Πολιτικό... crash test για οικονομία και αγορά

Η μάχη της κυβέρνησης σε τρία μέτωπα με τους δανειστές για συμβιβαστικές λύσεις και τα αδιέξοδα της πραγματικής οικονομίας. Σε αναμονή η αγορά για να δώσει τη δική της «ψήφο εμπιστοσύνης» στην ασκούμενη πολιτική.

Πολιτικό... crash test για οικονομία και αγορά

Σε κρίσιμη καμπή βρίσκονται οι συζητήσεις μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών της, καθώς συνολικά το εγχείρημα είναι πολύπλοκο και απαιτητικό. Είναι πολύπλοκο γιατί οι συζητήσεις διεξάγονται σε τρία διαφορετικά μέτωπα (κυβέρνηση με τρόικα, Σαμαράς με Μέρκελ και Τράπεζα της Ελλάδος με Ντράγκι) όπου πρέπει να βρεθεί συμβιβαστική λύση και στα τρία. Και είναι απαιτητικό επειδή οι όποιες συμβιβαστικές λύσεις προκύψουν από τα τρία προαναφερθέντα μέτωπα θα πρέπει να λάβουν «ψήφο εμπιστοσύνης» πρώτον από την ελληνική πολιτική σκηνή και δεύτερον -και ίσως δυσκολότερο- από τις αγορές...

Σ' αυτήν την κατάσταση, τόσο στο Χρηματιστήριο της Αθήνας όσο και στην αγορά ομολόγων, οι επενδυτές εμφανίζουν με χαρακτηριστικό τρόπο τον προβληματισμό τους, καθώς οι απώλειες του τελευταίου μήνα έφτασαν στο 9% και οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων ανεβαίνουν βδομάδα με τη βδομάδα το ίδιο διάστημα.

Στο χρηματιστήριο, πολλοί φοβούνται πως κινδυνεύει να αναστραφεί το ανοδικό κύμα που ξεκίνησε στα μέσα του 2012 και να μπούμε σε ένα μεσοπρόθεσμο πτωτικό κανάλι. Και στην αγορά ομολόγων υπάρχει σε ορισμένους ο φόβος ότι η ψαλίδα ανάμεσα στα spreads μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου θα αρχίσει και πάλι να διευρύνεται σημαντικά.

Η βασική διαφορά της ελληνικής πλευράς με την τρόικα έγκειται στο ζήτημα των λεγόμενων διαρθρωτικών αλλαγών. Και αυτό γιατί η τρόικα μπορεί να αποδέχεται τη μεγάλη δημοσιονομική προσαρμογή που πέτυχε η Ελλάδα, αλλά την αποδίδει σχεδόν αποκλειστικά στις μεγάλες μειώσεις των εισοδημάτων και όχι στη διόρθωση των αιτιών που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση. Η τρόικα υποστηρίζει, για παράδειγμα, πως μπορεί να μειώθηκε δραστικά το μισθολογικό κόστος στις επιχειρήσεις, πλην όμως οι εξαγωγές δεν ανέβηκαν όσο θα έπρεπε επειδή μια άλλη μεγάλη κατηγορία κόστους που σχετίζεται με τη γραφειοκρατία και το ευρύτερο περιβάλλον μιας επιχείρησης διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Αυτούς τους φόβους πιθανότατα έσπευσε να «διασκεδάσει» ο Αντώνης Σαμαράς στη ομιλία του για τα 40 χρόνια της Νέας Δημοκρατίας προτάσσοντας την ανάγκη να γίνουν μεταρρυθμίσεις, όχι γιατί τις ζητά η τρόικα αλλά γιατί πρέπει να γίνουν. 

Με άλλα λόγια, η τρόικα και ένα τμήμα των Ευρωπαίων δανειστών φοβάται πως, αν σταματήσουν εδώ οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες των Ελλήνων -και ιδίως αν οι κυβερνήσεις ανοίξουν και πάλι την κάνουλα των παροχών- τότε σε 1-2 χρόνια θα ξαναδούμε το ΑΕΠ να υποχωρεί, θα ζήσουμε και πάλι σε εποχή ελλειμμάτων και θα ξανασυζητάμε το ζήτημα εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίοι δεν εμπιστεύονται το ελληνικό πολιτικό σύστημα...

Η θέση της τρόικας βέβαια έχει πολλούς υποστηρικτές και μεταξύ των Ελλήνων οικονομολόγων, σύμφωνα με τους οποίους αν δεν προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές, τότε οποιαδήποτε δημοσιονομική χαλάρωση:

- Θα οδηγήσει σε δημοσιονομική ανισορροπία που δεν θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί.

- Ελάχιστα θα ωφελήσει την εγχώρια οικονομία, καθώς τα λεφτά θα κατευθυνθούν στο εξωτερικό μέσω των αυξημένων εισαγωγών προϊόντων.

