Σε μια από τις ενότητες συζήτησης του 29ου συνεδρίου «Η ώρα της ελληνικής οικονομίας», που συγκέντρωσε ελάχιστη προβολή, διατυπώθηκε από εκπρόσωπο private equity fund η πιο καίρια ερώτηση που έχει τεθεί, τα τελευταία χρόνια, στους Έλληνες επιχειρηματίες.
Το στέλεχος του fund αναρωτήθηκε αν οι επιχειρηματίες πιστεύουν ότι στη χώρα υπάρχουν ευκαιρίες, ως αποτέλεσμα της κρίσης και του νέου σκηνικού που δημιούργησε. Η απάντηση στο ερώτημα είναι κομβική, σύμφωνα με τον ίδιο, για το πόσο γρήγορα θα αυξηθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και θα ολοκληρωθεί η εξυγίανση των υπερδανεισμένων, πλην, όμως, βιώσιμων εγχώριων επιχειρήσεων.
Τα δεδομένα στα οποία εδράζεται η άποψή του είναι απλά. Αφενός, υπάρχει τεράστια ρευστότητα διεθνώς, που αναζητά ευκαιρίες, ενώ μεταξύ των ξένων επενδυτών κυριαρχεί η αίσθηση ότι η Ελλάδα αποτελεί την τελευταία χώρα της ευρω-περιφέρειας, όπου οι τιμές είναι ακόμη -συγκριτικά- πιεσμένες. Αφετέρου υπάρχει ανάγκη για σοβαρές επενδύσεις εκσυγχρονισμού ή αναδιάρθρωσης προβληματικών επιχειρήσεων.
Το πρόβλημα έγκειται στο μικρο(μεσαίο) μέγεθος που χαρακτηρίζει την εγχώρια επιχειρηματική δραστηριότητα, και το οποίο είναι απαγορευτικά χαμηλό, για να ασχοληθούν με μεμονωμένες περιπτώσεις funds που έχουν υπό τη διαχείρισή τους δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια.
Ο μόνος τρόπος να συναντηθεί η προσφορά με τη ζήτηση είναι να κινητοποιηθεί το εγχώριο σύστημα, δηλαδή επιχειρηματίες και τράπεζες, ώστε να προωθήσουν projects που συνδυάζουν μέγεθος, προοπτικές και ικανό management, το οποίο θα δεχθεί να βάλει κεφάλαια και να αναλάβει ρίσκο μαζί με τον ξένο χρηματοδότη.
Προς το παρόν, οι επιδόσεις των εγχώριων επιχειρηματιών στην κινητοποίηση ξένων κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση εξαγορών ή επενδύσεων είναι από πενιχρές έως απογοητευτικές.
Η ελληνική αγορά έχει να επιδείξει από το 2014 ως σήμερα ελάχιστα παραδείγματα ντόπιων επιχειρηματιών, οι οποίοι σε συνεργασία με διεθνή κεφάλαια κατάφεραν να μεταμορφώσουν τις εταιρείες τους σε πρωταγωνιστές του κλάδου τους, ή τουλάχιστον επιχειρούν προς αυτή την κατεύθυνση.
Περισσότερα σε αριθμό είναι τα παραδείγματα όπου τα private equity funds επέλεξαν να βρουν εγχώριο management, προκειμένου να επενδύσουν σε κλάδους με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά (π.χ. Υγεία) ή σε εταιρείες που χρειάζονται αναδιάρθρωση (Χαραγκιώνης).
Διπλασιασμός δυναμικότητας
Το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μικτό σχήμα Oaktree Capital και οικογένειας Ανδρεάδη για επενδύσεις σε ξενοδοχειακές μονάδες. Η οικογένεια Ανδρεάδη, διαθέτοντας έναν από τους πιο «νοικοκυρεμένους» ξενοδοχειακούς ομίλους της χώρας, διείδε, νωρίς, τις ευκαιρίες που δημιουργούσε η κρίση για τη συγκέντρωση του κλάδου.
