«Οι τράπεζες όχι μόνο δεν μας πιέζουν να αποπληρώσουμε τα δάνειά μας, αλλά αντίθετα στενοχωριούνται όταν το κάνουμε», δηλώνει στο Euro2day.gr πρόεδρος υγιούς εισηγμένης εταιρίας που δραστηριοποιείται στον χώρο του εμπορίου, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση κινείται και ο σχολιασμός οικονομικού διευθυντή γνωστού ομίλου πληροφορικής: «Οι τράπεζες, ακόμη και σ' αυτήν τη συγκυρία, έρχονται κατά διαστήματα και μας κάνουν νύξεις μήπως και χρειαζόμαστε επιπρόσθετη ρευστότητα, προκειμένου να τρέξουμε κάποιο έργο ή κάποια επένδυση».
Βέβαια, τέτοιου περιεχομένου δηλώσεις σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν την πλειονότητα, ωστόσο υποδηλώνουν τη θέληση των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν τις υγιείς επιχειρήσεις, ή ακόμη τον φόβο των τραπεζών ότι αν δεν ανακάμψει η οικονομία και αν συνεχιστούν τα πράγματα όπως είναι, τότε η ποιότητα του δανειακού τους χαρτοφυλακίου θα επιδεινώνεται ολοένα και περισσότερο.
Διευθύνων σύμβουλος εισηγμένης εταιρίας υποστηρίζει ότι δεν θα ήθελε να είναι στη θέση των τραπεζιτών: «Από το 2010 έως και σήμερα, η πιστωτική επέκταση των τραπεζών μειώνεται ετησίως περίπου κατά 2%-3%, τόσο στα δάνεια προς τα νοικοκυριά, όσο και σε εκείνα προς τις επιχειρήσεις. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κάποιος ότι τα δανειακά υπόλοιπα ενισχύονται κάθε χρόνο και από τους επιβαλλόμενους τόκους, τότε η πραγματική μείωση των υπολοίπων των χορηγήσεων είναι σαφώς μεγαλύτερη.
Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον, τι συνέβη; Οι περισσότερες υγιείς εταιρίες μείωσαν κατακόρυφα τον δανεισμό τους προκειμένου να περιορίσουν τον κίνδυνο και να αποφύγουν τις υψηλότοκες επιβαρύνσεις, όταν οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους έχουν πολύ φτηνότερη πρόσβαση στην αγορά χρήματος.
Δείτε πόσο μείωσαν τις υποχρεώσεις τους εταιρίες όπως π.χ. ο ΟΤΕ, η Τιτάν, η Μυτιληναίος, η Sarantis και η Motor Oil, ενώ παράλληλα οι όμιλοι αυτοί κατάφεραν να υποκαταστήσουν μέρος του δανεισμού τους από επενδυτές του εξωτερικού. Δείτε επίσης, πόσες μικρότερες εισηγμένες περιόρισαν τις τραπεζικές τους υποχρεώσεις κατά 10-20 εκατ. ευρώ μέσα στην κρίση. Η αλήθεια είναι ότι όποια εταιρία μπορούσε να μειώσει την τραπεζική της έκθεση το έκανε, θυσιάζοντας επενδύσεις, κόβοντας μερίσματα και ρίχνοντας τους προμηθευτές».
Γίνεται λοιπόν φανερό ότι όσο συνεχίζεται αυτή η διαδικασία, οι τράπεζες θα βρίσκονται με μικρότερο ύψος χορηγήσεων, που θα εστιάζεται ολοένα και περισσότερο σε εταιρίες που είτε δεν μπορούν να αποπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, είτε διατρέχουν σημαντικό κίνδυνο να μην μπορούν να το πράξουν στο μέλλον.
Ο συγκεκριμένος προβληματισμός για τις τράπεζες θα καταστεί εντονότερος στον βαθμό που η οικονομική αβεβαιότητα θα αρχίσει να υποχωρεί: «Με βάση τα σημερινά δεδομένα, η δυνατότητα των επιχειρήσεων να δανειστούν από τις ξένες αγορές είναι ουσιαστικά μηδενική. Με τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να είναι διψήφιες, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να χρηματοδοτήσει μια μεσαία ελληνική επιχείρηση με επιτόκιο χαμηλότερο του 7%-8%. Και από την άλλη πλευρά, καμιά υγιής εγχώρια εταιρία δεν θα δεχτεί να κλειδώσει τόσο υψηλά επιτόκια για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Όταν όμως μελλοντικά, λόγω της μειωμένης αβεβαιότητας, τα επιτόκια πέσουν ίσως γύρω στο 4% με 5%, τότε οι τράπεζες θα δουν ένα μέρος των καλών πελατών τους να αποκτά και εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης.
Μέσα σ' αυτό το περιβάλλον γίνεται ακόμη πιο επιτακτική για τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα η όσο το δυνατόν ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Μέχρι σήμερα, το κόστος των κόκκινων δανείων το έχουν πληρώσει οι μέτοχοι των τραπεζών και οι συνεπείς δανειολήπτες μέσα από τα υψηλά επιτόκια που καταβάλλουν. Είμαστε όμως σε ένα περιβάλλον που οι αντοχές των μετόχων έχουν φτάσει στα όριά τους και που οι συνεπείς δανειολήπτες περιορίζουν ολοένα και περισσότερο την έκθεσή τους στις τράπεζες.
Είναι προφανές ότι ο γόρδιος δεσμός θα πρέπει να λυθεί μέσα από τη διαχείριση των κόκκινων δανείων και κυρίως των επιχειρηματικών», αναφέρθηκε χαρακτηριστικά.