«Οδηγό» για την αποφυγή στο μέλλον ανάλογων καταστάσεων αποτελεί για το υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης το παράδειγμα της «Μαρινόπουλος».
Έτσι, στο πλαίσιο των ριζικών αλλαγών - αντικατάστασης του 2190/1920 που αφορά τις Ανώνυμες Εταιρείες, προτίθεται να ενσωματώσει ρυθμίσεις για την αποτροπή ή τον περιορισμό τέτοιων περιπτώσεων. Δηλαδή του φαινομένου να κινδυνεύει η αγορά να τιναχτεί κυριολεκτικά στον αέρα και ελάχιστοι να γνωρίζουν το πρόβλημα, καθώς η εταιρεία, καλυπτόμενη από τα κενά ενός δύσχρηστου και αναποτελεσματικού νόμου που μετράει 98 έτη ζωής, επί τέσσερα χρόνια, δεν παρείχε καμία υποχρεωτική εκ του νόμου ενημέρωση για την οικονομική της κατάσταση.
Αν και βασικός στόχος των επικείμενων αλλαγών είναι γενικά ο εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου περί ΑΕ, όπως αναφέρουν κύκλοι του υπουργείου, το πρώτο που θα πρέπει αλλάξει είναι το μοντέλο εποπτείας. Και αυτό, όπως εξηγούν, διότι πλέον έχει αποδειχθεί ξεκάθαρα ότι ο υφιστάμενος νόμος δεν μπορεί να προστατεύσει αποτελεσματικά το δημόσιο συμφέρον από περιπτώσεις τύπου «Μαρινόπουλος», οι οποίες, όπως διαπιστώθηκε, μπορούν να επηρεάσουν τη συνολική λειτουργία της αγοράς, λόγω μεγέθους κύκλου εργασιών, αριθμού εργαζομένων, εύρους προμηθευτών και οφειλών προς τις τράπεζες και το δημόσιο.
Συνεπώς, επισημαίνουν, η αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών με βάση το γράμμα του νόμου -ο οποίος προβλέπει την επιβολή προστίμων λίγων εκατοντάδων ευρώ ή στη χειρότερη των περιπτώσεων τη λύση της εταιρείας όταν παραβιάζονται οι υποχρεώσεις δημοσιότητας και δεν τηρείται βιώσιμος λόγος ιδίων κεφαλαίων προς υποχρεώσεις-, όχι μόνο δεν λύνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι ή οι συναλλασσόμενοι με ανώνυμες εταιρείες τέτοιου μεγέθους, αλλά αντιθέτως τα διογκώνει.
Για αυτό τον λόγο, το μοντέλο εποπτείας του νέου νόμου, που θα δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα σε προληπτικές δράσεις και δευτερευόντως σε κατασταλτικές, σχεδιάζεται να δομηθεί σε τέσσερις βασικές αρχές:
- Στον προσδιορισμό των εποπτευόμενων εταιρειών βάσει μεγέθους και όχι εταιρικής μορφής, ώστε να καλύπτονται όλες οι επιχειρήσεις που μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.
- Στη μετάβαση από ένα κατασταλτικό σε ένα προληπτικό και αποτελεσματικότερο μοντέλο εποπτείας.
- Στη διασφάλιση της ορθής ενημέρωσης κάθε ενδιαφερόμενου (πιστωτή, προμηθευτή, εργαζόμενου) για την πραγματική οικονομική κατάσταση μιας εταιρείας.
- Στην πληρέστερη αξιοποίηση των ελέγχων που πραγματοποιούνται από ορκωτούς λογιστές.
Υπενθυμίζουμε ότι με βάση το ισχύον πλαίσιο, σύμφωνα με το άρθρο 56 του νόμου 3604/2007, μια εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση, μετά από αίτηση οποιουδήποτε έχει έννομο συμφέρον εάν:
α) κατά τη σύσταση της εταιρείας δεν καταβλήθηκε το κεφάλαιο που ήταν καταβλητέο ολικά ή μερικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού,
β) η εταιρεία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο,
γ) το σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας καταστεί κατώτερο τους 1/10 του μετοχικού κεφαλαίου και η γενική συνέλευση δεν λαμβάνει απόφαση αύξησής του,
δ) η εταιρεία δεν έχει υποβάλει προς καταχώριση οικονομικές καταστάσεις τριών τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση.