Προκειμένου να εξασφαλίσει, για τον παραπάνω σκοπό, φθηνή χρηματοδότηση, σε περίοδο που η Ελληνική Δημοκρατία και οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν είχαν πρόσβαση σε δανεισμό από το εξωτερικό, απευθύνθηκε στα private equity funds, δείχνοντας τις ευκαιρίες που υπάρχουν στον τομέα των ξενοδοχειακών μονάδων.
Oaktree, οικογένεια Ανδρεάδη, Goldman Sachs, Hermes GPE και ιδιώτες επενδυτές συστεγάζονται στην εταιρεία συμμετοχών LBRI, η οποία εδρεύει στο Λουξεμβούργο. Σ’ αυτήν ανήκουν η ΣΑΝΗ Α.Ε (συμφερόντων των Στ. και Ανδ. Ανδρεάδη, πριν τη συμφωνία με την Oaktree), η Ikos Resorts και η Ikos International, η οποία θα αναλάβει τη δημιουργία ξενοδοχείων Ikos σε χώρες εκτός Ελλάδας (δεν μετέχει σε αυτήν ο Στ. Ανδρεάδης).
Το σχήμα πρακτικά έχει διπλασιάσει τη δυναμικότητά του. Διαθέτει ήδη -ή ολοκληρώνει επενδύσεις- 10 ξενοδοχεία, από τα οποία εννέα βρίσκονται στην Ελλάδα (5 Sani, 4 Ikos), σε τρεις από τους δημοφιλέστερους τουριστικούς προορισμούς (Χαλκιδική, Κέρκυρα, Κω). Ταυτόχρονα φέρεται να βρίσκεται κοντά στην ενεργοποίηση της επόμενης φάσης επέκτασής του στην Ελλάδα, με επενδύσεις σε Ρόδο και Κρήτη.
Μέσω της Ikos International, το σχήμα ξεκίνησε την υλοποίηση της πρώτης επένδυσής του στην Ισπανία. Μετά από εξαγορά μονάδας στην πασίγνωστη Costa del Sol, δημιουργεί το Ikos Andalusia, το οποίο προγραμματίζεται να λειτουργήσει την Ανοιξη του 2020.
Το φλερτ Aldemar - H.I.G Capital
Το σχήμα Ikos-Σάνη ενδέχεται να αποδειχθεί «πιλότος» και για την πιθανή συνεργασία του ομίλου Aldemar με το private equity fund H.I.G Capital. Προς το παρόν, οι δύο πλευρές συμφώνησαν να εισέλθει η H.I.G Capital, ως στρατηγικός επενδυτής, στο μετοχικό κεφάλαιο της ΤΕΝ ΑΕ, καλύπτοντας πλήρως αύξηση κεφαλαίου, με παραίτηση των παλαιών μετόχων από το δικαίωμα προτίμησης.
Η Aldemar και ο συνεταίρος της στην ΤΕΝ ΑΕ, Μ. Παπαδόπουλος, έχουν το δικαίωμα να πωλήσουν την εναπομείνασα συμμετοχή τους στην H.I.G Capital, ενώ η Aldemar, ακόμη και αν το ασκήσει, θα διατηρήσει το management των δύο ξενοδοχειακών μονάδων της ΤΕΝ ΑΕ (Amillia Mare, Paradise Village) στη Ρόδο, συνολικής δυναμικότητας 1.600 κλινών.
H H.I.G Capital έχει ως απώτερο στόχο, σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, ευρύτερη στρατηγική συνεργασία με τον όμιλο Aldemar. Προοπτική, η οποία παραμένει ως σενάριο, αλλά χωρίς η HIG να αποτελεί τον μοναδικό μνηστήρα για την Aldemar.
Τα συνεργατικά σχήματα στον κλάδο Υγείας
Με την ίδια συνεργατική λογική, η Oaktree επιχειρεί να εισέλθει στον κλάδο παροχής υπηρεσιών υγείας από ιδιώτες.
