Συγκρατημένη αισιοδοξία, παρά τις αναμφίβολες δυσκολίες, εκφράζει το Μέγαρο Μαξίμου για τη σημερινή νέα κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup, κι απ' ό,τι φαίνεται όχι την τελευταία, όπως αναγνωρίζουν και οι δύο πλευρές. Κοινή είναι η διαπίστωση ότι παρά τις κάποιες συγκλίσεις, πολλές είναι ακόμα οι διαφορές που χωρίζουν το οικονομικό επιτελείο και τους δανειστές, την ίδια στιγμή που ο χρόνος αρχίζει να πιέζει την κυβέρνηση και τα ταμειακά διαθέσιμα μειώνονται επικίνδυνα.
«Έχουν γίνει βήματα προσέγγισης μεταξύ των δύο πλευρών, η προσπάθεια για την τελική συμφωνία γίνεται κομμάτι-κομμάτι και είναι δύσκολο να ξεκαθαρίσουν όλα τώρα. Δεν θα είναι πάντως εύκολη συνεδρίαση», έλεγε χθες το βράδυ στο Euro2day.gr υψηλόβαθμο κυβερνητικό στέλεχος, που βλέπει την τελική συμφωνία να κλείνει με ορίζοντα το τέλος του μήνα, οπότε και λήγει το ισχύον πρόγραμμα.
Την ίδια ώρα, με βάση πηγές από τις Βρυξέλλες, στις τεχνικές συζητήσεις των τελευταίων ημερών διαπιστώθηκε ότι οι αντιρρήσεις της Αθήνας στο υφιστάμενο πρόγραμμα υπερβαίνουν το 30% που είχε αναφέρει ο Γιάνης Βαρουφάκης, γεγονός που καθιστά ακόμα δυσκολότερες τις συνομιλίες.
Σύμφωνα εξάλλου με αξιωματούχο της Ε.Ε., οι ελπίδες σχετικά με την επίτευξη συμφωνίας στη σημερινή συνεδρίαση δεν είναι μεγάλες, «καθώς η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται να έχει διαφορετικές ιδέες από τους υπόλοιπους εταίρους που θα παρευρίσκονται στην αίθουσα».
Χθες το απόγευμα ο Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο των επαφών του με υψηλόβαθμα στελέχη των Βρυξελλών εν όψει των σημερινών συνομιλιών, είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον πρόεδρο της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, επισημαίνοντάς του την ανάγκη εξεύρεσης αμοιβαίας επωφελούς λύσης, τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη.
«Ο πρόεδρος Γιούνκερ καταβάλλει μια ύστατη προσπάθεια σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση», ήταν η διαρροή από την απέναντι πλευρά, αποτυπώνοντας τις δυσκολίες των διαβουλεύσεων.
Στο τραπέζι των συνομιλιών θα υπάρχουν σήμερα δύο κείμενα, ένα από την κυβέρνηση και ένα από την Κομισιόν, όπου θα καταγράφονται τα πεδία συμφωνίας και διαφωνίας.
Οι δανειστές δείχνουν να μην πείθονται από τις υποσχέσεις της Αθήνας για πάταξη της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, ενώ το Μαξίμου διαβεβαιώνει το αντίθετο, επαναλαμβάνοντας παράλληλα ότι οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς, επιβεβαιώνοντας την προσπάθεια διεκδίκησης πολιτικής λύσης. Ως κόκκινες γραμμές, εξάλλου, στην κυβέρνηση θέτουν εκ νέου το εργασιακό, το ασφαλιστικό, τη φορολογία και το πρωτογενές πλεόνασμα, για το οποίο εκφράζεται η ελπίδα ότι θα είναι τελικά κατά πολύ μειωμένο του αρχικού στόχου που επέβαλαν οι δανειστές.
Υπό ασφυκτική πίεση τα ταμειακά διαθέσιμα
Όσο η συμφωνία δεν έρχεται, όμως, τόσο αυξάνεται η πίεση στα ταμειακά διαθέσιμα του Δημοσίου. Μπορεί ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Δ. Μάρδας να εμφανίζεται καθησυχαστικός, η ουσία είναι όμως πως η χώρα δεν μπορεί χωρίς έξτρα χρηματοδότηση να τη... βγάλει έως το καλοκαίρι.
