Χαμηλής ή ακόμη και μηδενικής εισπραξιμότητας χαρακτηρίζεται το 20% του συνόλου των οφειλών προς τον ΕΦΚΑ, που κατά το τρίτο τρίμηνο του 2024 ξεπέρασαν τα 48,8 δισ. ευρώ.
Είναι η πρώτη φορά που το Κέντρο Είσπραξης Ασφαλιστικών Οφειλών (ΚΕΑΟ) προχωρά σε αυτήν την εκτίμηση, ενώ ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης επισημαίνουν ότι το πραγματικό ύψος των οφειλών που δεν είναι πιθανό να εισπραχθούν, είναι πολύ μεγαλύτερο.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΚΕΑΟ, οι οφειλές μέσα σε ένα χρόνο αυξήθηκαν κατά 1,68 δισ. ευρώ φθάνοντας στο τέλος Σεπτεμβρίου τα 48,84 δισ. ευρώ, εκ των οποίων, τα 9,8 δισ. ευρώ χαρακτηρίζονται από το ίδιο το ΚΕΑΟ πολύ χαμηλής ή και μηδενικής εισπραξιμότητας και ουσιαστικά εκτιμάται πως είναι πολύ δύσκολο εάν όχι αδύνατο, να εισπραχθούν.
Έτσι, το ΚΕΑΟ επικεντρώνεται στα… φρέσκα ληξιπρόθεσμα χρέη έχοντας μέσα σε ένα μόνο τρίμηνο, το διάστημα Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2024, εισπράξει περισσότερο από μισό δισεκατομμύριο ευρώ, κυρίως μέσα από ρυθμίσεις.
Σύμφωνα με το Επιχειρησιακό Σχέδιο του ΚΕΑΟ για το 2024, η αξιολόγηση και η στοχοποίηση οφειλών και οφειλετών αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την αποδοτική διεκδίκηση οφειλών, και ήδη, έχουν εισπραχθεί 1,4 δισ. ευρώ, ποσό ικανό να δημιουργεί στους υπεύθυνους την εκτίμηση πως έως το τέλος του έτους, θα σπάσει το περσινό ρεκόρ, με εισπράξεις άνω των 1,65 δισ. ευρώ.
Παράλληλα βέβαια, η διοίκηση του ΕΦΚΑ και το οικονομικό επιτελείο, ανησυχούν για την αυξητική τάση που παρουσιάζουν τα χρέη προς τον ΕΦΚΑ και αναζητούν τρόπους αποτελεσματικότερης είσπραξης. Εντός του καλοκαιριού μάλιστα, εγκρίθηκε κατά πλειοψηφία η πρόταση της Διοίκησης, σύμφωνα με την οποία θα εκπονηθεί μελέτη «σχετικά με την αναδιοργάνωση του συστήματος είσπραξης ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον e-ΕΦΚΑ». Από τα αποτελέσματα που θα προκύψουν, θα προγραμματιστούν και οι επόμενες κινήσεις του Φορέα.
Είναι ενδεικτικό ότι στην 3η τριμηνιαία έκθεση του ΚΕΑΟ αναγράφεται για πρώτη φορά το αποτέλεσμα της διαδικασίας εντοπισμού και διαχωρισμού των οφειλών, με χαμηλό, ίσως και μηδενικό βαθμό εισπραξιμότητας.
Όπως επισημαίνεται, η διαδικασία προϋποθέτει τον ενδελεχή έλεγχο για εντοπισμό όλων των πιθανών πηγών αποπληρωμής της οφειλής και την εξάντληση κάθε εισπρακτικού μέσου σε βάρος του οφειλέτη, ώστε να μπορούν τα αρμόδια όργανα να προτείνουν και να εισηγηθούν με ασφάλεια τον χαρακτηρισμό μιας οφειλής ως «ανεπίδεκτη είσπραξης».
Ενδεικτικά, στην κατηγορία των οφειλών χαμηλής εισπραξιμότητας εντάσσονται:
- οφειλές για την είσπραξη των οποίων έχουν ληφθεί επανειλημμένα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης χωρίς αποτέλεσμα,
- οφειλές προσώπων που έχουν αποβιώσει και οι κληρονόμοι αποποιήθηκαν την κληρονομιά,
- οφειλές επιχειρήσεων που έχουν πτωχεύσει ή βρίσκονται σε αδράνεια, κ.α.
Κι όπως προκύπτει από αναλύσεις του Κέντρου, από τα 48,8 δισ. ευρώ που είναι σήμερα στο χαρτοφυλάκιο περίπου τα 9,8 δισ. ευρώ είναι οφειλές πολύ χαμηλής εισπραξιμότητας. Πρόκειται για οφειλές που αφορούν εργοδότες πτωχευμένους, εργοδότες σε καθεστώς εκκαθάρισης, εργοδότες με οφειλές πριν από την εφαρμογή του συστήματος ασφάλισης μέσω Αναλυτικών Περιοδικών Δηλώσεων (ΑΠΔ), που δεν έχουν ποτέ υποβάλει ΑΠΔ και που δεν έχουν ποτέ καταβάλει ποσά στο ΚΕΑΟ, καθώς και οφειλές ασφαλισμένων που έχουν αποβιώσει.
Από την έκθεση φαίνεται επίσης, το ποσό υψηλές είναι οι προσαυξήσεις, η οποίες καθιστούν την αποπληρωμή -κυρίως των παλαιών οφειλών- σχεδόν αδύνατη. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι, το συνολικό χρέος προς το ΚΕΑΟ αυξήθηκε για άλλο ένα τρίμηνο, παρά το γεγονός ότι οι κύριες οφειλές μειώθηκαν.
Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται αύξηση χρέους κατά 265 εκατ. ευρώ την περίοδο Ιουλίου - Σεπτεμβρίου του τρέχοντος έτους, ενώ σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή χρονική περίοδο, προκύπτει αύξηση κατά 1,68 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 368 εκατ. αφορούν πρόσθετα τέλη και προσαυξήσεις, ενώ οι κύριες οφειλές κατέγραψαν μείωση κατά 102 εκατ. ευρώ.
Ρεκόρ κατέγραψε μάλιστα, η πορεία των εισπράξεων του ΚΕΑΟ, καθώς τα έσοδα άγγιξαν μόνο στο γ’ τρίμηνο, τα 515 εκατ. ευρώ. Έτσι, στο εννεάμηνο Ιανουάριος - Σεπτέμβριος 2024 τα έσοδα έφτασαν τo 1,44 δισ. ευρώ, πολύ κοντά στον ετήσιο στόχο που έχει τεθεί, για έσοδα της τάξης του 1,7 δισ. ευρώ.