Η μη δεσμευτική προσφορά που κατέθεσε στους μετόχους του ομίλου Ιασώ (μαιευτική κλινική, παιδιατρική κλινική, Ιασώ Θεσσαλίας, Φιλοκτήτης) προβλέπει, σύμφωνα με πληροφορίες, απόκτηση του πλειοψηφικού πακέτου από την ίδια με διατήρηση ποσοστού ισχυρής μειοψηφίας, καθώς και του management από τους ιατρούς. Ανάλογη είναι η προσέγγισή της και για την απόκτηση γενικής κλινικής.
Την τακτική της συνεργασίας έχει επιλέξει και η CVC Capital Partners, η οποία μέσα σε δύο χρόνια έκτισε ηγετική θέση στις γενικές κλινικές του Λεκανοπεδίου Αττικής μέσω της Hellenic Healthcare. Ήδη από την πρώτη εξαγορά ( Metropolitan), η CVC απέκτησε εγχώριους συνεργάτες καθώς η ομάδα Σπυρίδη-Θεοχαράκη, εκ των βασικών μετόχων της Metropolitan, απέκτησαν μικρό ποσοστό στη Hellenic Healthcare, με τον κ. Σπυρίδη να «τρέχει» τις Metropolitan και Metropolitan General (πρώην Ιασώ General).
Η συμφωνία μετόχων που υπέγραψαν φέτος Hellenic Healthcare και MIG για την πώληση του 70,38% του Υγεία προβλέπει ότι η ΜIG έχει δικαίωμα να αποκτήσει εντός του 2019 ποσοστό ως 10% στη Hellenic Healthcare.
Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα οι ασθενείς επιλέγουν κλινική με βάση αναφοράς τον ιατρό και σε ελάχιστες περιπτώσεις με τη φήμη του νοσοκομείου, η εγχώρια αγορά έχει αρκετές ιδιαιτερότητες που επιβάλλουν management teams που να γνωρίζουν την αγορά.
Οι κινήσεις στις κατασκευές
Στις κατασκευές, από το 2015 χρονολογείται η συμμετοχή της York Capital στο μετοχικό κεφάλαιο της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, με 17,35%. Η κυρίαρχη παρουσία του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ σε τομείς πέραν των κατασκευών, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), με χαρτοφυλάκιο που αγγίζει πλέον το 1 GW, και οι συμβάσεις παραχώρησης επηρέασαν την επιλογή του διεθνούς fund. Προ μηνών, περί το 10% του ελληνικού ομίλου αποκτήθηκε από την ολλανδική επενδυτική εταιρεία Reggerborgh Invest. Η τελευταία διαχειρίζεται κεφάλαια της οικογένειας Wessels και ελέγχει, μεταξύ άλλων, τη VolkerWessels, έναν από τους ισχυρότερους κατασκευαστικούς ομίλους της Ευρώπης.
Στην Ελλάκτωρ, κυρίαρχο ρόλο στην πρόσφατη μάχη για την αλλαγή διοίκησης διαδραμάτισε η αμερικανική επενδυτική εταιρεία Farallon Capital Management, η οποία στήριξε την πλευρά των αδερφών Καλλιτσάντση. Στο πλαίσιο των μετοχικών και διοικητικών αλλαγών στην Ελλάκτωρ, οι αδερφοί Αναστάσιος και Δημήτρης Καλλιτσάντσης απέκτησαν τα σημαντικά ποσοστά που κατείχαν κάποια άλλα ξένα funds στον κατασκευαστικό όμιλο.
Η αναγέννηση της Χαραγκιώνης
Πρόσβαση σε ξένα κεφάλαια για την αναδιάρθρωση των δανείων του ομίλου Χαραγκιώνης έχει εξασφαλίσει η ομώνυμη οικογένεια. Η συμφωνία με το private equity Fortress έχει συναφθεί εδώ και μια τριετία και προβλέπει την αγορά σημαντικού μέρους του δανειακού ανοίγματος του ομίλου από το private equity fund σε τιμές χαμηλότερες από την ονομαστική τους αξία και εν συνεχεία την εξυγίανση του ομίλου.
