Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Δημόσιο: Μειώσεις και ανατροπές στις νέες συντάξεις

Αναλυτικός οδηγός για το πώς διαμορφώνονται οι συντάξεις στον δημόσιο τομέα. Πώς χάνεται το «μπόνους μετάβασης». Οριστικό τέλος στις συντάξεις άγαμων θυγατέρων.

Δημόσιο: Μειώσεις και ανατροπές στις νέες συντάξεις

Μειώσεις συντάξεων που μεσοσταθμικά αναμένεται να φθάσουν το 18%, αλλά και ανατροπές στην εξαγορά πλασματικών ετών και στις συντάξεις χηρείας, με σημαντικότερη την οριστική κατάργηση των συντάξεων άγαμων θυγατέρων, προβλέπουν μεταξύ άλλων οι τρεις κοινές υπουργικές αποφάσεις που υπέγραψαν οι συναρμόδιοι αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης και υφυπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Τάσος Πετρόπουλος και δημοσιοποιήθηκαν χθες.

Οι αποφάσεις αφορούν τις νέες συντάξεις, οι οποίες εκτιμάται ότι θα παραμείνουν στην «αναμονή» τουλάχιστον έως ότου δοθεί από την Ελληνική Στατιστική Αρχή ο δείκτης της ετήσιας μεταβολής των μισθών. Μόλις αυτός δοθεί στο υπουργείο Εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει και την έγκριση των δανειστών που παρακολουθούν την έκδοση των αποφάσεων και την πορεία υλοποίησης του ασφαλιστικού νόμου Κατρούγκαλου, εκτιμάται ότι θα ξεκινήσει η έκδοση των νέων, μειωμένων κατά 15% με 18% συντάξεων.

Οι ειδικοί εκτιμούν πως οι μεγάλοι χαμένοι του νέου συστήματος, με τα μικρότερα ποσοστά αναπλήρωσης και τον υπολογισμό των συντάξιμων αποδοχών με βάση τον συνολικό εργάσιμο βίο, είναι όσοι αποχωρούν με 35 ή και περισσότερα έτη ασφάλισης, ειδικά αν εισέπρατταν υψηλούς μισθούς τα τελευταία 15 χρόνια.

Χαμένοι είναι επίσης και όσοι δουν «προσωπική διαφορά» μικρότερη του 20%, καθώς θα οδηγηθούν σε αντίστοιχες μειώσεις συντάξεων, χάνοντας στην πράξη το «μπόνους μετάβασης» από το παλαιό στο νέο σύστημα. Και αυτό γιατί, όπως ξεκαθαρίζεται και στις αποφάσεις, οι νέες συντάξεις υπολογίζονται τόσο με το παλαιό, όσο και με το νέο σύστημα.

Εάν η προσωπική διαφορά είναι κάτω του 20%, καταργείται και κατά συνέπεια ο συνταξιούχος οδηγείται σε αντίστοιχα μειωμένη παροχή, σε σχέση με αυτή που θα έπαιρνε εάν δεν ψηφιζόταν ο νόμος Κατρούγκαλου. Εάν η προσωπική διαφορά είναι πάνω του 20%, καταβάλλεται το μισό αυτής σε όσους έχουν καταθέσει αιτήσεις συνταξιοδότησης μεταξύ 13/5/2016 και 31/12/2016 (ειδικά για τους στρατιωτικούς, ισχύει για όσους έχουν καταθέσει αίτηση συνταξιοδότησης από την 1η Ιουλίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2016), το 1/3 της προσωπικής διαφοράς, για αιτήσεις που θα κατατεθούν εντός του 2017 και το 1/4 αυτής για τις αιτήσεις που θα κατατεθούν εντός του 2018. Από το 2019, οι «προσωπικές διαφορές» κόβονται για όλους τους νέους συνταξιούχους.

Στην ΚΥΑ, με τις οδηγίες για την εφαρμογή της ανταποδοτικής σύνταξης, ακόμη και από τα παραδείγματα φαίνεται πως οι μειώσεις ενδέχεται να φθάσουν το 30%. Ειδική αναφορά γίνεται για τη διαδικασία που διέπει τις περιπτώσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών ασφάλισης. Υπογραμμίζεται ότι τα πλασματικά έτη συνυπολογίζονται στο ανταποδοτικό σκέλος της σύνταξης μόνο εάν η αίτηση εξαγοράς έχει γίνει από το 2002 και μετά, όχι νωρίτερα. Επίσης, για αιτήσεις αναγνώρισης πλασματικών ετών που θα υποβληθούν από 1η Ιανουαρίου του 2017 και μετά ισχύουν τα αυξημένα ποσοστά ασφάλισης για εργαζόμενους και εργοδότες, όπως αυτά θεσπίστηκαν.

