ΑΠΕ: Το υπουργείο καθυστερεί, ο καταναλωτής πληρώνει

Αντιμέτωποι με τον κίνδυνο διπλάσιων χρεώσεων στο τέλος ΑΠΕ βρίσκονται οι καταναλωτές υποστηρίζει η ΡΑΕ. Βαρίδι η καθυστέρηση του «new deal». Νέες προειδοποιήσεις από τη βιομηχανία για το κόστος ενέργειας.

ΑΠΕ: Το υπουργείο καθυστερεί, ο καταναλωτής πληρώνει

Όσο πηγαίνει προς τα πίσω η λήψη των μέτρων για να καλυφθεί το έλλειμμα του λογαριασμού ΑΠΕ, τόσο θα αυξάνει το τέλος που θα κληθούν να καταβάλλουν οι καταναλωτές, μέσω του λογαριασμού ηλεκτρικού.

Την «προειδοποίηση» αυτή απηύθυνε η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας προς το ΥΠΕΚΑ ως το αρμόδιο υπουργείο, εν αναμονή του «new deal» για τις ΑΠΕ (θα προβλέπει ένα πακέτο μέτρων όπως μείωση στις ταρίφες, αύξηση τέλους ΑΠΕ (ΕΤΜΕΑΡ) και κούρεμα των απαιτήσεων που έχουν οι παραγωγοί από το σύστημα) που έχει στόχο το μηδενισμό του ελλείμματος του λογαριασμού ΑΠΕ. Ενος ελλείμματος που διαρκώς αυξάνει όπως αποκάλυψε το Euro2day.gr.

Την ίδια στιγμή οι βιομηχανικοί καταναλωτές, με επιστολή τους προς τον υπουργό ΠΕΚΑ Γιάννη Μανιάτη, ζητούν ενόψει των συμβουλίων υπουργών της ΕΕ που θα αποφασίσουν τα μέτρα για το κλίμα και τις ΑΠΕ, επισημαίνουν ότι διατήρηση του ισχύοντος μηχανισμού ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών, οδηγεί μαθηματικά τη βιομηχανία σε απαξίωση, καθώς θα επιβαρύνεται με υψηλό κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και τα προϊόντα της θα χάνουν σε ανταγωνιστικότητα.

Σημειώνεται ότι βάσει του νόμου 4001 του 2011, θα έπρεπε μέχρι το τέλος του 2014 να μηδενίσει το έλλειμμα του λογαριασμού ΑΠΕ, μέσω του οποίου πληρώνονται οι παραγωγοί. Μάλιστα τα αρμόδια υπουργεία υποχρεώνονται ανά εξάμηνο να αναπροσαρμόζουν το τέλος ΕΤΜΕΑΡ (επιβάλλεται στους καταναλωτές ηλεκτρικού μέσω των λογαριασμών) μετά από εισήγηση της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας.

Η τελευταία εισήγηση της ΡΑΕ τις τελευταίες μέρες του χρόνου, προέβλεπε μεσοσταθμική αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ κατά 93%, δηλαδή από 14,96 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες σε 29,63 ευρώ, εφ’ όσον μέχρι τότε δεν είχε αποφασιστεί κάποιο άλλο μέτρο.

Ωστόσο ενόψει οριστικής λήψης αποφάσεων για το όλο θέμα (new deal), η ΡΑΕ μετέθεσε για την 1η Μαρτίου την αναπροσαρμογή του ΕΤΜΕΑΡ, δεσμευόμενη ότι στο ενδιάμεσο διάστημα θα υπολογίσει και θα δημοσιοποιήσει, τόσο για τον Ιανουάριο όσο και για το Φεβρουάριο του 2014, την όποια απαιτούμενη αναπροσαρμογή του ΕΤΜΕΑΡ, προκειμένου να επιτυγχάνεται, ο στόχος μηδενισμού του ελλείμματος στο τέλος του 2014.

Έτσι με βάση τα στοιχεία Ιανουαρίου του 2014 το ΕΤΜΕΑΡ θα πρέπει να αυξηθεί κατά 1 ευρώ και να φτάσει τα 30,63 ευρώ οι 1.000 κιλοβατώρες από 29,63 ευρώ που είχε υπολογιστεί στο τέλος Δεκεμβρίου 2013. Σύμφωνα με τη ΡΑΕ, αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της ανάγκης επιμερισμού του απαιτούμενου εσόδου για το ΕΤΜΕΑΡ σε μικρότερη πλέον χρονική περίοδο κατανάλωσης, δηλαδή σε 11 αντί για 12 μήνες.

Καταλήγει δε η ΡΑΕ με την επισήμανση ότι «κάθε περαιτέρω καθυστέρηση στη λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την οριστική διευθέτηση του ελλείμματος του Ειδικού Λογαριασμού, θα έχει ολοένα και πιο αρνητική επίπτωση στο μέγεθος της αναγκαίας αναπροσαρμογής της τιμής του ΕΤΜΕΑΡ».