Έννομο συμφέρον για τη λύση της εταιρείας έχει και ο υπουργός Ανάπτυξης ή η κατά περίπτωση αρμόδια εποπτεύουσα αρχή. Πάντως έως σήμερα, κανένας υπουργός Ανάπτυξης δεν έχει εισηγηθεί τη λύση μιας εταιρείας, ενώ οι περιπτώσεις που έχει ζητηθεί από αρμόδια εποπτεύουσα αρχή είναι ελάχιστες.
Μείωση των διοικητικών βαρών
Εκτός από το μοντέλο εποπτείας, παρεμβάσεις θα υπάρξουν και στην κατεύθυνση ελάφρυνσης των διοικητικών βαρών με μείωση του αριθμού των εταιρικών πράξεων, οι οποίες υπάγονται σε εκ των προτέρων έλεγχο από δημόσια αρχή, πριν δημοσιευθούν στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ). Αυτό θα επιτευχθεί με τη διάκριση μεταξύ δηλωτικών και συστατικών πράξεων.
Στην πρώτη κατηγορία, όπως αναφέρουν τα ίδια στελέχη, υπάγονται για παράδειγμα η συγκρότηση διοικητικού συμβουλίου σε σώμα και η ανάθεση αρμοδιοτήτων στα μέλη του. Με το νέο πλαίσιο, η καταχώριση τέτοιων πράξεων θα αυτοματοποιηθεί και δεν θα απαιτείται πρώτα η έγκρισή τους από τις Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειών. Συνεπώς, θα καταχωρούνται αυτόματα στη βάση δεδομένων του ΓΕΜΗ.
Η διαδικασία αυτή δεν αφορά όμως τις συστατικές πράξεις, οι οποίες εκ των πραγμάτων δημιουργούν σημαντικότερες έννομες συνέπειες (π.χ. τροποποίηση καταστατικού, θέση εταιρείας σε λύση, μετασχηματισμοί κ.τ.λ.). Στις περιπτώσεις αυτές, επισημαίνουν τα ίδια στελέχη, ο εκ των προτέρων έλεγχος θα διατηρηθεί, με τη διαφορά ότι το σύστημα ελέγχου και έγκρισης θα καταστεί πιο λειτουργικό.
Στο πλαίσιο αυτό, θα επιχειρηθεί η βελτίωση της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμόδιων αρχών (υπηρεσίες ΓΕΜΗ των Επιμελητηρίων και Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειών), προκειμένου να επιταχυνθούν οι διαδικασίες δημοσίευσης πράξεων. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι παρά τις τεχνικές βελτιώσεις που έχουν υιοθετηθεί για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ ΓΕΜΗ και Διευθύνσεων Ανάπτυξης Περιφερειών, η επικοινωνία παραμένει προβληματική και οι διαδικασίες είναι αργές και βαριές.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι για την έγκριση μιας εταιρικής πράξης, η γνωστοποίηση κατατίθεται στο ΓΕΜΗ. Ωστόσο, το ΓΕΜΗ δεν έχει το δικαίωμα ελέγχου νομιμότητας της πράξης, με αποτέλεσμα να αποστέλλει τη γνωστοποίηση στη Διεύθυνση Ανάπτυξης της οικείας Περιφέρειας. Έως ότου να ελεγχθεί η πράξη από την περιφερειακή διεύθυνση ανωνύμων εταιρειών, δεν μπορεί να αναρτηθεί στο ΓΕΜΗ. Η ανάρτηση θα πρέπει να γίνει μετά την έγκριση της περιφερειακής αρχής. Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι η καθυστέρηση ανάρτησης των ισολογισμών των ΑΕ και ΕΠΕ στη βάση δεδομένων του ΓΕΜΗ.
Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, για την αντικατάσταση του ν.2190/1920 έχει ήδη συσταθεί νομοπαρασκευαστική επιτροπή, η οποία επεξεργάζεται τις προτάσεις που έχουν κατατεθεί από τον γενικό γραμματέα Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή Δημήτρη Αυλωνίτη και εκτιμάται ότι το κείμενο του νόμου θα έχει διαμορφωθεί και θα τεθεί σε δημόσια διαβούλευση έως τα τέλη Μαΐου.