Στο κυβερνητικό στρατόπεδο ήδη μιλούν για τον Απρίλιο. Την ίδια εικόνα μεταφέρουν και πηγές των δανειστών. Η συμφωνία σε επίπεδο προσωπικού έως την ερχόμενη Δευτέρα, οπότε είναι προγραμματισμένη η συνεδρίαση του Eurogroup, θεωρητικά θα μπορούσε να υπάρξει. Πρακτικά όμως προϋποθέτει τεράστιους εκατέρωθεν συμβιβασμούς ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες δηλώσεις του εκπροσώπου του Ταμείου, «μένει ακόμα πολλή δουλειά να γίνει».
Οι εκπρόσωποι του κουαρτέτου αναχώρησαν από την Αθήνα την περασμένη Πέμπτη, έχοντας εκπονήσει ένα πρόγραμμα τηλεδιασκέψεων τόσο σε τεχνικό όσο και σε ανώτερο επίπεδο, εντός της εβδομάδας που διανύουμε, με στόχο την αναζήτηση όσο το δυνατό περισσότερων συγκλίσεων.
Σε δύο κυρίως μέτωπα, η κυβέρνηση εμφανίζεται να αναζητά πολιτική λύση. Στα εργασιακά και στο ασφαλιστικό. Στα εργασιακά, το ΔΝΤ επιμένει στη σκληρή συνταγή που απαιτεί αύξηση του ορίου των ομαδικών απολύσεων, επαναφορά του λοκ άουτ και διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος (ανυπαρξίας) συλλογικών διαπραγματεύσεων ενώ στο ασφαλιστικό η απαίτηση των δανειστών για εφαρμογή μια κι έξω των περικοπών στις συντάξεις, με στόχο την εξοικονόμηση 1% του ΑΕΠ, προκαλεί την κυβερνητική άρνηση. Το οικονομικό επιτελείο ζητά, οι όποιες περικοπές στις συντάξεις να εφαρμοστούν σταδιακά από το 2020 σε ορίζοντα πενταετίας στο ιδανικό σενάριο, ή έστω σε ορίζοντα τριετίας.
Η μείωση του αφορολόγητου ορίου, από την άλλη, είναι σχεδόν κλεισμένη. Σύμφωνα με πληροφορίες από κυβερνητικές πηγές, ο συμβιβασμός στήνεται σε μείωση του αφορολόγητου στις 5.900 ευρώ, με διατήρηση του πρώτου συντελεστή στο 22% καθώς διαπιστώθηκε ότι εάν ο συντελεστής μειωνόταν δραστικά, τότε για να προκύψει αύξηση εσόδων 1% του ΑΕΠ, θα έπρεπε το αφορολόγητο να μειωθεί πολύ χαμηλότερα από τις 5.000 ευρώ.
Στα αντίμετρα, οι προσπάθειες της κυβέρνησης για μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35% δεν καρποφόρησαν. Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι πλέον η διαπραγμάτευση εστιάζεται σε μείωση κατά 15%, με τις διαφωνίες να παραμένουν όσον αφορά το ποιοι θα καρπωθούν το όφελος. Η κυβέρνηση θέλει τις ελαφρύνσεις στον φόρο ακινήτων να τις καρπωθούν τα χαμηλότερα κλιμάκια περιουσίας, οι δανειστές δείχνουν προς την κατεύθυνση του συμπληρωματικού φόρου που αφορά όσους έχουν περιουσία άνω των 200.000 ευρώ.
Ανάλογες τριβές εντοπίζονται και στη μείωση του φόρου εισοδήματος για τα φυσικά πρόσωπα. Οι δανειστές θέλουν κυρίως μείωση του φόρου για τις επιχειρήσεις, ενώ στον βαθμό όπου υπάρξει δημοσιονομικός χώρος μετά το 2018, εισηγούνται και μειώσεις φόρων για τα υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.
Ξεκάθαρο είναι άλλωστε από την πλευρά των δανειστών ότι ακόμα και εάν ψηφιστούν αντίμετρα ύψους 2% του ΑΕΠ, όσα και τα μέτρα, τα αντίμετρα θα εφαρμοστούν το 2019 μόνο εφόσον υπάρξει υπέρβαση του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος το 2018 και μόνο κατά το μέγεθος του δημοσιονομικού χώρου που θα προκύψει.