Πολύ νωρίτερα, από τον Μάρτιο, όταν θα πρέπει να πληρωθεί η δόση του ΔΝΤ, το ταμείο του Δημοσίου θα ζοριστεί επικίνδυνα αν δεν έρθουν κάποια επιπλέον χρήματα, είτε από τη δόση των 7,2 δισ. ευρώ, είτε το 1,9 δισ. ευρώ των κερδών της ΕΚΤ από ελληνικά ομόλογα, είτε έμμεσα από την αύξηση του ορίου έκδοσης εντόκων γραμματίων.
Την ίδια στιγμή το αποτέλεσμα του Eurogroup θα σταθμιστεί από την ΕΚΤ που καλείται την Τετάρτη να επανεξετάσει τον ELA, και οι αποφάσεις δεν μπορούν να θεωρούνται ουδόλως δεδομένες ιδίως αν αποφασιστεί να αυξηθεί η πίεση στην Ελλάδα.
Τα δεδομένα δεν δείχνουν βέβαια σε καμία περίπτωση ότι η ΕΚΤ θα τραβούσε σε αυτήν τη συγκυρία την πρίζα στις ελληνικές τράπεζες και την οικονομία, ουδείς όμως μπορεί να αποκλείσει, αναλόγως των εξελίξεων, τη χρήση του ELA και τις αποφάσεις για την ανανέωσή του από την ΕΚΤ ως ένα επιπλέον μέσο πίεσης, με μικρότερη ομπρέλα προστασίας ή σφιχτούς όρους.
Θεωρώντας ότι η ΕΚΤ θα δίνει τον απαραίτητο ELA για την αναχρηματοδότηση τριών εντόκων γραμματίων το Μάρτιο, το Δημόσιο θα πρέπει να βρει 1,6 δισ. ευρώ για να πληρώσει τη δόση στο ΔΝΤ.
Επιπλέον, το Δημόσιο θα πρέπει να καταβάλει τόκους της τάξης των 800 εκατ. ευρώ και άλλες υποχρεώσεις ύψους περίπου 200 εκατ. ευρώ, ενώ λήγει και ένα ομόλογο που δεν είχε ενταχθεί στο PSI (78 εκατ. ευρώ).
Οι υποχρεώσεις του Μαρτίου δεν βγαίνουν χωρίς το 1,9 δισ. ευρώ της ΕΚΤ (τα κέρδη από ελληνικά ομόλογα στο χαρτοφυλάκιό της) τα οποία η ελληνική πλευρά διεκδικεί άμεσα, τονίζοντας ότι είναι «δικά μας λεφτά» και απορρίπτοντας την αποδέσμευσή τους, μετά από αξιολόγηση στη βάση ενός προγράμματος που δεν υπάρχει, αλλά αναζητείται...
Στο σύνολο του έτους, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας φτάνουν τα 22,5 δισ. ευρώ, ενώ μόνο για το πρώτο εξάμηνο χρειαζόμαστε 10 δισ. ευρώ ακόμα για να βγει ο λογαριασμός, υπό την προϋπόθεση ότι ο προϋπολογισμός εκτελείται ομαλά και το Δημόσιο καλύπτει στο σύνολό τους τις υποχρεώσεις του.
Η πρώτη προϋπόθεση όμως το πρώτο δίμηνο δεν ικανοποιείται αφού ο προϋπολογισμός εμφανίζει υστέρηση εσόδων μεγαλύτερη του 1 δισ. ευρώ. Επομένως, τα 10 δισ. ευρώ, αν δεν έρθουν με «μαγικό» τρόπο άμεσα, πρόσθετα έσοδα στον προϋπολογισμό (π.χ. από τη φοροδιαφυγή στην πάταξη της οποίας η κυβέρνηση ποντάρει πολλά) έχουν γίνει ήδη 11 δισ. ευρώ.
Υπό αυτές τις συνθήκες θεωρείται απόλυτη κόκκινη γραμμή από την κυβέρνηση το να «κουρευτεί» ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος από το 3% στο 1,5% του ΑΕΠ. Σε αυτήν την περίπτωση αμβλύνονται οι πιέσεις στον προϋπολογισμό (ο οποίος όμως σύμφωνα με την «παλαιά» τρόικα ενσωματώνει δημοσιονομικό κενό 2,5 δισ. ευρώ), αλλά ανοίγουν νέα μέτωπα στο χρέος.
Χωρίς αναδιάρθρωση, με μισό πρωτογενές πλεόνασμα σε σχέση με τους στόχους, γεννάται το ερώτημα πώς και πόσο θα μειώνεται τα επόμενα χρόνια.
Αυτό, όμως, αποτελεί το επόμενο στοίχημα της διαπραγμάτευσης. Για την ώρα το παιχνίδι συνεχίζει να παίζεται με φόντο την άμεση χρηματοδότηση...