Οι ελληνικές τράπεζες έχουν πολύ υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων, στο 49%, άρα δανείζονται ρευστότητα με πολύ χειρότερους όρους σε σχέση με τις τράπεζες σε άλλες χώρες, υπογράμμισε κατά την ομιλία του στο ετήσιο συνέδριο του Economist ο ασκών καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Παύλος Μυλωνάς.
Όπως είπε, το χρέος των επιχειρήσεων ως προς το Ebitda είναι πολύ υψηλότερο -6,3% στην Ελλάδα, 4% στην Ευρωζώνη- και το πρόβλημα είναι ακόμη πιο έντονο στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Παρά τη μετάβαση των ρυθμών ανάπτυξης σε θετική περιοχή τα τελευταία τρία χρόνια, το εισόδημα των νοικοκυριών έχει μειωμένη μεγέθυνση -αρνητική άνοδος 5%- λόγω των πληρωμών σε φόρους, παρατήρησε ο κ. Μυλωνάς, σημειώνοντας ότι τα ελληνικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν κόστος εξυπηρέτησης δανείων στο 18% του διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι 13% στην ΕΕ.
Ο ίδιος χαρακτήρισε ως το πιο δύσκολο ζήτημα στην Ελλάδα τα ενυπόθηκα δάνεια, τονίζοντας ότι καμία άλλη χώρα δεν έχει ποτέ κληθεί να διαχειριστεί ένα τέτοιο χαρτοφυλάκιο. Στο πλαίσιο αυτό, επεσήμανε την παράμετρο των στρατηγικών κακοπληρωτών με μακροχρόνια καθυστέρηση.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε και πρέπει να κάνουμε στην Ελλάδα για να πετύχουμε ανάπτυξη, τόνισε ο κ. Μυλωνάς, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν μπορούν να φέρουν την ανάπτυξη από μόνα τους.
Εξέφρασε δε την εκτίμηση ότι τα επόμενα 5 χρόνια η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα είναι στέρεη.