Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

Ο κρυμμένος θησαυρός του Πολιτισμού

Η καλύτερη αξιοποίηση του ελληνικού πολιτιστικού και αρχαιολογικού πλούτου αποτελεί προτεραιότητα για το νέο υπουργό Πολιτισμού Νίκο Ξυδάκη. Μεγάλες ευκαιρίες βλέπουν οι αναλυτές της Τράπεζας της Ελλάδος που προτείνουν 11 μέτρα ανάπτυξης.

Ο κρυμμένος θησαυρός του Πολιτισμού

 «Το υπουργείο πρέπει να παράγει και φυσικό, όχι μόνο συμβολικό πλούτο, να συνεισφέρει στη ροή χρήματος». είπε ο νέος υπουργός Πολιτισμού Νίκος Ξυδάκης στην πρώτη συνάντησή του με τους δημοσιογράφους. Ο κ. Ξυδάκης θεωρεί πως «το υπουργείο πρέπει να περάσει στην εποχή του ηλεκτρονικού εμπορίου ώστε να εκμεταλλευθεί τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του, από τις φωτογραφίες που διαθέτει μέχρι τα σουβενίρ». Γι’ αυτό και σκοπεύει να σχεδιάσει νέα προϊόντα και υπηρεσίες, με τον υπουργό Πολιτισμού να υποστηρίζει πως σήμερα «τζιράρει περί τα 50 εκατ. ευρώ».

Την ίδια εβδομάδα που έγιναν οι δηλώσεις του Νίκου Ξυδάκη, η Τράπεζα της Ελλάδος, στην ετήσια έκθεσή της, είχε αναλυτικά στοιχεία για την «οικονομία του πολιτισμού και της δημιουργίας». Όπως επισημαίνεται στην έκθεση «σήμερα, στην Ελλάδα της κρίσης, ξέρουμε ελάχιστα για τον τομέα αυτόν: ποια είναι η οριοθέτησή του, ποιο είναι το μέγεθός του, ποιες είναι οι μορφές απασχόλησης, ποια είναι η συνεισφορά του στο εθνικό προϊόν και στο εξαγωγικό εμπόριο». Η έκθεση αναφέρεται, βέβαια, σε ολόκληρη τη «βιομηχανία» της «δημιουργίας» και όχι μόνο στην αξιοποίηση του αρχαιολογικού και πολιτιστικού πλούτου της χώρας.

Η Ελλάδα καθυστερεί να αναπτύξει το συγκεκριμένο τομέα ο οποίος «κυριαρχεί στις συζητήσεις για τη χάραξη αναπτυξιακής στρατηγικής τόσο στις ανεπτυγμένες (μεταβιομηχανικές) όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες. Στην Ευρώπη, οι κλάδοι («βιομηχανίες») που παράγουν αγαθά πολιτισμού και δημιουργίας (cultural and creative industries) αποτελούν τα τελευταία χρόνια έναν από τους πιο δυναμικούς τομείς».

Μάλιστα, «η ευρωπαϊκή βιομηχανία πολιτισμού και δημιουργίας αναδεικνύεται σήμερα παγκόσμιος ηγέτης, κατέχοντας το 70% της παγκόσμιας αγοράς. Σύμφωνα µε τα τελευταία διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία, συνεισέφερε το 3% και το 4% του ΑΕΠ της ΕΕ-27 το 2010 και το 2013 αντίστοιχα ―µη συμπεριλαμβανομένου του χρηματοπιστωτικού τομέα― και απασχολεί περισσότερους από 7 εκατομμύρια ανθρώπους. Φάνηκε μάλιστα ιδιαίτερα ανθεκτική στην παρούσα συγκυρία της κρίσης χρέους και ύφεσης. Ενώ τη δεκαετία 2000-2009 επέδειξε ένα σταθερό βηματισμό προς μια αναπτυξιακή τροχιά, το 2010-2012 ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης ξεπέρασε το 10%. Μεταξύ 2010 και 2013, η αξία των πωλήσεων των προϊόντων και υπηρεσιών του τομέα αυξήθηκε κατά 28%, δημιουργώντας 200 χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, και το μερίδιο του τομέα στις συνολικές εξαγωγές της ΕΕ ανήλθε σε 17%».

Παρά τα περιορισμένα στατιστικά στοιχεία, στην έκθεση αναφέρεται πως μεταξύ των ετών 2002 και 2011 η αξία του διεθνούς εμπορίου της Ελλάδος σε προϊόντα και υπηρεσίες πολιτισμού και δημιουργίας αυξήθηκε ραγδαία (σχεδόν διπλασιάστηκε). Το ισοζύγιο ωστόσο σε ονομαστικούς όρους παρέμεινε αρνητικό, αφού το μικρό αλλά αυξανόμενο πλεόνασμα στο σκέλος των υπηρεσιών δεν ήταν αρκετό για την ανατροπή του μεγάλου εμπορικού ελλείμματος.