Συνεπώς, για αιτήσεις αναγνώρισης χρόνου ως συντάξιμου στο Δημόσιο που έχουν υποβληθεί μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2016, καταβάλλεται μόνο η εισφορά ασφαλισμένου (6,67%). Για αιτήσεις που θα υποβληθούν από 1η Ιανουαρίου 2017 και μετά, καταβάλλεται η εισφορά ασφαλισμένου και εργοδότη, όπως αυτή ισχύει κάθε φορά. Για το 2017, η εισφορά εργοδότη έχει οριστεί στο 3,33% και κατά συνέπεια, ο ενδιαφερόμενος θα καταβάλλει συνολικά εισφορά 10%.

Στην ΚΥΑ, για την εθνική σύνταξη επαναλαμβάνεται ότι και στον δημόσιο τομέα, στις περιπτώσεις καταβολής μειωμένης σύνταξης λόγω γήρατος, δηλαδή σε όριο ηλικίας μικρότερο από το κατά περίπτωση προβλεπόμενο όριο για πλήρη σύνταξη, το ποσό της παροχής καταβάλλεται μειωμένο κατά 1/200 για κάθε μήνα (ή 6% για κάθε έτος) που υπολείπεται του αντίστοιχου ορίου ηλικίας πλήρους συνταξιοδότησης. Σε καμία περίπτωση, το ποσοστό μείωσης της εθνικής σύνταξης δεν υπερβαίνει το ποσοστό μείωσης που αντιστοιχεί σε πέντε έτη ηλικίας (60 μήνες).

Μάλιστα, στην ΚΥΑ ξεκαθαρίζεται ότι δεν επιβάλλεται το επιπλέον ποσοστό μείωσης ύψους 10% που προβλέφθηκε με το 3ο μνημόνιο. Σε περίπτωση σώρευσης μειώσεων, λόγω διαμονής και λήψης μειωμένης σύνταξης, λόγω γήρατος, το ποσό της εθνικής σύνταξης που προκύπτει κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα έτη ασφάλισης, μειώνεται αρχικά, βάσει των ετών διαμονής που υπολείπονται των 40 ετών και, στη συνέχεια, βάσει του ποσοστού μείωσης, λόγω λήψης μειωμένης σύνταξης, λόγω γήρατος.

Επίσης, ορίζονται τα ποσοστά αναπηρίας, για τα οποία προβλέπονται μειώσεις στο ποσό της εθνικής σύνταξης για τους συνταξιούχους οι οποίοι θα λάβουν σύνταξη λόγω αναπηρίας και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις άμεσης καταβολής της σύνταξης, ως ακολούθως:

α) Από 67% έως και 79,99%, χορηγείται το 75% της εθνικής σύνταξης και β) από 50% έως και 66,99%, χορηγείται το 50% της εθνικής σύνταξης. Σε περίπτωση νέας κρίσης από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, το ύψος της εθνικής σύνταξης αναπροσαρμόζεται, σύμφωνα με τα ανωτέρω και βάσει του νέου ποσοστού αναπηρίας. Στους συνταξιούχους με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω, χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης, όπως και σε τυφλούς πάσχοντες από Βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία με ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%, που υποβάλλονται σε μετάγγιση κ.λπ.

Προσοχή. Σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων προβλέπεται η καταβολή μίας εθνικής σύνταξης, το ύψος της οποίας διαφοροποιείται ανάλογα με το εάν ο συνταξιούχος ή τα δικαιοδόχα πρόσωπα σε περίπτωση συνταξιοδότησης λόγω θανάτου, δικαιούται να λάβει πέραν της μίας κύριας σύνταξης. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο πλήρων κύριων συντάξεων, χορηγείται το πλήρες ποσό μίας εθνικής σύνταξης. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου μίας πλήρους και μίας μειωμένης κύριας σύνταξης, χορηγείται το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης. Σε περίπτωση συνταξιούχου ή δικαιούχου δύο μειωμένων κύριων συντάξεων, χορηγείται το ποσό της εθνικής σύνταξης που αντιστοιχεί σε κάθε μία, όμως το άθροισμά του δεν μπορεί να υπερβαίνει το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης.