Αντίθετα, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, η ανάπτυξη καλό θα είναι να έρθει μέσα από ξένες επενδύσεις, έτσι ώστε όχι μόνο να προκύψει δημοσιονομικό όφελος, αλλά επίσης και να βελτιωθεί η παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας σε μακροπρόθεσμη βάση.

Ο αντίλογος της κυβέρνησης

Από την πλευρά της, η ελληνική κυβέρνηση προβάλλει το επιχείρημα πως η χώρα μέσα στα τελευταία χρόνια προχώρησε όσο καμιά άλλη σε μεταρρυθμίσεις και προτίθεται να συνεχίσει προς την ίδια κατεύθυνση, πλην όμως θα επιθυμούσε κατ' αρχάς μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής και, δεύτερον, κάποιες χρηματοδοτικές ανάσες, ώστε να τονωθεί η οικονομία μετά από μια μακρά περίοδο πρωτόγνωρης ύφεσης. Ακόμα, επισημαίνει στην τρόικα πως ένα μέρος των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων (π.χ. ομαδικές απολύσεις) αφενός δεν θα ωφελήσει σε τίποτε στην παρούσα φάση της οικονομίας και αφετέρου θα ρίξει μέσα σε μία μέρα οποιαδήποτε κυβέρνηση επιχειρήσει να τις φέρει προς ψήφιση.

Πέραν αυτού, η ελληνική πλευρά έχει ζητήσει την πολιτική στήριξη της Γερμανίας, αλλά και των Βρυξελλών ώστε να βρεθεί ένας τρόπος εξόδου της Ελλάδας από το μνημόνιο μέχρι το τέλος του 2014, με απεμπλοκή της από το ΔΝΤ και με εκκίνηση της συζήτησης για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους το αργότερο μέχρι τον Ιανουάριο του 2015. Η κυβέρνηση Σαμαρά θεωρεί πως μόνο μέσα από ένα τέτοιο μίγμα εξελίξεων θα μπορούσε να αναστρέψει το υπάρχον δυσμενές οικονομικό κλίμα και να επιτύχει ψήφιση Προέδρου της Δημοκρατίας από την παρούσα Βουλή (προφανώς προηγείται η λήψη ψήφου εμπιστοσύνης από το Κοινοβούλιο).

Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα χρειαζόταν μόνο την πολιτική στήριξη των Ευρωπαίων (και πόσο εύκολο είναι αυτή να δοθεί, όταν στην Ελλάδα υπάρχει ο φόβος πτώσης της κυβέρνησης μέσα σε λίγους μήνες...), αλλά και τη στήριξη των αγορών, καθώς αυτές θα είναι που θα δανείσουν γύρω στα 20 δισ. ευρώ τη χώρα και μάλιστα με επιτόκια χαμηλότερα από αυτά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Όσο για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αυτό κινείται σε μια αρκετά διαφοροποιημένη πολιτική, καθώς με βάση την τρέχουσα στάση του πιστεύει σε μια πολιτική τόνωσης της ζήτησης μέσα από μειώσεις φόρων, αυξήσεις κατώτατων μισθών στον ιδιωτικό τομέα και μη πληρωμής τοκοχρεολυσίων (μεγάλο κούρεμα δημόσιου χρέους και περίοδος χάριτος στις αποπληρωμές του μη κουρεμένου τμήματος), πολιτική που ωστόσο από ευρωπαϊκούς κύκλους κρίνεται αβέβαιη (απαιτείται μια δραστική μεταβολή της στάσης των δανειστών) και αναποτελεσματική, καθώς όχι μόνο δεν διορθώνει, αλλά και σε κάποιο βαθμό αναπαράγει τα αίτια που έφεραν την Ελλάδα σε καθεστώς μνημονίου.

Η οικονομία σε αδιέξοδο

Το μόνο βέβαιο είναι ότι, υπό αυτές τις συνθήκες, οι παράγοντες της ελληνικής οικονομίας βρίσκονται σε κατάσταση έντονου προβληματισμού. Γιατί όσο κι αν το ΑΕΠ της χώρας κινήθηκε με ανοδικούς ρυθμούς το τρίτο τρίμηνο του έτους (αυξημένα έσοδα από τουρισμό, κατασκευή οδικών αξόνων), η ουσία είναι πως από τις ευρωεκλογές μέχρι σήμερα έχουν ουσιαστικά σταματήσει οι επενδύσεις από το εξωτερικό λόγω της πολιτικής αβεβαιότητας.

Η ουσία είναι επίσης πως ένα ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών θα πήγαινε πίσω πολλά πράγματα στην οικονομία, όπως η ανάθεση και η προώθηση των δημόσιων έργων, η υλοποίηση μεταρρυθμίσεων, η προσπάθεια πάταξης της φοροδιαφυγής, οι κινήσεις επανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (να θυμίσουμε πως η ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών stress tests αναμένεται μέσα στον Οκτώβριο) και η θεσμική ρύθμιση για τα κόκκινα δάνεια.