Η ολοκλήρωση της συμφωνίας έχει εισέλθει στην τελική ευθεία, ενώ το fund έχει ήδη χρηματοδοτήσει την εταιρεία για την αποπεράτωση κάποιων μικρών projects.
Πωλήσεις-Ενοικιάσεις Αυτοκινήτων
Παρότι οι εξελίξεις στον κλάδο από το 2009 ως σήμερα ήταν ραγδαίες, καθώς πλήθος εταιρειών μετά το ξέσπασμα της κρίσης λύγισαν και αρκετές εξ αυτών έκλεισαν ρίχνοντας «κανόνια» στην αγορά, προς το παρόν δεν έχει υπάρξει προσέλκυση ξένων κεφαλαίων.
Η μόνη εταιρεία του κλάδου που έχει ισχυροποιήσει τη μετοχική της βάση με τη συμμετοχή ξένων funds είναι η Πετρόπουλος, η οποία κατάφερε κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης να προσθέσει σειρά δραστηριοτήτων, που στη χρήση του 2017 συνεισέφεραν το 50% των πωλήσεων.
Η διοίκησή της εκτιμά ότι η αγορά εμπορίας αυτοκινήτων είναι υπερώριμη και απαιτείται ριζική αναδιάρθρωση. Αν οι εκτιμήσεις της επιβεβαιωθούν, είναι πιθανόν οι επόμενες κινήσεις συγχωνεύσεων - εξαγορών να απαιτήσουν χρηματοδότηση από private equity funds.
Πρώτο πιθανό πεδίο ανάπτυξης συνεργασιών μεταξύ Ελλήνων επιχειρηματιών και funds είναι η περίπτωση της Σαρακάκης, καθώς όπως αποκάλυψε το Euro2day.gr, η Eurobank τρέχει διαγωνισμό για την πώληση δανειακής απαίτησης 65 εκατ. ευρώ. Ενδιαφέρον για την απόκτηση του δανείου έχουν επιδείξει η H.I.G Capital και η B2Capital.
Γιατί το deal πώλησης Νηρέας-Σελόντα είναι οδηγός
Το μεγαλύτερο επιχειρηματικό deal της φετινής χρονιάς είναι η σύμβαση αγοραπωλησίας των Νηρεύς και Σελόντα στην κοινοπραξία Amerra-Mubadala, η οποία αναλαμβάνει το σύνολο του υψηλού δανεισμού τους, με τροποποίηση της διάρκειας και όρων της δανειακής σύμβασης, ενώ καταβάλλει τίμημα 10 εκατ. ευρώ στις τράπεζες (Πειραιώς, Εθνική, Alpha, Eurobank) για το 74,8% της Νηρεύς (σ.σ. το τίμημα για το 82,6% της Σελόντα είναι 1 ευρώ).
Στο συγκεκριμένο deal η Amerra δεν χρειαζόταν εγχώριο συνεργάτη καθώς έχει ήδη εξαγοράσει την Ανδρομέδα, διατηρώντας το management team που έτρεχε την εταιρεία από την εποχή που ανήκε στην Global Finance.
Νηρεύς και Σελόντα θα καταστήσουν την Αmerra κυρίαρχο παίκτη στην παραγωγή και διάθεση μεσογειακών ψαριών, εφόσον βέβαια η εξαγορά εγκριθεί από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Κομισιόν (DG Com).
Το γεγονός ότι ο αγοραστής δέχθηκε να αναλάβει το σύνολο του δανεισμού των δύο ομίλων (σ.σ. ξεπερνά τα 350 εκατ. ευρώ και αντιστοιχούσε σε περίπου 8 φορές τα EBITDA του 2017) είναι ενδεικτικό της σημασίας που έχει το μέγεθος για την προσέλκυση κεφαλαίων, σύμφωνα με στελέχη επενδυτικής τραπεζικής.