Τα μηνύματα των τραπεζιτών προς τον υπουργό Οικονομικών στη χθεσινή τους συνάντηση ήταν ξεκάθαρα.
«Κάθε μέρα που καθυστερεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, κοστίζει για την ελληνική οικονομία και «όσο καθυστερείτε εσείς, με τις νομοθετικές εκκρεμότητες αναφορικά με τα κόκκινα δάνεια, τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, την ασυλία για την υπογραφή των τραπεζικών στελεχών που χειρίζονται αναδιαρθρώσεις, τις ηλεκτρονικές δημοπρασίες, τόσο καθυστερούμε και εμείς να κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να μειωθούν κατά 40% τα κόκκινα δάνεια έως το 2019». Αυτές οι καθυστερήσεις, κατά την κοινή εκτίμηση των τραπεζιτών, φέρονται να συνιστούν βραδυφλεγή βόμβα και για τις τράπεζες και για την οικονομία.
Στη χθεσινή συνάντηση του προεδρείου της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο υπουργός Οικονομικών κατά τις πληροφορίες δεν άνοιξε τα χαρτιά του αναφορικά με τις προοπτικές άμεσης ολοκλήρωσης της αξιολόγησης. Επανέλαβε αυτά τα οποία έχει πει και στο παρελθόν, ότι δηλαδή οι όροι που βάζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν μπορούν να περάσουν, ότι οι απαιτήσεις είναι παράλογες και σε ορισμένες πτυχές τους αντισυνταγματικές.
Οι πληροφορίες όμως παράλληλα επιμένουν ότι κυβέρνηση και δανειστές δεν έχουν εγκαταλείψει τις προσπάθειες ενός «έντιμου συμβιβασμού», με τα γνωστά μέτρα μείωσης του αφορολόγητου, περικοπής των συντάξεων, αλλαγών στα εργασιακά και στην αγορά ενέργειας να βρίσκονται στο προσκήνιο, αλλά η προώθησή τους να επιχειρείται να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να μην ανατρέπει τις κοινοβουλευτικές αντοχές της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες μάλιστα, το βράδυ της Τρίτης υπήρξε τηλεδιάσκεψη των επικεφαλής των θεσμών με συμμετοχή και του Ευκλείδη Τσακαλώτου (δεν επιβεβαιώνεται από πηγές του υπουργείου Οικονομικών), με την Κομισιόν να έχει αναλάβει για μια ακόμα φορά πρωτοβουλίες εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης.
Ο επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ δήλωσε χθες ότι «εργαζόμαστε άκοπα, για να πετύχουμε μια συμφωνία με την Ελλάδα και να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση με το ΔΝΤ», καθησυχάζοντας ότι εάν τηρηθούν όλα τα συμφωνηθέντα, δεν θα υπάρξει ανάγκη για τέταρτο Μνημόνιο μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος τον Αύγουστο του 2018.
Οι κίνδυνοι
Υψηλά ιστάμενα τραπεζικά στελέχη προειδοποιούν ότι αν η διαπραγμάτευση κρατήσει μήνες και φτάσουμε στο καλοκαίρι χωρίς δόση από τον ESM, «θα πάθουμε το 2017, ό,τι πάθαμε το 2015».
Σε ερώτηση αν το ενδεχόμενο να χρειαστεί νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι ορατό, η απάντηση επί του παρόντος είναι αρνητική. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο όμως «συντηρούν» στο προσκήνιο τόσο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, όσο και ο οίκος αξιολόγησης Moody’s, με τον τελευταίο να θυμίζει και τα επερχόμενα stress tests της ΕΚΤ. Και όπως έχει δείξει η πρόσφατη ιστορία, καταιγιστικές εξελίξεις είναι ικανές να ανατρέψουν την εικόνα της επαρκούς ανακεφαλαιοποίησης που καταγράφουν σήμερα και οι τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Τραπεζικά στελέχη αξιολογούν επίσης ως ιδιαίτερα επιβαρυντικό παράγοντα, τόσο σε επίπεδο κλίματος όσο και ουσίας, την αναθέρμανση της συζήτησης περί δραχμής (που έσπευσε χθες να κλείσει ο πρωθυπουργός), με τη συνδρομή στελεχών του κυβερνώντος κόμματος. Διερωτώνται «ποιος θα φέρει τα λεφτά του στις τράπεζες, όταν γίνεται συζήτηση για δραχμές» και προβλέπουν ότι τα ιστορικά χαμηλά τα οποία καταγράφηκαν στην πρόθεση αποταμίευσης τον Ιανουάριο, αν συντηρηθεί το ίδιο κλίμα, θα διευρυνθούν περαιτέρω τον Φεβρουάριο.
Η έρευνα του ΙΟΒΕ έδειξε ότι τον Ιανουάριο, ο δείκτης πρόθεσης αποταμίευσης για το προσεχές δωδεκάμηνο υποχώρησε στις -84,1 μονάδες από 79,5 μονάδες τον Δεκέμβριο ενώ το 94% των νοικοκυριών (από 91%) θεωρεί λίγο έως καθόλου πιθανή την αποταμίευση έως το τέλος του έτους.
Στο μεταξύ η οικονομία μετρά νέες πληγές. Οι επιφυλάξεις για τις πιθανότητες δυναμικής επέκτασης της οικονομίας με ρυθμό 2,7% φέτος διευρύνονται και μετά το ΙΟΒΕ, το οποίο θέτει τον πήχη -υπό προϋποθέσεις- στο 1,5%-1,8%, χθες και η Pricewaterhouse Coopers εκτίμησε ότι δεν θα ξεπεράσει το 1% με 1,5% καθώς οι «οδηγοί ανάπτυξης» παραμένουν χαμηλοί. Η κατανάλωση υποδαυλίζεται από την υψηλή φορολογία, οι επενδύσεις παραμένουν ασθενείς (12,4% του ΑΕΠ από 30% το 2008 και έναντι 23% στην Ε.Ε), η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης προκαλεί έξαρση αβεβαιότητας.
Ακόμα και στο μέτωπο των capital controls, κάθε μέρα που περνά με την αβεβαιότητα να επιτείνεται αντί να εξαλείφεται, κοστίζει.
Οι τράπεζες εδώ και μήνες έχουν προτείνει στο υπουργείο Οικονομικών την ουσιαστική ελαστικοποίηση των κεφαλαιακών ελέγχων, σε δύο σημαντικές παραμέτρους: την άρση των περιορισμών δημιουργίας νέου τραπεζικού λογαριασμού για όλους και τη διεύρυνση του ορίου αναλήψεων των 840 ευρώ ανά δύο εβδομάδες, σε 2.000 ευρώ τον μήνα.
«Αν η αξιολόγηση είχε κλείσει, πιστεύουμε ότι τα capital controls θα είχαν χαλαρώσει περαιτέρω αισθητά», αναφέρει τραπεζική πηγή, συμπληρώνοντας ότι με τα σημερινά δεδομένα ένα τέτοιο ενδεχόμενο απομακρύνεται.