Από τη μια πλευρά, δηλαδή, οι οικονομικοί παράγοντες της χώρας δεν επιθυμούν πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, από την άλλη πλευρά όμως, επισημαίνουν πως η οικονομία δεν αντέχει να ζει σε μια πολύμηνη προεκλογική περίοδο. «Ήδη, από τον περασμένο Ιούνιο βρισκόμαστε σε διαρκή προεκλογική περίοδο», αναφέρει υψηλόβαθμο επιχειρηματικό στέλεχος, συμπληρώνοντας πως «δεν είναι βέβαιο πως η προεκλογική περίοδος θα σταματήσει ακόμη και μετά τις επόμενες εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν)...

«Εγκλωβισμένο» το χρηματιστήριο

Οι κινήσεις των ξένων θεσμικών επενδυτών έχουν περιοριστεί, και αυτό φαίνεται και στα πλέον πρόσφατα στοιχεία συμμετοχής τους στην αγορά. Ο βραχυπρόθεσμος ορίζοντας πολλών hedge funds, όμως, προκαλεί επιπλοκές και πιέσεις στις ελληνικές μετοχές, με την αγορά να προσπαθεί να κρατηθεί σε υψηλότερα επίπεδα από τα κρίσιμα όρια των 1.000 μονάδων. Οι εκροές, της τάξεως των 100 εκατ. δολαρίων, που παρατηρήθηκαν τον προηγούμενο μήνα είναι από τις υψηλότερες από το 2013, και δείχνουν ότι μέρος των επενδυτών δεν επιθυμεί θέση στην ελληνική αγορά όσο το θέμα των εκλογών παραμένει στο προσκήνιο.

Την ίδια στιγμή, είναι σαφές ότι οι ξένοι θεσμικοί επενδυτές τηρούν στάση αναμονής εν όψει και της δημοσιοποίησης των αποτελεσμάτων των stress tests των ελληνικών τραπεζών, που προβλέπεται έως τα τέλη του Οκτωβρίου.

Ταυτόχρονα, η πολιτική αναταραχή είναι πια εμφανής και στην αγορά των ελληνικών ομολόγων, η οποία διατηρούσε την καλύτερη απόδοση όλο το προηγούμενο χρονικό διάστημα, εξαιτίας και του πιο μεσοπρόθεσμου ορίζοντα στις τοποθετήσεις των επενδυτών. Στις προηγούμενες συνεδριάσεις, οι αποδόσεις (yields) του 10ετούς και του 5ετούς ομολόγου διαμορφώθηκαν σε 6,85% και 5,05%, αντίστοιχα, ξεπερνώντας σημαντικά επίπεδα. Αξίζει να επισημανθεί ότι οι αποδόσεις των δύο ομολόγων διαμορφώνονταν στο 5,6% και στο 3,8% στις αρχές του Σεπτεμβρίου.

Στην πλειονότητά τους, οι ελληνικές μετοχές καταγράφουν ισχυρές ζημίες στο εννεάμηνο, αλλά και στις τελευταίες 30 ημέρες. Από τις αρχές του έτους μόλις 5 από τις 25 μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης παρουσιάζουν κέρδη. Η Eurobank Properties και η Folli Follie Group ξεχωρίζουν με τις αποδόσεις τους από τις αρχές τους έτους με 34% και 26% αντίστοιχα, ενώ μικρότερα μονοψήφια κέρδη σημειώνουν οι τίτλοι των ΟΤΕ, ΟΠΑΠ και Μυτιληναίου. Η μόνη από τις τραπεζικές μετοχές που εμφανίζει καλύτερη επίδοση στο ταμπλό από την αγορά είναι η Alpha Bank, η απόδοση της οποίας είναι οριακά θετική, έναντι -9% για τον Γενικό Δείκτη του Χ.Α.

Στο χρονικό διάστημα του Σεπτεμβρίου, οι μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης σημείωσαν σημαντική πτώση, με τις ΕΧΑΕ, ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, ΔΕΗ, Motor Oil, ΒΙΟΧΑΛΚΟ, ΕΥΔΑΠ και MIG να σημειώνουν τις μεγαλύτερες απώλειες.

Στον αντίποδα από τις μετοχές του Γενικού Δείκτη, αυτές που υπεραπέδωσαν των δεικτών για την περίοδο των προηγούμενων 30 ημερών είναι: Aegean Airlines, Ικτίνος, Autohellas, Ιατρικό Αθηνών, Ευρωπαϊκή Πίστη, Πλαστικά Κρήτης, Σαράντης, Quest Συμμετοχών, Eurobank Properties, Τιτάν, ΟΤΕ, Μυτιληναίος, Σωληνουργεία Κορίνθου, Τράπεζα Πειραιώς και Alpha Bank. Αξίζει να τονιστεί ότι ο Γενικός Δείκτης ολοκλήρωσε το εννεάμηνο και τον Σεπτέμβριο με το ίδιο ακριβώς ποσοστό πτώσης, ενώ ο Σεπτέμβριος ήταν ο δεύτερος χειρότερος μήνας από πλευράς μέσου όρου συναλλαγών, μετά τον Φεβρουάριο, από τις αρχές του έτους.

 

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v