ο σχετικός δείκτης κάλυψης αυξήθηκε το 2018 σε 47,4%, από 46,3% στο τέλος του 2017.