Η βιομηχανία

Από την πλευρά της η βιομηχανία μέσω της Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας-ΕΒΙΚΕΝ, με επιστολή της στον υπουργό ΠΕΚΑ Γιάννη Μανιάτη, επισημαίνουν τις επιπτώσεις των κοινοτικών πολιτικών για το κλίμα και τις ΑΠΕ, που απειλούν με εξαφάνιση κλάδους της βιομηχανίας και τις επιχειρήσεις, η ανταγωνιστικότητα των οποίων εξαρτάται κατά μείζονα λόγο από το κόστος της ενέργειας. Η κίνηση της ΕΒΙΚΕΝ, είναι ενταγμένη στην ευρύτερη καμπάνια που έχει αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Βιομηχανιών Εντάσεως Ενέργειας – IFIEC, η οποία και θα παρουσιάσει τις θέσεις της στις 27 Φεβρουαρίου, παραμονές της πρώτης από τις δύο συνεδριάσεις του Συμβουλίου Υπουργών της ΕΕ με θέμα «Κλίμα–Ενέργεια προς το 2030».

Σε ό,τι αφορά στα της Ελλάδας, η ΕΒΙΚΕΝ με την επιστολή της επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι «όσο κι αν θέλουμε να στρέψουμε το βλέμμα μακριά από το σήμερα, δεν είναι δυνατό να παραβλέψουμε ότι η αγορά ενέργειας στο σύνολό της και οι ευάλωτοι καταναλωτές, στους οποίους πλέον συγκαταλέγεται και η βιομηχανία, βρίσκονται ενώπιον αδιεξόδων που δημιούργησαν αποφάσεις της ελληνικής πολιτείας.

Η άσκηση κοινωνικής πολιτικής μέσω των τιμολογίων ενέργειας, η ολοσχερής εγκατάλειψη των εγχώριων ανταγωνιστικών πηγών ενέργειας όπως ο λιγνίτης, η χωρίς πυξίδα και χωρίς μελέτη των επιπτώσεων στον καταναλωτή άσκηση ενεργειακής πολιτικής καθώς και οι επιλεκτικές επιδοματικές πολιτικές (feed-in-tariffs) για τη στήριξη ακριβών επιλογών χωρίς εγχώρια προστιθέμενη αξία, έχουν οδηγήσει σήμερα στο σημείο μηδέν την αγορά και τους καταναλωτές».

Όπως δε επισημαίνει, «είναι αδύνατο να γίνει σοβαρή συζήτηση για το μέλλον αν δεν διδαχθούμε τίποτε από το παρελθόν και δεν δοθούν λύσεις. Για το λόγο αυτό, πρέπει να τεθούν και να απαντηθούν ερωτήματα όπως:

1. Πώς θα χρηματοδοτηθούν οι όποιοι στόχοι; Η αγορά απειλείται για άλλη μια φορά με κατάρρευση λόγω του κενού χρηματοδότησης στο λογαριασμό των ΑΠΕ. Γιατί απειλείται πάλι ο καταναλωτής από διπλασιασμό του τέλους ΑΠΕ; Γιατί εξακολουθεί ο καταναλωτής στην Ελλάδα του 6ου χρόνου ύφεσης να χρηματοδοτεί εγγυημένες αποδόσεις;

2. Γιατί από όλους τους διαθέσιμους τρόπους μείωσης των εκπομπών, επιλέχτηκαν και επιδοτήθηκαν οι ακριβότεροι και πλέον ανώριμοι τεχνολογικά; Γιατί επιλέχτηκε ο στόχος το 2020 το 20% της ενέργειας να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές να μεταφραστεί στην Ελλάδα σε στόχο 40% για την ηλεκτρική ενέργεια; Ωφελείται από τον στόχο αυτό ο καταναλωτής; Γιατί ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής βάσης της χώρας, οι επιχειρήσεις που συνεισφέρουν στο εμπορικό ισοζύγιο, στις εξαγωγές, στην προσφορά εργασίας, απαξιώνονται ως «εξ ορισμού καταδικασμένες» με υπέρογκες επιβαρύνσεις;

Και η ΕΒΙΚΕΝ καταλήγει: «Τα επόμενα χρόνια η προσπάθεια πρέπει να επικεντρωθεί στην ανασυγκρότηση, αξιοποιώντας με τον οικονομικότερο τρόπο τις εγχώριες πηγές, εξαφανίζοντας τους φόρους στην παραγωγή, στηρίζοντας κάθε εξωστρεφή δραστηριότητα.

Για το σκοπό αυτό πρέπει να αξιοποιηθούν όλοι οι διαθέσιμοι μηχανισμοί που παρέχονται στα Κ-Μ και εφαρμόζονται ήδη σε πολλές περιπτώσεις. Επιπλέον, λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης της χώρας, θα πρέπει η Ελλάδα να ζητήσει 10ετή εξαίρεση από τη δεσμευτική εφαρμογή των υπό διαμόρφωση νέων ευρωπαϊκών πολιτικών για την κλιματική αλλαγή».

ΣΧΟΛΙΑ ΧΡΗΣΤΩΝ

blog comments powered by Disqus
v