Η μείωση της ανεργίας, σταδιακά, κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες έως το 2027 θα οδηγούσε σε αύξηση των εσόδων του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης κατά 800 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο τον χρόνο, με αποτέλεσμα να αποτραπεί η μείωση των συντάξεων μέσω της περικοπής στις προσωπικές διαφορές.
Αυτό εκτιμά σε μελέτη του, ο ομότιμος καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββας Ρομπόλης, ο οποίος συμμετέχει στον νεοπαγή Όμιλο για τα Κοινωνικά και Εργασιακά Δικαιώματα (ΟΚΕΔ), ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ) μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που συγκροτήθηκε με στόχο την εκπόνηση μελετών και τη διατύπωση εναλλακτικών λύσεων στα καυτά προβλήματα της καθημερινότητας.
Σύμφωνα λοιπόν με την πρώτη μελέτη του ΟΚΕΔ, εάν η ανεργία από 23,5% (με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) περιοριζόταν για παράδειγμα με τις κατάλληλες πολιτικές -την περίοδο 2017-2027- κατά 500.000 θέσεις πλήρους και σταθερής απασχόλησης, τότε τα έσοδα του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 800 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο τον χρόνο.
Σύμφωνα με τον ομότιμο καθηγητή του Παντείου Πανεπιστημίου Σάββα Ρομπόλη και τον αναλογιστή, υποψήφιο διδάκτορα Βασίλη Μπέτση, ένας από τους μύθους της (ελληνικής) «προσαρμογής», της εφαρμογής δηλαδή των μνημονίων εδώ και επτά έτη, είναι η επαναφορά της χώρας στο ευρωπαϊκό υπόδειγμα. Να επανέλθει η Ελλάδα στους μέσους κοινοτικούς όρους ως προς την κρατική ενίσχυση στο ασφαλιστικό σύστημα από τους οποίους, υποτίθεται, αποκλίνει (με ασυνήθιστες παροχές και υψηλές κοινωνικές μεταβιβάσεις).
Παραμένει ωστόσο το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη (εισόδημα-τιμές) είναι από τα χειρότερα στην Ευρώπη και οι όποιες συγκρίσεις γίνονται επιλεκτικά. Για παράδειγμα: αναφέρονται οι μεταβιβάσεις από τον προϋπολογισμό στο ασφαλιστικό σύστημα αλλά αποκρύπτεται επιμελώς το ιδιωτικό κόστος για υγεία, εκπαίδευση ή τα ποσοστά ανεργίας και υποχρεωτικής μερικής (ή διαλείπουσας) απασχόλησης, τα επιδόματα ανεργίας των 360 ευρώ τον μήνα που τα δικαιούνται ένας στους δέκα ανέργους καθώς και το υψηλό επίπεδο της ακραίας φτώχειας (13,6%-1.460.000 άτομα) από τα 4.100.000 Eλλήνων που βρίσκονται σήμερα κάτω από το όριο (380 ευρώ τον μήνα) της φτώχειας.
Οι νέες περικοπές στις κύριες συντάξεις μέσω του επανακαθορισμού αυτών, με βάση τα νέα-μειωμένα ποσοστά αναπλήρωσης (α’ αξιολόγηση 2016 του γ’ μνημονίου-νόμος 4387/16), γίνεται με στόχο τη μείωση της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού. Στην κατεύθυνση αυτή, οι δανειστές επαναλαμβάνουν μια λανθασμένη εκτίμηση ότι το έλλειμμα του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης είναι 11% του ΑΕΠ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΔΝΤ θεωρεί λανθασμένα ως έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης τη διαφορά εσόδων που προκύπτουν μόνο από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, χωρίς την τριμερή χρηματοδότηση και την κρατική επιχορήγηση, καθώς και των δαπανών. Αντίθετα, τονίζουν οι ειδικοί, το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η διαφορά εσόδων -που προκύπτει από τις εισφορές εργαζομένων, εργοδοτών αλλά και τη συμμετοχή του κρατικού προϋπολογισμού στο πλαίσιο της τριμερούς χρηματοδότησης- και των δαπανών. Το έλλειμμα αυτό που καλύπτει ο κρατικός προϋπολογισμός (κρατική επιχορήγηση) στην Ελλάδα το 2016 ήταν 5% του ΑΕΠ -8,7 δισ. ευρώ (ΑΕΠ 173,4 δισ. ευρώ το 2016) και όχι 11% του ΑΕΠ (19 δισ. ευρώ) όπως ισχυρίζεται το ΔΝΤ.
Τα μέλη του ΟΚΕΔ χαρακτηρίζουν ανησυχητικά επιλεκτική την επιμονή της λανθασμένης σύγκρισης του ελληνικού με τον κοινοτικό μέσο όρο στις μεταβιβάσεις στο ασφαλιστικό και δεν επιλέγεται διόλου, για παράδειγμα, η σύγκλιση στο θέμα της απασχόλησης. Κάτι που θα είχε ευεργετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη, στην αποφυγή της μετανάστευσης (brain drain), στο δημογραφικό, στην κοινωνική συνοχή…
Έτσι, σημειώνουν, εάν η ανεργία από 23,5% (με βάση τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ) περιοριζόταν για παράδειγμα με τις κατάλληλες πολιτικές -την περίοδο 2017-2027- κατά 500.000 θέσεις πλήρους και σταθερής απασχόλησης, τότε τα έσοδα του Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης θα αυξηθούν κατά 800 εκατ. ευρώ κατά μέσο όρο τον χρόνο.
Σε όρους, για παράδειγμα, μίας στοχευμένης πολιτικής, εάν κατά το 2018 η οικονομική πολιτική είχε την επιλογή μίας γενναίας χρηματοδότησης της απασχόλησης, κυρίως σε επιδοτούμενες θέσεις εργασίας, πέραν της πρόσθετης απασχόλησης που θα δημιουργήσει η διαδικασία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και κατηύθυνε δε αυτή τη δράση ένα δισ. ευρώ, θα δημιουργούνταν 200.000 επιπλέον θέσεις εργασίας, με αποτέλεσμα τα αντίστοιχα έσοδα του ΕΦΚΑ από ασφαλιστικές εισφορές να είναι 500 εκατ. ευρώ. Έτσι, κατ' αυτόν τον τρόπο θα καλυπτόταν ήδη από τον πρώτο χρόνο το μισό προϋπολογισθέν έλλειμμα του ασφαλιστικού για το 2017, πέραν των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων στην ελληνική οικονομία από τις νέες επιπλέον θέσεις εργασίας λόγω της αύξησης του διαθέσιμου εισοδήματος, της αποταμίευσης και της κατανάλωσης των πρώην ανέργων-νυν απασχολουμένων.
Όμως βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτής της προοπτικής αποτελεί ο σχεδιασμός και υλοποίηση ενός αναπτυξιακού σχεδίου εκκίνησης της ελληνικής οικονομίας και στήριξης του στόχου της μείωσης της ανεργίας (15% περίπου το 2027).