Περισσότερο εξωστρεφείς ήταν οι δραστηριότητες του σχεδίου (μόδα και έπιπλο, 76,8% του συνόλου των εξαγόμενων προϊόντων πολιτισμού και δημιουργίας), οι εκδόσεις βιβλίων, τα ηλεκτρονικά παιχνίδια, η έρευνα αγοράς και η διαφήμιση, ενώ οι λιγότερο εξωστρεφείς κλάδοι ήταν αυτοί των οπτικοακουστικών μέσων, των εικαστικών τεχνών και των υπηρεσιών έρευνας και τεχνολογίας.

Παρά τη μεγάλη αύξησή τους «οι ελληνικές εξαγωγές αντιπροσωπεύουν μόλις το 0,2% της συνολικής αξίας των παγκόσμιων εξαγωγών προϊόντων πολιτισμού και δημιουργίας και το 0,4% των εξαγωγών της ΕΕ-27. Με στάθμιση ως προς τον πληθυσμό της χώρας, η κατά κεφαλήν αξία των εξαγωγών είναι τέσσερις φορές μικρότερη από την κατά κεφαλήν αξία του συνόλου των εξαγωγών της ΕΕ-27. Η επίδοση αυτή είναι η τέταρτη χειρότερη επίδοση μετά τη Ρουμανία, τη Βουλγαρία και την Κύπρο και κατατάσσει τη χώρα µας τέσσερις θέσεις χαμηλότερα από την Πορτογαλία».

Όσον αφορά την απασχόληση, με βάση την έκθεση της ΤτΕ, «το ποσοστό των απασχολουμένων σε πέντε συγκρίσιμες επαγγελματικές κατηγορίες ανήλθε το 2009 σε 1,2% της συνολικής απασχόλησης, έναντι 1,7% στην ΕΕ-27. Περισσότερο από το 1/3 των απασχολουμένων είναι γυναίκες και σχεδόν οι μισοί απασχολούμενοι είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης».

Οι ευκαιρίες

Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος, «η σημασία της ανάπτυξης του νέου αυτού τομέα για την ελληνική οικονομία είναι πολύ μεγάλη. Η δομή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας παρουσιάζει µια σειρά από ιδιαιτερότητες όπως:

(α) το μεσαίο έως πολύ μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων,

(β) ο υψηλός βαθμός έντασης εργασίας,

(γ) η προσωπική ταυτότητα της δημιουργίας,

(δ) η παραγωγική ή “δημιουργική” φαντασία, µε την έννοια της ικανότητας επεξεργασίας νέων χρήσιμων εικόνων και εννοιών,

(ε) η ελεύθερη σκέψη και νόηση και η διάθεση κριτικής,

(στ) η ευκολία προσαρμογής στο διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον,

(ζ) η αισθητική και η ποιότητα έκφρασης,

(η) η πλεονεκτική γεωγραφική θέση της χώρας και οι ευνοϊκές καιρικές συνθήκες,

(θ) η μοναδικότητα της γλώσσας και

(ι) το απόθεμα τεχνογνωσίας και εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Οι ιδιαιτερότητες αυτές παρέχουν ένα μοναδικό συγκριτικό πλεονέκτημα στις ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτόν».

Οι αναλυτές της ΤτΕ υποστηρίζουν πως «ο τομέας του πολιτισμού και της δημιουργίας αποτελεί το συνδετικό κρίκο (creative nexus) μεταξύ του πολιτισμού, της οικονομίας και της τεχνολογίας. Ο σύγχρονος κόσμος είναι γεμάτος από εικόνες, ήχους, χρώματα, σύμβολα και ιδέες που δημιουργούν απασχόληση, εισόδημα και πλούτο, αλλά και νέες μορφές πολιτισμού που είναι εμπορεύσιμες.

Τι πρέπει να γίνει

Τρεις παράγοντες θεωρούνται απαραίτητοι για τη διαμόρφωση μιας εθνικής αναπτυξιακής στρατηγικής στον τομέα της οικονομίας του πολιτισμού και της δημιουργίας: «Πρώτον, η αναγνώριση της θεσμικής μορφής, της δομής και των οργανωτικών χαρακτηριστικών, δεύτερον, η συστηματική ανάλυση της λειτουργίας του τομέα και του πώς επηρεάζει βασικά εθνικά οικονομικά και κοινωνικά μεγέθη και τρίτον, η συλλογή και επεξεργασία περιεκτικών στατιστικών στοιχείων για την ποσοτική μέτρηση της επίδρασης στο εθνικό προϊόν, την απασχόληση και το εμπόριο».

