Νέα δεδομένα δημιουργεί στην ελληνική διαπραγματευτική γραμμή για τα εργασιακά, εισήγηση του γενικού εισαγγελέα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που κρίνει ασύμβατη με το κοινοτικό δίκαιο τη δυνατότητα του εκάστοτε Έλληνα υπουργού Εργασίας να ασκεί βέτο στην απόφαση μιας επιχείρησης για ομαδικές απολύσεις.
Η εισήγηση κοινοποιήθηκε χθες, από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) στο Λουξεμβούργο, και στην πράξη δυσκολεύει την ελληνική πλευρά, ενόψει της διαπραγμάτευσης για τα εργασιακά.
Σύμφωνα μάλιστα με ειδικούς, η εισήγηση, παρότι δεν έχει δεσμευτικό χαρακτήρα για το Ευρωδικαστήριο, κατά κανόνα γίνεται αποδεκτή από αυτό, καθώς είναι συνήθως απόλυτα τεκμηριωμένη και βάσει της ισχύουσας νομολογίας.
Η αρνητική θέση του γενικού εισαγγελέα του Ευρωδικαστηρίου σε σχέση με το "υπουργικό βέτο" στο θέμα των ομαδικών απολύσεων που υπερασπίζεται η ελληνική κυβέρνηση, σίγουρα δυσκολεύει την όποια διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας και ισχυροποιεί αυτή των δανειστών, που εδώ και χρόνια ζητούν να καταργηθεί η δυνατότητα παρέμβασης της διοίκησης στο θέμα.
Να σημειωθεί ότι η προηγούμενη κυβέρνηση Σαμαρά, σε μια προσπάθεια να "αποφύγει" το θέμα, μέσω μιας υπουργικής απόφασης και χωρίς να καταργήσει το "βέτο", εξουσιοδότησε το Ανώτατο Συμβούλιο Εργασίας να αποφασίζει, στο οποίο μάλιστα προΐσταται ο εκάστοτε διορισμένος από την κυβέρνηση Γενικός Γραμματέας Εργασίας.
Η εισήγηση του εισαγγελέα έρχεται μετά από προδικαστικό αίτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας, στο οποίο έχει προσφύγει η εταιρεία ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ. Συγκεκριμένα, η εταιρεία που ανήκει στον γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικό όμιλο Lafarge και δραστηριοποιείται στην παραγωγή, διανομή και εμπορία τσιμέντου, διαθέτοντας τρία εργοστάσια στην Ελλάδα (Αγριά Βόλου, Αλιβέρι και Χαλκίδα), από το 2013, στο πλαίσιο προγράμματος αναδιάρθρωσης της παραγωγικής δομής τσιμέντου, αποφάσισε την οριστική διακοπή λειτουργίας του εργοστασίου της Χαλκίδας, που απασχολούσε 236 εργαζομένους.
Ακολουθώντας τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος 1387/1983, η ΑΓΕΤ Ηρακλής ζήτησε εγγράφως από τον υπουργό Εργασίας την έγκριση του σχεδίου ομαδικών απολύσεων, κάτι το οποίο όμως απορρίφθηκε.
Η εταιρεία προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του υπουργού και το ΣτΕ υπέβαλε στο Δικαστήριο του Λουξεμβούργου δύο ερωτήματα σχετικά με τη συμβατότητα της ελληνικής νομοθεσίας, αφενός, με την οδηγία 98/59/ΕΚ και, αφετέρου, με τις διατάξεις της Συνθήκης περί της ελευθερίας εγκαταστάσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων (άρθρα 49 και 63 ΣΛΕΕ).
Βάσει αυτών των ερωτημάτων, ήρθε η εισήγηση του γενικού εισαγγελέα, που κρίνει ασύμβατη με το ευρωπαϊκό δίκαιο την υποχρέωση διοικητικής έγκρισης πριν από την απόφαση για ομαδικές απολύσεις, ακόμη και σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης όπως αυτή που διέρχεται η χώρα μας.
Πλέον, όπως εξηγούν νομικοί στο Εuro2day.gr, το ΣτΕ θα κληθεί να λύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Ευρωπαϊκού δικαστηρίου, η οποία άλλωστε δεσμεύει κατά τον ίδιο τρόπο και κάθε άλλο εθνικό δικαστήριο που θα αντιμετωπίσει παρόμοιο πρόβλημα.
Να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο αναζήτησης των βέλτιστων πρακτικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μόνο η Ολλανδία προβλέπει δικαίωμα αρνησικυρίας σε ομαδικές απολύσεις, υπό διαφορετικούς όμως όρους και με εγγυήσεις που το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο δεν περιλαμβάνει.
Διαφοροποιήσεις βέβαια ισχύουν και στα όρια πέρα από τα οποία οι απολύσεις θεωρούνται ομαδικές ανάμεσα στην ελληνική και την κοινοτική νομοθεσία. Η Ελλάδα το 2010 άλλαξε τα όρια αυτά. Έτσι, από 5 εργαζόμενους για επιχειρήσεις που απασχολούν 20-50 άτομα και 2-3% για επιχειρήσεις πάνω από 50 άτομα, πλέον, τα νέα όρια είναι 6 εργαζόμενοι για επιχειρήσεις 20-150 εργαζομένων και 5% για επιχειρήσεις άνω των 150 εργαζομένων.
Κατρούγκαλος: Θα εξασφαλιστεί ουσιαστική προστασία από τις ομαδικές απολύσεις
Σε απάντηση ερωτημάτων σχετικών με τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα προς το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ζήτημα των ομαδικών απολύσεων, ο υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Γ. Κατρούγκαλος προέβη στην εξής δήλωση:
«Παρακολουθούμε με προσοχή τις εξελίξεις επί του σχετικού παραπεμπτικού ερωτήματος που εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο σεβασμός απέναντι σε κάθε δικαιοδοτική αρχή αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση, η ελληνική όμως πολιτεία θα υπερασπιστεί την υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση μέχρι το τέλος της δικαστικής διαδικασίας. Επισημαίνεται πάντως ότι:
α) Οι προτάσεις του γενικού εισαγγελέα δεν είναι δεσμευτικές, αποτελούν εισήγηση προς το δικαστήριο.
β) Οι προτάσεις θεωρούν ότι υφίσταται αντίθεση με το ευρωπαϊκό δίκαιο κυρίως ως προς το όργανο που αποφασίζει σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις και ως προς ορισμένες άλλες διαδικαστικές παραμέτρους, όχι σε σχέση με τις ουσιαστικές εγγυήσεις προστασίας καθεαυτές, οι οποίες ενσωματώνουν στο ελληνικό δίκαιο κοινοτική οδηγία.
Οι ομαδικές απολύσεις αποτελούν, άλλωστε, και ένα από τα θέματα διαπραγμάτευσης με τους θεσμούς, παράλληλα με την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που με επίταση επιδιώκει η ελληνική πλευρά. Σε κάθε περίπτωση, θα εξασφαλιστεί και σε αυτό το επίπεδο η ουσιαστική προστασία από τις ομαδικές απολύσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι επί του ζητήματος υπάρχει στην Ελλάδα ομοφωνία όλων των κοινωνικών συνομιλητών, της εργοδοτικής πλευράς συμπεριλαμβανομένης. Όσοι επιμένουν, αντιθέτως, σε ιδεοληπτικές θέσεις θα βρεθούν και πάλι απομονωμένοι, όπως συνέβη και κατά τη διαπραγμάτευση του ασφαλιστικού. Η ελληνική οικονομία χρειάζεται νέες θέσεις εργασίας, όχι νέες απολύσεις».