Η εθνική σύνταξη θα αναπροσαρμόζεται κατ' έτος, με Κοινή Υπουργική Απόφαση των υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και με βάση συντελεστή που διαμορφώνεται κατά 50% από τη μεταβολή του ΑΕΠ και κατά 50% από τη μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή του προηγούμενου έτους και δεν υπερβαίνει την ετήσια μεταβολή του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.

Ανατροπές και στις συντάξεις χηρείας

Οριστικό τέλος στις συντάξεις των άγαμων θυγατέρων βάζει ο νόμος Κατρούγκαλου, όπως ξεκαθαρίζεται από την Κοινή Υπουργική Απόφαση των συναρμόδιων υπουργείων Οικονομικών και Εργασίας για τη μεταβίβαση σύνταξης λόγω θανάτου συνταξιούχου ή εν ενεργεία δημόσιου υπαλλήλου. Η απόφαση, αν και εκδόθηκε με σημαντική καθυστέρηση, δεν ρίχνει φως στο πότε θα ξεκινήσει το δημόσιο να καταβάλλει νέες συντάξεις χηρείας, καθώς η έκδοσή τους στηρίζεται στο νέο τρόπο υπολογισμού, που έχει «παγώσει» λόγω της έλλειψης του δείκτη ετήσιας μεταβολής μισθών από την ΕΛΣΤΑΤ.

Όπως και στον ιδιωτικό τομέα, έτσι και στον δημόσιο, το νέο καθεστώς οδηγεί σε σημαντικές ανατροπές και δραστικούς περιορισμούς αναφορικά με τους δικαιούχους, τον χρόνο καταβολής και το ύψος της παροχής. Οι ειδικοί εκτιμούν ότι συνολικά, σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, περίπου 35.000 αιτήσεις συνταξιοδότησης λόγω θανάτου θα κατατεθούν στον ΕΦΚΑ εντός του 2017.

Οι αλλαγές αφορούν συντάξεις που μεταβιβάζονται για θανάτους που επέρχονται από 13/5/2016 και μετά και στηρίζονται αφενός στη θέσπιση ορίου ηλικίας στα 55, αφετέρου στη μείωση του ποσοστού της σύνταξης που δικαιούται ο επιζών σύζυγος στο 50% από 70%. Ειδικά όσοι συνταξιοδοτηθούν εντός του 2017 θα πάρουν υπό προϋποθέσεις και προσωπική διαφορά.

Συγκεκριμένα, θεσπίζεται το 55ο έτος ως όριο ηλικίας του επιζώντος συζύγου για τη θεμελίωση δικαιώματος συνταξιοδότησης λόγω θανάτου. Συνεπώς, εάν ο επιζών σύζυγος έχει συμπληρώσει τα 55 την ημερομηνία θανάτου, χορηγείται σύνταξη εφ’ όρου ζωής. Εάν δεν έχει συμπληρώσει τα 55, η σύνταξη χορηγείται για μία τριετία και εάν στο μεταξύ συμπληρώσει το 55ο έτος, η σύνταξη διακόπτεται και επαναχορηγείται στα 67 διά βίου. Αν το 55ο έτος της ηλικίας δεν συμπληρώνεται εντός της τριετίας, μετά τη λήξη της η σύνταξη διακόπτεται και δεν επαναχορηγείται.

Εξαίρεση στον γενικό αυτό κανόνα προβλέπει η υπουργική απόφαση, στην περίπτωση που η χήρα ή ο χήρος έχουν άγαμα και ανήλικα παιδιά έως 18 ετών ή έως 24 ετών, εφόσον αυτά σπουδάζουν. Τότε, η σύνταξη χηρείας συνεχίζει να καταβάλλεται και μετά την πάροδο της τριετίας, ανεξαρτήτως ηλικιακού ορίου, στον επιζώντα σύζυγο (για όσο διάστημα τα παιδιά είναι ανήλικα ή σπουδάζουν). Μάλιστα, αν συμπληρώσει τα 55 προτού τα παιδιά ενηλικιωθούν ή προτού τελειώσουν τις σπουδές τους, τότε θα χάσει προσωρινά τη σύνταξη όταν τα παιδιά γίνουν 18 ή 24, αλλά θα την ξαναπάρει διά βίου στα 67. Το ίδιο συμβαίνει και όταν τα παιδιά είναι άγαμα και ανίκανα για κάθε εργασία, ή ο επιζών σύζυγος είναι ανίκανος για κάθε εργασία με ποσοστό 67% και άνω.