Στην ΤτΕ θεωρούν πως ιστορικά και παραδοσιακά, ο τομέας του πολιτισμού στην Ελλάδα δεν υποβλήθηκε ποτέ σε διαδικασία παρακολούθησης, αξιολόγησης και αποτίμησης. Οι δράσεις σπανίως επιλέγονταν µε βάση τη σύγκριση κόστους-οφέλους σε οικονομικούς όρους και σχεδόν ποτέ δεν είχε επιχειρηθεί η αποτίμηση της απόδοσης.

Ο πολιτισμός θεωρούνταν ως κοινωνική αξία που ένα κράτος ευημερίας και πρόνοιας υποχρεούται να χρηματοδοτεί και να προασπίζει. Στην προσπάθεια επομένως καταγραφής της ελληνικής εμπειρίας παρουσιάζονται μια σειρά από προβλήματα, όπως η έλλειψη ενός κοινά αποδεκτού ορισμού, η έλλειψη μιας στατιστικής βάσης δεδομένων, η µη εφαρμογή της τετραψήφιας κατηγοριοποίησης επαγγελμάτων και δραστηριοτήτων και η σχεδόν εξ ολοκλήρου χρηματοδότηση, τουλάχιστον στα χρόνια πριν από την κρίση, του πολιτισμού σε κεντρικό, περιφερειακό και αυτοδιοικητικό επίπεδο µε χρήματα των φορολογουµένων.

Εντεκα προτάσεις ανάπτυξης του τομέα

Στα χρόνια πριν από την κρίση, η “πολιτική πολιτισμού” στην Ελλάδα εξαντλούνταν σε θέματα επιχορήγησης, φορολογικών απαλλαγών ή ελαφρύνσεων και εκπαίδευσης στο χώρο του θεάματος και των καλών τεχνών. Αποτέλεσμα ήταν ο αναπόφευκτος κατακερματισμός της στρατηγικής και η αποσπασματική εφαρμογή μέτρων ώθησης της νέας αυτής οικονομίας, µε ορατό τον κίνδυνο της συχνής αυτοαναίρεσης των μέτρων πολιτικής, το δισταγμό και τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις.

Θα ήταν επομένως χρήσιμη η υιοθέτηση σε κεντρικό επίπεδο μιας ολιστικής θεώρησης του τομέα και η χάραξη ενιαίας και ολοκληρωμένης αναπτυξιακής πολιτικής. Ενδεικτικά «μία τέτοια στρατηγική θα μπορούσε να περιλαμβάνει ένα ελάχιστο σύνολο έντεκα δράσεων πολιτικής που βοηθούν στην εμφάνιση ενός νέου ενάρετου κύκλου πολιτισμού – δημιουργίας -οικονομίας:

1. Αναθεώρηση του πλαισίου φορολογικής μεταχείρισης

2. Επαναπροσδιορισμός της εκπαίδευσης τόσο στο σκέλος της διά βίου μάθησης και κατάρτισης όσο και στο σκέλος της εγκύκλιας παιδείας.

3. Έναρξη ενός «διαρθρωμένου» διαλόγου µε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς.

4. Δημιουργία μητρώου δημιουργών και θέσπιση νομοθεσίας για τη ρύθμιση των σχέσεων εργαζομένου-εργοδότη,

5. Βελτίωση, ενίσχυση και εκσυγχρονισμό της υφιστάμενης νομοθεσίας για µια ρεαλιστική προστασία των δημιουργικών δραστηριοτήτων µε τη μορφή του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας, του βιομηχανικού σχεδίου, της ονομασίας προέλευσης και του εμπορικού σήματος.

6. Αρση του περιοριστικού πλαισίου για την ανάπτυξη διεθνών συμπράξεων -συμπαραγωγών.

7. Μέτρα ενίσχυσης του ανταγωνισμού.

8. Δημιουργία φυσικών χώρων παραγωγής και έκθεσης,

9. Ενθάρρυνση της χρήσης νέων μορφών και τρόπων χρηματοδότησης (ΕΣΠΑ 2014-2020, «Πολιτισμός» και «Media» στη Δημιουργική Ευρώπη 2014-2020, crowdfunding, Peer-to-Peer lending).

10. Επαναπροσδιορισμός της εξαγωγικής πολιτικής, και

11. σύνδεση του πολιτισμού και της δημιουργίας µε το «τουριστικό προϊόν».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v