Σε ένα ολιγάριθμο club περιορίζει τους ενδιαφερόμενους για την αγορά μη εξυπηρετούμενων δανείων η κυβέρνηση, την ώρα που μείζονα προτεραιότητα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι η δημιουργία μιας αποτελεσματικής δευτερογενούς αγοράς για τα κόκκινα δάνεια.
Ο πρόσφατος νόμος για την αδειοδότηση εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων απαγορεύει την αγορά κόκκινων δανείων από όσες εταιρείες δεν μπορούν να τα διαχειριστούν εσωτερικά καθώς δεν επιτρέπει την ανάθεση διαχείρισης σε τρίτους.
Δηλαδή ένα private equity δεν μπορεί να αγοράσει χαρτοφυλάκιο μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων αναθέτοντας τη διαχείριση σε μια από τις τράπεζες ή τις εταιρείες servicing που θα αδειοδοτηθούν.
Αυτό σημαίνει ότι όσοι ενδιαφέρονται να αγοράσουν δάνεια (σ.σ το ενδιαφέρον εστιάζεται κυρίως στα επιχειρηματικά) θα πρέπει να αδειοδοτηθούν και υπηρεσίες διαχείρισης. Μόνο η ανάπτυξη τέτοιων δομών σημαίνει υψηλότερο κόστος και επομένως χαμηλότερα προσφερόμενα τιμήματα προς τις τράπεζες.
Αν συνυπολογισθούν και οι πληροφορίες ότι η πρόθεση της κυβέρνησης είναι να δοθεί περιορισμένος αριθμός αδειών, η υπόθεση εξελίσσεται σε τραγέλαφο σύμφωνα με στελέχη της αγοράς.
Το θέμα έχει ήδη τεθεί από πλευράς Θεσμών που ζητούν να υπάρξει τροποποίηση της σχετικής διάταξης ώστε να ισχύσει και στην Ελλάδα ό,τι ισχύει διεθνώς. Να μπορούν, δηλαδή, όσες εταιρείες αγοράζουν είτε χαρτοφυλάκια δανείων είτε μεμονωμένα δάνεια να αναθέτουν τη διαχείρισή τους σε αδειοδοτημένο φορέα ή τράπεζα όπως έπραξε η Baupost για το χαρτοφυλάκιο δανείων που αγόρασε από τη Citibank.
Άλλωστε, η συγκεκριμένη διάταξη έρχεται σε σύγκρουση ακόμη και με το νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει εδώ και πολλά χρόνια για την τιτλοποίηση απαιτήσεων.
Το θέμα αναμένεται να λυθεί πριν την ολοκλήρωση της αξιολόγησης σε συνάρτηση με τη συμφωνία που θα υπάρξει μεταξύ κυβέρνησης και Θεσμών για το τι θα γίνει με τα στεγαστικά, καταναλωτικά δάνεια και τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις που προς το παρόν έχουν εξαιρεθεί από το πλαίσιο πώλησης.