«Ερώτηση-κλειδί» χαρακτηρίζει το Bloomberg τον διακανονισμό που θα γίνει μεταξύ Ευρώπης και Ελλάδας για την επόμενη ημέρα από την ολοκλήρωση του προγράμματος. Όπως αναφέρει, η χώρα χρωστά τους εταίρους 224 δισ. ευρώ, ποσό που αναδεικνύει την επιθυμία των δανειστών να παρακολουθούν στενά τη χώρα ακόμα και όταν φύγει από την άμεση επιτήρηση.
Οι εταίροι έχουν δηλώσει πως αν χρειαστεί, θα προσφέρουν περαιτέρω αναδιάρθρωση χρέους σε κάποια από τα πρώτα δάνεια που έδωσαν στη χώρα, όταν αυτή ολοκληρώσει το πρόγραμμα, μια δέσμευση που πιθανότατα θα συνοδεύεται από εκκλήσεις για ακόμα στενότερο έλεγχο, για να εξασφαλιστεί ότι η Ελλάδα δεν παρεκκλίνει από το μεταρρυθμιστικό μονοπάτι. Ο μηχανισμός αλλά και το είδος της ελάφρυνσης χρέους αναμένεται να κυριαρχήσουν στις συζητήσεις μεταξύ της χώρας και των πιστωτών τους επόμενους έξι μήνες.
Σύμφωνα με το πρακτορείο, μια ανάλυση βιωσιμότητας χρέους που έγινε από την Κομισιόν πριν τη συνάντηση του EwG της 19ης Ιανουαρίου, και στην οποία είχε πρόσβαση το πρακτορείο, προβλέπει χειρότερη τροχιά για το χρέος της χώρας από αυτή που αναμενόταν πριν από λίγους μήνες.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο, η σχέση χρέους προς ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να φτάσει το 181,1% το 2017, το 165% το 2020, το 127,2% το 2030 και το 96,4% το 2060, προβλέψεις ελαφρά υψηλότερες από αυτές που αναμένονταν στην αντίστοιχη έκθεση του περασμένου Ιουνίου.
Στην ανάλυση σημειώνεται επίσης ότι υπάρχει αβεβαιότητα αναφορικά με την ικανότητα της κυβέρνηση να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τις επόμενες αρκετές δεκαετίες. Αναφέρει επίσης ότι με βάση το βασικό σενάριο οι μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες προβλέπονται για στο 16,7% του ΑΕΠ το 2017 πριν μειωθούν σημαντικά στο 7,5% το 2021. Η σχέση πληρωμών/ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί μετά το 2020 και να φτάσει το 23% το 2055 και να μειωθεί σε 21,9% ως το 2060.
Η ελαφρά χειρότερη τροχιά του χρέους αυξάνει την πιθανότητα η τελική ανάλυση για το χρέος στο τέλος του προγράμματος να επιβεβαιώσει την ανάγκη για περαιτέρω re-profiling των ελληνικών δανείων, ειδικά αν η ανάπτυξη υστερήσει.
Στην ίδια μελέτη, η Κομισιόν θέτει ερώτημα για το εάν το προβλεπόμενο «μαξιλάρι ρευστότητας» της χώρας πρέπει να επανεκτιμηθεί, με τα σχεδιασμένα 10,2 δισ. να καλύπτουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες μόνο για 10 μήνες μετά το τέλος του προγράμματος, ποσό που θα μπορούσε να αυξηθεί με περαιτέρω εκδόσεις ομολόγων και πρόοδο στη διαχείριση των μετρητών.
Ένα μαξιλάρι 17 δισ. ευρώ θα μπορούσε να καλύψει τις δανειακές ανάγκες για ένα χρόνο μετά το τέλος του προγράμματος, 20,3 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2019, ενώ 30 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2020, αναφέρει η έκθεση.
Όπως σημειώνει το πρακτορείο, η Ελλάδα εμφανίζεται πρόθυμη να δημιουργήσει μια δική της λίστα μεταρρυθμίσεων που θα προωθήσει μετά το τέλος του προγράμματος, με τεχνική υποστήριξη από τους δανειστές. Κάνοντας μια τέτοια κίνηση, στοχεύει να δείξει ότι σκοπεύει να παραμείνει στο μεταρρυθμιστικό μονοπάτι, για να διασφαλίσει τόσο στους δανειστές όσο και στους επενδυτές ότι δεν θα υπαναχωρήσει από όσα έχει κάνει ως σήμερα.
Σύμφωνα με Ευρωπαίο αξιωματούχο, όμως, το πρόβλημα με αυτή την ιδέα είναι ότι δεν θα υπάρχει εξωτερική πίεση στην Ελλάδα να υλοποιήσει συγκεκριμένα μέτρα σε συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα, όπως σήμερα.
Τα προαπαιτούμενα
Σύμφωνα με την έκθεση συμμόρφωσης που έχει στην κατοχή του το πρακτορείο η Ελλάδα έως και χθες είχε καλύψει τα 95 από τα 110 προαπαιτούμενα της αξιολόγησης. Στο κείμενο γίνεται αναφορά για την πιθανότητα να έρθει νωρίτερα η μείωση του αφορολόγητου, αν το Μάιο κριθεί ότι δεν πιάνεται ο στόχος για το πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ, ενώ σημειώνεται ότι οι δανειστές θα παρακολουθούν την πορεία των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, όπως αυτοί θα εξελιχθούν στα τέλη Ιανουαρίου και τις αρχές Φεβρουαρίου.