Προσοχή. Και στον ιδιωτικό τομέα, η ανικανότητα εξετάζεται εάν υπάρχει κατά τον χρόνο θανάτου και όχι μεταγενέστερα αυτού. Αν δηλαδή το παιδί ή η χήρα καταστούν ανίκανοι για εργασία μετά τον θάνατο, δεν μετράει η ανικανότητα ως προϋπόθεση για τη σύνταξη.

Όπως διευκρινίζεται στην ΚΥΑ, αλλάζει και ο τρόπος υπολογισμού και συναρτάται με τη διάρκεια του έγγαμου βίου και τη διαφορά της ηλικίας του θανόντος με τον επιζώντα σύζυγο. Η χήρα παίρνει το 50% της σύνταξης του θανόντος (ενώ έπαιρνε στις περισσότερες περιπτώσεις το 70%). Μάλιστα, ξεκαθαρίζεται πως αν ο θανών ήταν συνταξιούχος, η σύνταξή του επανυπολογίζεται με τον νέο τρόπο (εθνική και αναλογική) και η χήρα παίρνει το 50% της νέας σύνταξης. Το ποσό αυτό ισχύει για την πρώτη 3ετία. Μετά τα τρία χρόνια, αν δεν εργάζεται και δεν λαμβάνει δική της σύνταξη, θα συνεχίσει να παίρνει το ίδιο ποσό (εφόσον έχει τις ηλικιακές προϋποθέσεις). Αν εργάζεται ή παίρνει δική της σύνταξη, η μειωμένη σύνταξη χηρείας περιορίζεται στο μισό (50%).

Αν η χήρα παίρνει σύνταξη γήρατος από ίδιο δικαίωμα, δεν θα πάρει ποσό εθνικής σύνταξης για τη σύνταξη χηρείας. Θα λάβει δηλαδή μόνο το μερίδιο που της αναλογεί από την ανταποδοτική. Αν ο θανών ήταν συνταξιούχος όταν τελέστηκε ο γάμος και ο επιζών έχει 10 χρόνια και πάνω διαφορά με τον θανόντα -αφαιρουμένου του χρονικού διαστήματος του γάμου-, η σύνταξη περιορίζεται. Σύνταξη χηρείας υπό αυστηρότερες προϋποθέσεις δικαιούται και ο διαζευγμένος σύζυγος με τουλάχιστον 10ετή γάμο. Το συνολικό ποσό σύνταξης των επιζώντων συζύγων και παιδιών δεν μπορεί να υπερβαίνει το 100% της σύνταξης του θανόντος.

Οσοι αιτηθούν σύνταξη λόγω θανάτου από 13/5/2016 μέχρι 31/12/2018 δικαιούνται και προσωπική διαφορά, εφόσον η σύνταξη λόγω θανάτου που δικαιώνεται ο επιζών σύζυγος με το νέο σύστημα υπολογισμού (εθνική - ανταποδοτική) υπολείπεται σε ποσοστό 20% και άνω της σύνταξης που θα έπαιρνε με το παλαιό καθεστώς.

Πώς διαρθρώνεται η εθνική σύνταξη

- Για 15 έτη ασφάλισης, το πλήρες ποσό της εθνικής σύνταξης είναι 345,60 ευρώ.
- Για 16 έτη ασφάλισης, 353,28 ευρώ.
- Για 17 έτη ασφάλισης, 360,96 ευρώ.
- Για 18 έτη ασφάλισης, 368,64 ευρώ.
- Για 19 έτη ασφάλισης, 376,32 ευρώ και
- από 20 έτη ασφάλισης και άνω, 384,00 ευρώ.

Ποσοστά αναπλήρωσης ανταποδοτικής σύνταξης

Κλίμακες ετών ασφάλισης   ποσοστό αναπλήρωσης από... έως:
0 - 15                0,77%
15,01 - 18         0,84%
18,01 - 21         0,90%    
21,01 - 24         0,96%
24,01 - 27         1,03%
27,01 - 30         1,21%
30,01-  33         1,42%    
33,01 -  36         1,59%
36,01 - 39         1,80%
39,01 - 42 και περισσότερα         2,00%

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v